Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Απολογήσου στις ψυχές των αθώων!» της είπε ο νεανίας και κάθισε στην άκρη
Ατέλειωτο φαινόταν αυτό το στενόμακρο τούνελ που οδηγούσε σ’
αυτό το ελκυστικό εξωπραγματικό φως. Η βασίλισσα ένιωθε κάποιον να την κρατά στα χέρια του και να
τη σπρώχνει απαλά προς το φως. Απόκοσμες όμορφες μελωδίες έφταναν στ’ αυτιά της και
γνώριμες φωνές, όπως του συζύγου της, που την καλούσαν να σπεύσει προς τη
φωτεινή άκρη. Ξαφνικά ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα και βρέθηκε σ’ έναν τόπο
άφατης ευτυχίας. Γύρω της χαρούμενες φωτεινές μορφές και απόηχοι δοξαστικών
ύμνων προς κάποιο μεγάλο βασιλέα. «Θαυμάσια! Κάποιος από τον βασιλικό κλάδο υμνείται εδώ!
Κάποιος δικός μας! Θα με φροντίσει
φαντάζομαι με τον καλύτερο τρόπο, αφού είμαι η μακροβιότερη βασίλισσα της
Ευρώπης!». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της κι ένας
λαμπροφορεμένος νεανίας με αυστηρή όψη την πήρε από το χέρι και την οδήγησε σ’
ένα μέρος όπου συνωστίζονταν χιλιάδες άνθρωποι όλων των φυλών και όλων των
χρωμάτων. «Απολογήσου στις ψυχές των αθώων!» της είπε ο νεανίας και
κάθισε στην άκρη. «Μα εγώ δεν έχω κάνει κακό σε κανένα» ψέλλισε η βασίλισσα.
«Άσκησα τα καθήκοντά μου με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και δικαιοσύνη. Προς τι
αυτή η δήθεν απολογία;». Ένας υπόκωφος μυριόστομος θόρυβος ακούστηκε τότε από την
ανθρώπινη πλημμύρα. «Μας εκμεταλλεύτηκες! Ζήσαμε μέσα στη φτώχεια, την πείνα και
τις αρρώστιες! Μας βασανίσατε απάνθρωπα! Μας σκοτώσατε πάνω στο άνθος της
ηλικίας μας!», ακουγόταν μέσα από το ανθρώπινο συνονθύλευμα και οι σκληρές
κατηγόριες έρχονταν κι έφευγαν σαν τα κύματα της αναστατωμένης θάλασσας. Η βασίλισσα μούδιασε. Κοίταζε όλους αυτούς τους ανθρώπους,
άνδρες και γυναίκες, νέα παιδιά που ολόλυζαν και την κατηγορούσαν ασταμάτητα,
ζητώντας δικαιοσύνη και ξεροκατάπινε χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό
της. Μέσα από το πλήθος ξεχώρισαν μερικά μελαχρινά παλικάρια από
19 έως 24 ετών. «Είμαι ο Ανδρέας Δημητρίου! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Μιχάλης Καραολής! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Ανδρέας Ζάκος! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να ζήσω
ελεύθερος!». «Είμαι ο Ιάκωβος Πατάτσος! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Χαρίλαος Μιχαήλ! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Μιχάλης Κουτσόφτας! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Στέλιος Μαυρομάτης! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Ανδρέας Παναγίδης! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα να
ζήσω ελεύθερος!». «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης! Με απαγχονίσατε γιατί ήθελα
να ζήσω ελεύθερος! Ήμουν 19 χρονών και ήσουν μια νέα βασίλισσα! Ούτε καν
απάντησες στο γράμμα των δικηγόρων μου που ζητούσαν να μου δώσεις χάρη!». «Είμαστε Κύπριοι Αγωνιστές! Θαμμένοι στην αυλή των φυλακών
της Λευκωσίας, όπου μας κρεμάσατε! Είμαστε τα φυλακισμένα μνήματα!», είπαν όλοι
μαζί εν χορώ! Η βασίλισσα χλόμιασε. Τα χέρια της έτρεμαν. Ήθελε να πει
κάτι να υπερασπιστεί τον εαυτό της μα δεν έβρισκε λέξη! Ο συνοδός της την πήρε αποφασιστικά από το χέρι και την
έσυρε προς ένα σκοτεινό και ζοφώδες μέρος απ’ το οποίο ακούγονταν οιμωγές,
κλάματα και στεναγμοί. Το λαμπρό φως που έβλεπε απ’ το τούνελ της εισόδου της στον
άλλο κόσμο φαινόταν πέρα μακριά και η επιθυμία να πάει κοντά του γινόταν
βασανιστική, αφού ήταν ανάξια να σταθεί κοντά του. Μια φωνή υποβλητική δονούσε το είναι της: «καθώς ακούω
κρίνω, και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. ε΄ 30-ς΄ 2). Ήταν η τελική κρίση για την ψυχή της μακροβιότερης κάποτε εν
κόσμω βασίλισσας. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΑΚΟΣ