Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
«Ξωκλήσια ταπεινά, ξεχασμένα στην ερημιά, είναι σαν καταφύγια σώματος και ψυχής για όποιον φεύγει από την ταραχή της πολιτείας που έχει καταντήσει σήμερα σαν πόρνη Βαβυλώνα»
«Λέγανε οι παλαιότεροι, πως ένας γερο-Στρατηγάκης, από το
Ψυχικό, έβλεπε από το σπίτι του, τα βράδια, απέναντι στον Κοκκινόβραχο, ένα
φωτάκι ν’ αναβοσβήνει. Το ’βλεπε, το
ξανάβλεπε, αποφάσισε να πάει να δει τι είναι. Βρήκε στον τόπο να βγαίνει νερό
κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και κάτι απογκρεμίδια. Ανασκαλεύοντας ξεχώθηκε μια εικόνα και κατάλαβε πως εκεί ήτανε παλιά
κάποιο εκκλησάκι. Μαζί με άλλους
φτιάξανε, στον ίδιο τόπο, ένα μικρό ξωκλήσι και το αφιερώσανε στη Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, μέσα στο Ιερό, φτιάξανε και
μια στέρνα που μάζευε το αγίασμα και το παίρνανε οι πιστοί και το πίνανε για να
αγιαστούνε και να τους φυλάει η Παναγία και αγιάζανε και τα σπιτικά και το βιος
τους για προστασία. Αργότερα, τούτο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, το
μεγαλώσανε οι Αφισιώτες, γιατί ήτανε μέσα στο όριο του χωριού τους και το
κάνανε όπως είναι σήμερα. Μάλιστα, δώσανε και ιστόρησε μια μεγάλη εικόνα της
Ζωοδόχου Πηγής ο περίφημος ζωγράφος ο Αλατσάς από την Αναβρετή. Και την εικόνα
αυτή την έχουνε οι Αφισώτες στο χωριό τους, στην Αγια-Κυριακή, και κάθε που
γιορτάζει η Παναΐτσα, παίρνουνε την εικόνα και με τα πόδια, μπροστά η εικόνα
και πίσω ο παπάς με το χωριό, τη φέρνουνε από του Αφισού εδώ, την παραμονή το
βράδυ της γιορτής. Την Παναΐτσα τη γνωρίσανε και την αγαπήσανε και οι
Σπαρτιάτες και κάθε χρόνο ερχούντανε εδώ με τα πόδια απ’ όλη τη Σπάρτη.
Περνάγανε τον Ευρώτα με ένα γεφυράκι που φτιάχνανε τάμα οι μαστόροι της
οικοδομής με την ξυλεία τους και μετά ανηφορίζανε μέχρι δω πάνου. Στα χρόνια τα παλιότερα ερχούντανε πολλοί
αποβραδίς, κάνανε τον Εσπερινό και κοιμούντανε εδώ στο μοναστηράκι τούτο, που
’ναι απέναντι από το εκκλησάκι. Εδώ στο μοναστηράκι ήτανε παλιά καλόγριες, που
φροντίζανε το εκκλησάκι, το λειτουργάγανε και φιλοξενούσανε τους περαστικούς
και τους προσκυνητές (κάνα καφέ, λουκουμάκι, μπορεί λίγο ψωμί και φαγητό),
γιατί τότε ο τόπος είχε ανθρώπους που
σεργιανάγανε με τα ζωντανά τους δώθε
κείθε και ξέρανε το μοναστηράκι κι ερχούντανε. Εγώ θυμήθηκα τρεις καλόγριες που
ήτανε εδώ. Πότε-πότε ερχούντανε στου Αφισού και ο κόσμος τις φίλευε ψωμί,
ελιές, τυρί…, ό,τι μπόραγε ο καθένας, για να έχουνε το κατιτίς στο μοναστηράκι
τους. Η τελευταία καλόγρια, όταν γέρασε, τη φέραμε στου Αφισού, έμενε δίπλα
στην Α. Κυριακή και πέθανε εκεί. Άμα δε με πιστεύετε ότι εδώ στην Παναΐτσα, τη
Ζωοδόχο Πηγή του Κοκκινόβραχου, ήτανε μοναστηράκι, κοιτάχτε στη πίσω μεριά να
δείτε το φούρνο που ψήνανε το ψωμί. Κρίμα που αφήκανε τη σκεπή του μοναστηριού να πέσει. Αυτό εδώ είναι
μνημείο και πρέπει να σωθεί, για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουνε οι
