Vekrakos
Spartorama | «Γεννήθηκα ξημερώνοντας της Πρωτάγιασης» από τον Δημήτρη Γ. Κατσαφάνα

«Γεννήθηκα ξημερώνοντας της Πρωτάγιασης» από τον Δημήτρη Γ. Κατσαφάνα

Δημήτριος Κατσαφάνας 29/12/2022 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Πολιτισμός Χρονογράφημα
«Γεννήθηκα ξημερώνοντας της Πρωτάγιασης» από τον Δημήτρη Γ. Κατσαφάνα
Πρώτος ο πετεινός ανάγγειλε, μέσα στη νύχτα, τη χαρμόσυνη είδηση: Κρίστους νατους εστ…» (Cristus natus est, Ο Χριστός γεννήθηκε…) Άκουσε το μήνυμα το μοσχάρι και ρώτησε με ένα παρατεταμένο μουγκανητό: Ούμπι… (Ubi…. Πού;….) Και το αρνάκι, χαρούμενο, απάντησε: Μπετθλεέμ… (Bethleem…. Βηθλεέμ…).

[...]

Γεννήθηκα ξημερώνοντας της Πρωτάγιασης, την παραμονή των Φώτων το 1928 στο πατρικό σπίτι της μάνας μου. Η νεαρή, εικοσάχρονη, όλο ζωή γυναίκα, η Βασιλική Κληρονόμου, που θα μ’ έφερνε στον κόσμο, μόλις παντρεύτηκε τον Γιώργη Κατσαφάνα, έναν λιπόσαρκο και ηλιοκαμένο άνδρα στα 28 του χρόνια, την επόμενη κιόλας σκούπισε το πρώτο της δάκρυ. Βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά στην αξίωση της πεθεράς να δώσει την προίκα της για να παντρέψει εκείνη την κόρη της. Το νιόπαντρο ζευγάρι αναγκάστηκε να κατοικήσει σε μια σκοτεινή χαμοκέλα, δίπλα στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Το μόνο παράθυρο ήταν η γερασμένη πόρτα που έριχνε μέσα ένα θαμπό φως. Σκοτεινό κάτεργο για κατάδικους.

Έξι μόλις χρόνια είχαν περάσει από την ημέρα που ο πατέρας μου είχε επιστρέψει εξαθλιωμένος από τη μεγάλη περιπέτεια του νεότερου Ελληνισμού, της εκστρατείας στη Μικρά Ασία και την μεγάλη καταστροφή του 1922. Ήρθαν, λοιπόν, οι γονείς της μάνας μου και την πήραν από την Παλαιοπαναγιά και την έφεραν στο γειτονικό Ξηροκάμπι για να γεννήσει ανθρωπινά. Αποβραδίς της Πρωτάγιασης, καθώς συνηθίζεται ακόμα, ο παπάς είχε έρθει και είχε αγιάσει το σπίτι. Το κλάμα του βρέφους, σε μια γωνία κοντά στο τζάκι, ακούστηκε στη λασπωμένη αυλή και ανακατώθηκε με τις φωνές πολλών νιογέννητων αρνιών που περίμεναν τις μανάδες τους να τα βυζάξουν, μέσα στην πρωινή γεναριάτικη πάχνη.

Όταν μεγάλωσα κάπως και, ημέρες Χριστουγέννων, επισκεπτόμαστε τους συγγενείς στο σπίτι που είχα γεννηθεί, μου άρεσε να πιστεύω ότι τα παρατεταμένα βελάσματα των αθώων εκείνων αρνιών ήταν μηνύματα στον κόσμο πως τέτοια ημέρα γεννήθηκε ο Χριστός στη Βηθλεέμ.

Τα ομαδικά εκείνα μακρόσυρτα βελάσματα μου τάραζαν ευχάριστα κάθε φορά το παιδικό τρυφερό στήθος. Η μεγάλη περιφραγμένη αυλή ήταν σαν παλιού υποστατικού. Κοντά στη μάνδρα το μοσχάρι, «μαντσέτι» τό ’λεγαν, σήκωνε από το παχνί το κεφάλι και μούγκριζε, σκεπάζοντας τις «παιδικές» φωνές των αρνιών. Στο βάθος το άλογο, η φοράδα, οι κότες και τα κοκόρια. Ένοιωθα τη ζεστασιά, την αναπνοή του αρνιού στα χέρια μου, στα ρουθούνια μου.

