Vekrakos
Spartorama | «Μήπως το παρακάναμε με την Επίδαυρο;»

«Μήπως το παρακάναμε με την Επίδαυρο;»

Spartorama 15/08/2022 Εκτύπωση Άρθρα Θέατρο Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός
«Μήπως το παρακάναμε με την Επίδαυρο;»
Tι ακριβώς θέλουμε στην Επίδαυρο; Μία θεατρική… τηλεόραση (νεότερο φρούτο κι αυτό, με την διά τηλεοπτικών σειρών επιδραστικότητα των πρωταγωνιστών), μια εικόνα, έναν «μοντερνισμό» για τον «μοντερνισμό» ή την ουσία του Λόγου;
Οδός Εμπόρων

Εκείνου που δίπλα στο Ασκληπιείο της αργολικής γης θεωρούνταν, μέσα στο «ωραιότερο θέατρο του κόσμου», και ως ιαματικός;

«Πάμε, ρε συ, να δούμε την (τάδε) παράσταση, στην Επίδαυρο», με παρότρυνε πρόσφατα ένας φίλος. «Είδα τις εικόνες και νομίζω ότι εικαστικά θα είναι σούπερ. Και τίποτα να μην λέει η παράσταση, θα δούμε ωραίες εικόνες».

Έχει τα δίκια του κι αυτός. Στην εποχή της εικόνας μπορεί ακριβώς αυτή, η εικόνα, να είναι και το ζητούμενο και η ανταμοιβή του θεατή της.

Όμως, είναι αυτό, πραγματικά, η Επίδαυρος; Είναι αυτή η χρήση της; Έτσι ξεκίνησαν, πριν από 68 χρόνια, τα «Επιδαύρια»;

Δεν ήταν ο αρχικός στόχος να ακουστεί ύστερα από 2.500 χρόνια σιωπής ξανά ο λόγος των αρχαίων ποιητών; Διαχρονικός, σφριγηλός, συνοπτικός, αιχμηρός, ακόμη και αενάως «διδακτικός» (κι ας μη διαβάζεται ευχάριστα η λέξη). Δεν ήταν ο στόχος να ακουστεί ξανά ο λόγος, ό,τι – υπεραρκετό – μας έχει μείνει από τις αρχαίες παραστάσεις, κι ας μην ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για κείνες; Ξέρουμε, όμως, πολλά για τους ποιητές και την ποίησή τους, η οποία θεωρείται θεμέλιο όχι μόνον της παγκόσμιας θεατρικής τέχνης και αγωγής, αλλά και του Πολιτισμού.

Σκέψεις και ερωτηματικά από έναν επί χρόνια θεατή των «Επιδαυρίων» και της εξέλιξής τους τις τελευταίες δεκαετίες. Έναν θεατή που χειροκρότησε, απογοητεύτηκε, συγκινήθηκε, δυσανασχέτησε, προβληματίστηκε, ακόμη και αποχώρησε από παραστάσεις (να τα λέμε κι αυτά).

Κυρίως, όμως, προσπάθησε να ακούει το… εν αρχή. Τον Λόγο. Για τον οποίο έγινε και η αναβίωση «του ωραιότερου θεάτρου στον κόσμο». Κάτι που τεκμηριώνουν και μοναδικά τεχνικά στοιχεία, όπως η περίφημη ακουστική του.

Στα χρόνια που πήρε τα πάνω της η λεγόμενη (στη σύγχρονη αργκό του θεάτρου) «σκηνοθετίλα» ακόμη κι αυτά αρχίζουν να καταστρατηγούνται. Όσο να γίνει «καθεστώς» και η καταστρατήγηση.

Βάζουν μικρόφωνα, ορθώνουν τεράστια ηχεία, αλλάζουν την ακουστική του χώρου με γιγάντιες κατασκευές (χώρια η αισθητική και η γεωμετρία).

Και πέρα από αυτά. Μπαζώνουν, «γεμίζουν» τα κενά, καλύπτουν την – ιερή – θυμέλη ή την αρχαία ορχήστρα, που λειτουργεί θαυμαστά, έτσι, λιτή κι απέριττη, σε σύμπραξη με το «μαγικό», ιαματικό, κοίλον.

Πλακώνονται στα κεντρικά αρχαιολογικά συμβούλια για να βάλουν μια σκαλωσιά ή ένα τροχόσπιτο. Γεμίζουν το χώρο με φωτιστικά και εφέ. Έναν χώρο, που κάποτε – και στις απαρχές της αναβίωσης – λειτουργούσε μόνον με το φως του δειλινού…

Τον φορτώνουν με σφάγια ή με πλαστικές πισίνες, ποντάροντας στο (νεόκοπο) κιτς που έγινε «ρεύμα». Τον ντύνουν… Μεσοπόλεμο, μικροαστικό σαλόνι ή… διαστημόπλοιο (τι, δεν έχει γίνει αυτό ακόμη;). Η εποχή της εικόνας, που λέγαμε.

Εντάξει, αλλά τι γίνεται με τον Λόγο; Αφαιρούμε, αυθαίρετα, το πολιτικό νόημα των ποιητικών έργων, «από άποψη» (ή, μήπως, τεράστια άγνοια ή αδυναμία βαθύτερης ανάγνωσης;). Αυτό, σε έργα που, από γραφής, ήταν πολιτικά ή γράφτηκαν για να «στεγάσουν» τα, διαχρονικά, πολιτικά σχόλια των αρχαίων ποιητών.



Ο Βασίλης Μπισμπίκης στην «Αντιγόνη» του Τσέζαρις Γκραουζίνις που παρουσιάστηκε φέτος στην Επίδαυρο (Λυκόφως)


Αναποδογυρίζονται έργα, για να υπηρετήσουν την «ροή» της σκηνοθετικής ματιάς. Ανασκολοπίζονται τεράστια μέρη τους. Εξαφανίζονται πολλά «άχρηστα» στην πρώτη ματιά εδάφια. «Ανανεώνονται». «Εκ-μοντερνίζονται». Και, το αγαπημένο μου: «Αποδομούνται».

Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά για να αποδομήσεις, πρέπει πρώτα να δομήσεις. Πόσω μάλλον σε κείμενα που η τεράστια δύναμή τους έχει γίνει αποδεκτή ως δομική και θεμέλιο στον Πολιτισμό «μας».

Ο ίδιος θεατής, λοιπόν, που «πολλών δε… σκηνοθετών ίδεν άστεα και νόον έγνων» στην Οδύσσεια της κατανόησης του στόχου και του σκοπού στα άλλοτε «Επιδαύρια», που πλέον έγιναν Φεστιβάλ, μπορεί τουλάχιστον να θέσει ερωτήματα. Πείτε τα ρητορικά.

Τι θέλουμε από την Επίδαυρο; Το σχήμα, την εικόνα, την «εικαστική παρέμβαση», την «σκηνοθετική άποψη», το «ξαναδιάβασμα» των έργων; Ή το πρωταρχικό; Τον Λόγο;

Εκείνον που δίπλα στο Ασκληπιείο της αργολικής γης θεωρούνταν, μέσα στο «ωραιότερο θέατρο του κόσμου», και ως ιαματικός. Λόγος – ανάταση για τους θεατές; Που κάποτε – στην αρχαία Ελλάδα δηλαδή – σε κάθε παράσταση «γέμιζε» τις 14.000 θέσεις και τις ψυχές, που άκουγαν (πρωτίστως) και έβλεπαν, με τη θεραπεία της Τέχνης και του Ασκληπιού;

Ξέρω, ξέρω. Εδώ αρχίζουν οι αντιρρήσεις. Θέλεις χλαμύδες και στόμφο…

Όχι. Θα προτιμούσα να σκεφθούμε, απλώς, τι ακριβώς θέλουμε στην Επίδαυρο. Μία θεατρική… τηλεόραση (νεότερο φρούτο κι αυτό, με την δια τηλεοπτικών σειρών επιδραστικότητα των πρωταγωνιστών), μια εικόνα, έναν «μοντερνισμό» για τον «μοντερνισμό» ή την ουσία του Λόγου; Το πραγματικό διάβασμα των έργων;

Να φεύγουμε παίρνοντας μαζί μας τον θαυμασμό για τις εικόνες, τα πρόσωπα, τα εφέ και την «άποψη»; Ή το δέος απέναντι στον συναρμοσμένο, βαθιά πολιτικό, αιχμηρό, ευθύβολο λόγο των αρχαίων ποιητών;

Να λέμε «αχ, πόσο εντυπωσιακό σκηνικό» ή «αχ, επιτέλους κατάλαβα τι ήθελε να πει ο Ευριπίδης»; Κατανόησα, δηλαδή, το σημαίνον και το σημαινόμενο;

Το θέμα δεν είναι πόσο «γοήτευσε», σε ποιους και σε πόσους άρεσε η τάδε ή η δείνα παράσταση. Δεν είναι τα sold out και η «εγγυημένη επιτυχία της περιοδείας». Πόσο πολύ ακούγεται το τάδε ή πόσο «έσκισε». Το θέμα είναι το πρωταρχικό: Τι ακούγεται. Ούτε καν το πώς…

Έχει ειπωθεί ότι «το παρελθόν είναι ένας θησαυρός για το μέλλον». Αυτή η φράση δεν θα μπορούσε να ταιριάζει καλύτερα από ό,τι στο διαχρονικό αρχαίο ελληνικό δράμα. Ίσως όμως εκεί, στο παρελθόν – θησαυρό, να βρίσκεται και το κλειδί για τις απαντήσεις στο μέλλον.

Κι αυτό δεν θα μπορούσε να ταιριάζει καλύτερα από ό,τι στα «Επιδαύρια». Όπως τα βάφτισε ο (κριτικός του θεάτρου, μεταφραστής και δοκιμιογράφος) Αιμίλιος Χουρμούζιος, «δια να λείψη το ξενόγλωσσον “Φεστιβάλ”».

Για το φινάλε αυτών των σκέψεων, αλλά και για να αντλήσουμε, ίσως, απαντήσεις για το μέλλον και για το ερώτημα «μήπως το παρακάναμε στην Επίδαυρο;», πάμε πίσω στο παρελθόν των «Επιδαυρίων».

Στο καλοκαίρι του 1938, δηλαδή 110 χρόνια μετά τις πρώτες αρχαιολογικές διερευνήσεις στην Επίδαυρο και 50 μετά την συστηματική ανασκαφή.

Πίσω, στην πρώτη «ολοκληρωμένη» παράσταση στο αρχαίο θέατρο, με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη. Με την Κατίνα Παξινού, την Ελένη Παπαδάκη και το Μάνο Κατράκη. Σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη. Δίχως σκηνικό. Μέσα στο δείλι της – ιαματικής – Επιδαύρου.



Αλέκος Αλεξανδράκης και Θάνος Κωτσόπουλος στον «Ιππόλυτο» στην Επίδαυρο, το 1954


Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ο σπουδαίος ερευνητής της ελληνικής αρχιτεκτονικής, αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος εκπονεί μελέτη «αναστηλώσεως συγκεκριμένων τμημάτων του μνημείου, με στόχο την “αναζωογόνησιν” της διδασκαλίας αρχαίων δραμάτων». Ιδού, λοιπόν, ο πρώτος στόχος. Εκπεφρασμένος.

Ένα άλμα στον χρόνο, πάνω από τον Πόλεμο, τον Εμφύλιο και τα δεινά τους. Στην 11η Ιουλίου του 1954. Όταν το Εθνικό Θέατρο του μεγάλου δασκάλου Ροντήρη δίνει, ουσιαστικά, το εναρκτήριο λάκτισμα γι’ αυτό που σήμερα λέγεται «Φεστιβάλ Επιδαύρου».

Με έναν «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, ιστορικό. Πρωταγωνιστής, ο 26χρονος Αλέκος Αλεξανδράκης, ζεν πρεμιέ της εποχής (που του πετούσαν τα κορίτσια στην ορχήστρα χαρτάκια με τα τηλέφωνά τους – ως σταρ, αν και όχι ακόμη τηλεοπτικός).

Τη μουσική υπογράφει ο διεθνής Δημήτρης Μητρόπουλος και στην ζωντανή ορχήστρα βρίσκεται, ως μουσικός, ο Μίκης Θεοδωράκης. Αφήνω τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου: Θάνος Κωτσόπουλος, Αλέκα Κατσέλη, Κάκια Παναγιώτου, Έλσα Βεργή, Στέλιος Βόκοβιτς.

Αφήνω τον Χορό, για τον οποίο ο Ροντήρης ανακάλυψε σε σχολές χορού δύο χορεύτριες ηθοποιούς: τη Μάρω Κοντού και τη Μαίρη Χρονοπούλου. Όπως και τον σπουδαστή, ακόμη, Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

Αφήνω το άγχος του νομάρχη Αργολίδας, όπως το μετέφερε στον υπουργό Γεώργιο Ράλλη: μήπως… γκαρίξουν κάποια από τα 10.000 γαϊδούρια της περιοχής, εν ώρα παράστασης.

Αφήνω μύθους και παραμύθους και μένω στην ουσία. Της ζύμωσης με τον λόγο, που ζητούσε ο Δημήτρης Ροντήρης. Της εξαντλητικής πρόβας, όσο να επιτευχθεί η «σωστή εκφορά» και να «ακούγεται» ο λόγος, σε ένα αρχαίο θέατρο, περίφημο για την ακουστική του. Γεμάτο, με την προσμονή 15.000 θεατών από όλη την Ελλάδα, που πρωτοταξίδεψαν ως την Επίδαυρο για κείνον τον «Ιππόλυτο».

Όλα μέσα στο φυσικό φως του απογεύματος και του δειλινού.

Κρατάω, από όλα, μόνον την αφήγηση του Αλέκου Αλεξανδράκη για την επίδραση όλης αυτής της διαδικασίας ανάγνωσης, κατανόησης, εκφοράς, ευθύβολης «τόξευσης» του λόγου. Και τον σεβασμό του:

«Ο Ροντήρης με δούλεψε τόσο έντονα και μου έμαθε τις τεχνικές, τους τρόπους έκφρασης για ένα τόσο μεγάλο θέατρο και τα μυστικά του. Είχα εξοικειωθεί σιγά σιγά και από την επαφή μου μ’ αυτόν τον ιερό χώρο. Ζήσαμε εκεί για έναν μήνα περίπου, ίσως και παραπάνω. Αγαπήσαμε το θέατρο. Φυτεύαμε, ποτίζαμε, βγάζαμε τα αγριόχορτα που είχαν φυτρώσει στις κερκίδες…».

Όποιος ζητάει α-ληθινή απάντηση για τα τόσα ερωτήματα και το μέλλον της Επιδαύρου, ίσως κάπου εκεί μέσα θα τη βρει.

 

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης, Protagon.gr


Οδός Εμπόρων