νέοι. Ευτυχώς που οι τοίχοι είναι πέτρινοι και γεροί αλλά… Μη κοιτάτε, που, χρόνους με τους χρόνους, ο κόσμος
λιγοστεύει στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Κάποτε εδώ ερχούντανε όλα τα γύρω
χωριά και η Σπάρτη. Κλείνανε τα μαγαζιά τους οι Σπαρτιάτες, δεν πηγαίνανε στη
δουλειά τους οι μεροκαματιάρηδες, βάζανε όλοι τα καλά τους κι ερχούντανε
οικογενειακώς εδώ στην Παναΐτσα. Πανηγύρι μεγάλο γινότανε. Κάθε ελιά εδώ στους
όχτους γινούτανε ταβέρνα, με νταμιτζάνες γιομάτες κρασί, κατσαρόλες με φαγητά από το σπίτι και μερικοί βάζανε και
φωτιά και τηγανίζανε σηκωταριές, γαρδούμπες λουκάνικα και παϊδάκια. Αργότερα,
ερχούντανε εδώ και σουβλατζήδες που στήνανε τις ψησταριές τους με τα κάρβουνα
και ψήνανε σουβλάκια και γιόμιζε τσίκνα
και ξελιγωμάρα ο Κοκκινόβραχος. Κι όταν αμπόλαγε η εκκλησία ο κόσμος δεν
έφευγε. Έμενε εδώ και έπινε και έτρωγε και ευχούντανε «Χρόνια Πολλά» και
«Χριστός Ανέστη». Κι άλλοι παίρνανε τον κατήφορο και πηγαίνανε κάτου στον
Ευρώτα και στρώνανε στις πρασινάδες και
στα πλατάνια μεγάλα τραπεζομάντιλα και καθούντανε καταγής και βγάζανε ό,τι μεζεδάκια και φαγητά είχανε φτιάξει στο σπίτι
ή τους είχανε μείνει από το Πάσχα και τρώγανε και πίνανε και τραγουδάγανε και
χορεύανε και πολλές παρέες ψήνανε και αρνιά σουβλιστά και γιόμιζε ο Ευρώτας από
φωνές, από τραγούδια και τσίκνα, από
χαρά πασχαλιάτικη. Να ’μαστε καλά, βρε παιδιά, και του χρόνου. Σας ζάλισα λίγο,
αλλά κάθε φορά που έρχουμαι εδώ πάνω θυμάμαι τα παλιά και με παίρνει το
παράπονο». Κάπως έτσι τα ’λεγε στη συντροφιά του ένας παππούς Αφισιώτης, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης,
φέτος, στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, εδώ στην Παναΐτσα του Κοκκινόβραχου (στο
δρόμο για τον Αϊ-Λια και τα Μενελάια), την Παρασκευή του Πάσχα, 21 του Απρίλη
2023. Κι εγώ, που με μαγεύουνε οι παλιές ιστορίες, είχα «στήσει
αυτί» και άκουγα, και, πού και πού, ρώταγα κι ο παππούς μου απάνταγε σε όλα,
και μου ’δειξε και το φούρνο που ’χανε στο μοναστηράκι τους οι καλόγριες κι από
άπιστος έγινα πιστός, γιατί εξήντα (και
βάλε) χρόνια που έρχομαι προσκυνητής εδώ στην Παναΐτσα (ας είναι
αναπαυμένη η ψυχούλα της Μάνας μου, που μας έπαιρνε από το χέρι, παιδιά, και μας πήγαινε σ’ ολες τις εκκλησιές
και σ’ όλα τα ξωκλήσια) ΔΕΝ γνώριζα ότι στην Παναΐτσα, στη Ζωοδόχο Πηγή, του
Κοκκινόβραχου, ήτανε κάποτε Μοναστήρι. Να είναι πάντα καλά και να μακροημερεύει ο παππούς, ο
Παναγιώτης Ρουμελιώτης, που μας είπε τις όμορφες ιστορίες για τούτο το
αγαπημένο ξωκλήσι, το οποίο πάντα (όπως ΟΛΑ τα ξωκλήσια) περιμένει κάθε τόσο
(όχι μόνο στη γιορτή του) να πάμε να το
προσκυνήσουμε και να χαρούμε μαζί τη μαγεία της φύσης αλλά και τη μοναδική θέα της Σπάρτης, του Ταΰγετου, του Ευρώτα και της
καταπράσινης κοιλάδας της Λακεδαίμονας. Ξωκλήσια «ταπεινά, ξεχασμένα στην ερημιά, είναι σαν
καταφύγια σώματος και ψυχής για όποιον φεύγει από την ταραχή της πολιτείας που
έχει καταντήσει σήμερα σαν πόρνη Βαβυλώνα». Φώτης Κόντογλου Σπάρτη,
2-5-2023 Βαγγέλης Μητράκος