Ο παππούς, ο γερο-Μιχάλης, ένας μεγαλόσωμος άντρας, με τα χοντρά παπούτσια του βοσκού κι ένα μεγάλο στρογγυλό πρόσωπο που τό ’κοβε στη μέση ένα μεγάλο μουστάκι, με κρατούσε από το χέρι: «Με την ευκή του Θεού παιδί μου», μου έλεγε. Ήταν ένας καλοκάγαθος γέρος. Το πρωί σκάριζε τα πρόβατα, το βράδυ μια προσευχή και κοιμόταν τον ύπνο του Δικαίου. Η Θεία Πρόνοια του έδωσε για σύντροφο τη γιαγιά μου Αικατερίνη Κανάκη από τη Λεύκη, κοντά στις Αμύκλες. Η λευκή επιδερμίδα του προσώπου, τα γαλανά μάτια της, το εύστροφο πνεύμα της, η εργατικότητά της πρόδιδαν ένα τόσο διαφορετικό άνθρωπο. Ήταν η ακοίμητη φροντίδα για τα τέσσερα παιδιά της.

Σαν πήγα στο Γυμνάσιο, και έφτασα στην Τρίτη τάξη ήμουν ολόχαρος που, με τα πρώτα λατινικά, έγραφα το όνομά μου. Τότε έτυχε να ακούσω από κάποιον τον εξής φανταστικό διάλογο στα λατινικά που έκαναν, λέει, τα ζώα, όταν πληροφορήθηκαν τη γέννηση του Χριστού. Οι φράσεις του διαλόγου είναι παρήχηση της φωνής των ζώων.

Πρώτος ο πετεινός ανάγγειλε, μέσα στη νύχτα, τη χαρμόσυνη είδηση: Κρίστους νατους εστ…» (Cristus natus est, Ο Χριστός γεννήθηκε…)

Άκουσε το μήνυμα το μοσχάρι και ρώτησε με ένα παρατεταμένο μουγκανητό: Ούμπι… (Ubi…. Πού;….) Και το αρνάκι, χαρούμενο, απάντησε: Μπετθλεέμ… (Bethleem…. Βηθλεέμ…). Δεν μπορώ να ξέρω αν τούτο είναι μακρινό κατάλοιπο κάποιας παράδοσης. Αλλά από τη μητέρα μου, μικρός, άκουσα πως κάποτε οι άνθρωποι δεν ήξεραν από κακό. Ήταν αγνοί. Γι’ αυτό και ο ουρανός είχε χαμηλώσει τόσο, ώστε να τον γλείφουν τα ζώα, εικόνες αυτές από το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας. Τροφοδοτείται από το αρχέτυπο της αθωότητας. Πάντοτε συγκρίνεται το παρόν με την υποτιθέμενη «χρυσή εποχή», από την οποία εξέπεσε ο άνθρωπος και προς την οποία κατευθύνεται και η οποία θα είναι και το τέλος της ιστορίας.

Στην Παλαιοπαναγιά που γυρίσαμε, σαράντα μέρες μετά τον τοκετό, οι γονείς μπόρεσαν και έχτισαν το δικό τους σπίτι. Ήμουν μόλις πέντε χρονών παιδί, και θυμάμαι ακόμη τον κόκορα που έσφαξαν οι μαστόροι στα θεμέλια, τον παπά να τα αγιάζει, όπως θυμάμαι πως, ημέρες αργότερα, μερικές δεκάδες ποικιλόχρωμα μαντίλια ανέμιζαν ψηλά στους πέτρινους τοίχους, δείγμα ότι τελείωσαν το χτίσιμο, καθώς και τους κουραμπιέδες στο δίσκο που τον άδειασαν αμέσως τα χέρια των παρευρισκομένων. Κατοικήσαμε το σπίτι μισοτελειωμένο, με τους αέρηδες να μπαίνουν από τα κεραμίδια και τη μόνιμη υγρασία στο ισόγειο.

Με όλα αυτά, δεν ήξερα ακόμη τίποτα για τις Συμπληγάδες της ζωής, για τα ξεροπήγαδα του χωριού, για τα άγονα χωράφια, για τους ταπεινωμένους, για την κοινωνική αδικία, για τον αγώνα επιβίωσης, για τη ροζιασμένη φτέρνα και το ξύλινο αλέτρι.

Το λίγο φως που είχα στα παιδικά μου χρόνια και που δυνάμωσε με τον καιρό ερχόταν από τον ορίζοντα του ουρανού που έσμιγε με τις κορυφές του Ταϋγέτου, τα παραμύθια και τους θρύλους που μου διηγόταν η μανιάτισσα στην καταγωγή γιαγιά μου Ευφροσύνη Κουμουτσίδη, το γένος, μάνα του πατέρα μου. Ήμουν τεσσάρων ετών, όταν ο πατέρας μου, μ’ έπιασε από το χέρι και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας με οδήγησε μπροστά στις δεσποτικές εικόνες. Η γλυκύτητα του προσώπου της Μητέρας του Θεού και το βλέμμα του Χριστού έβαλαν μέσα μου ένα ακαθόριστο αίσθημα της θείας Πρόνοιας, ένα αίσθημα που στην πορεία θα αναπλάσει μέσα μου τον πρωτογονισμό του φυσικού αισθήματος σε έναν καλύτερο, πνευματικότερο κόσμο του ενθάδε. Μέσα από αυτά κα άλλα πολλά της παιδικής ηλικίας, όπως όταν ακούγαμε κάποιο τραγούδι από σπασμένους δίσκους γραμμοφώνου, όταν νοιώθαμε το ανατρίχιασμα του Μάη στον ίσκιο της μουριάς ή πηδούσαμε τους φράχτες για να πιάσουμε το αερόστατο ή ακόμη και να κόψουμε τα αγίνωτα κορόμηλα από τον ξένο κήπο, αναζήτησα το «πρόσωπό» μου, την άπλαστη ταυτότητά μου.

Οι σελίδες του βιβλίου της ζωής γύριζαν κάθε φορά που το ρολόι του χρόνου, με μια απερίγραπτη συνέπεια, χτυπούσε την ώρα. Την αγαθότητα, την ανεμελιά και τις χίμαιρες του μικρού παιδιού ερχόταν να αναταράξει η γνώση από τις διηγήσεις της γιαγιάς για τη θύελλα του μεγάλου πολέμου, για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, για τον ξεριζωμό των Ελλήνων, για τον γυρισμό στο χωριό του αιχμάλωτου πατέρα μου.

Ήταν μια μέρα του Φθινοπώρου του 1923, όταν ένας άνθρωπος, μόλις εικοσιτεσσάρων χρονών, που έμοιαζε από τις κακουχίες με ανθρώπινο φάντασμα, περπατούσε αργά στο δρόμο από τη Σπάρτη κατά το νοτιά. Στο βάθος κάθε τόσο πρόβαλλαν και άλλες τραγικές φιγούρες Ελλήνων στρατιωτών, απομεινάρια της μεγάλης στρατιάς στη Μικρά Ασία.

―Μήπως είσαι ο αδερφός μου; Ρώτησε τον ταλαίπωρo εκείνο άνθρωπο, που έσερνε ρακένδυτος αργά τα πόδια του στον ατέλειωτο δρόμο, καθώς ερχόταν οδοιπόρος από την Τρίπολη. Έσπασε η καρδιά. Τα δύο αδέρφια, ο Γιώργης, ένας εξαθλιωμένος χθεσινός αιχμάλωτος, και ο μικρότερος, ο Λεωνίδας, έχυσαν πολλά δάκρυα στα χαλίκια του δημόσιου δρόμου. Βόγγηξε ο αναστεναγμός του αιχμάλωτου. Σαν περνάω ακόμα και σήμερα από το σημείο εκείνο που λέγεται «Κουρκούλες», κάπου τέσσερα χιλιόμετρα από τη Σπάρτη, χαμηλώνω τα μάτια, κάποτε μ’ ένα βαθύ στεναγμό.

[...] 

 

Δημήτρης Γ. Κατσαφάνας

 

Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΖΗΣΑ

(κοιτάζω τις ώρες μου και θυμάμαι)

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Έκδοση Εκκλησιαστικής Βιβλιοθήκης Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, Σπάρτη 2019

(Εκτός εμπορίου) 

 

Απόσπασμα από τα εισαγωγικά του κεφαλαίου
Α. ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΘΕΣ, σσ. 15-18


Οδός Εμπόρων