Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Κουμπάρα, είσαι ο Τριηρόγιαννης του χειμώνα»
Οι ευχές μας δεν ευοδώνονται! Αλλά μπορεί αυτό το «δεν» και
να μην ισχύει. Ποιος ξέρει… ίσως να πραγματώνονται κάπου αλλού… Το κείμενο που
ακολουθεί –μνήμη Γιάννη Τριήρη– διαβάστηκε στην εκδήλωση που οργάνωσε η
Πνευματική Εστία Σπάρτης, λίγες μέρες πριν από την εκδημία του, στην οποία
μίλησαν και οι καρδιακοί του φίλοι: Αγγελική Βουλουμάνου, Βασίλης Γεωργιάδης
και Δημήτριος Ξανθάκος. Γιάννης Τριήρης «Όλα επί των ημερών μου» (μνήμες με χιούμορ και συμπάθεια),
Σπάρτη 2021 Ευχαριστώ την Πνευματική Εστία Σπάρτης για την τιμητική
πρόσκληση. Την ευχαριστώ για την αποψινή εκδήλωση, επειδή γνωρίζει πώς να τιμά
και τα ενεργά μέλη της, όπως είναι ο Γιάννης Τριήρης, που της έχει προσφέρει
πολλά. Νομίζω ότι το ωραιότερο, καλύτερα το «αληθινό», κείμενο που θα μπορούσε
να γραφεί για τον Γιάννη, το έγραψε ήδη ο Πρόεδρος της Εστίας, Βασίλης
Γεωργιάδης, και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα. Το «ευχαριστώ» μου έχει πολλές προεκτάσεις. Εδώ περιορίζω
τις αναφορές μου: «Ευχαριστώ», λοιπόν, που μου δίνεται η ευκαιρία να είμαι
παρούσα σε μια εκδήλωση που τιμά τον Γιάννη Τριήρη, κουμπάρο μου, που και με
τις ευχές του ευοδώθηκε η ένωση δυο ανθρώπων. Αλλά με τον Γιάννη με δένουν πολύ περισσότερα, άλλα
ομολογημένα στον ίδιο κι άλλα ανομολόγητα. Οπωσδήποτε η αγάπη μας για τα
Τσίντζινα. Δεν είναι τυχαίο ότι μου έχει απονείμει τον τιμητικό τίτλο:
«Κουμπάρα, είσαι ο Τριηρόγιαννης του χειμώνα». Αφού εγώ παραμένω στο χωριό
–μόνιμα πια– όταν ο ίδιος «κατηφορίζει» από το βουνό στον κάμπο, στις 28
Οκτωβρίου. Ευχαριστώ και τον Βασίλη Γεωργιάδη, για όσα προείπα, αλλά,
κυρίως, γιατί επιμελήθηκε το βιβλίο του Γιάννη. Η επιμέλεια δεν είναι μια απλή
διαδικασία. Απαιτεί γνώσεις –και εξειδικευμένες γνώσεις–, τεταμένη προσοχή και
πολλή αγάπη. Διέθετε και τα τρία εφόδια. Το βιβλίο του Γιάννη Τριήρη, «Όλα επί των ημερών μου»
(μνήμες με χιούμορ και συμπάθεια), διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος,
εκτός από τον «Πρόλογο» περιλαμβάνονται τα κεφάλαια: ετοιμολογικό με -οι κι όχι με
-υ, για την ετοιμότητα δηλαδή του λόγου του Ιωάννη, του γράφοντος, κι όχι για
το έτυμο, την ετυμολογία των λέξεων. Στο δεύτερο μέρος σταχυολογούνται κείμενα
από όσα γράφηκαν και ειπώθηκαν για το πρώτο του βιβλίο Τσίντζινα-μνήμες και
χιούμορ. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου
του βιβλίου. Αλλά και ο χαρακτήρας του διατυπώνεται ευθύς εξαρχής με τον
υπότιτλο στο εξώφυλλο: (μνήμες με χιούμορ και συμπάθεια). Κατάθεση μνήμης,
λοιπόν. Και πράττει ορθά! Γιατί η λήθη, κατά τους Ορφικούς, αποδεικνύεται
«βλαψίφρων», βλάπτει δηλαδή τη φρόνηση. Ενώ η μνήμη καθιστά τον λογισμό
«ευδύναμον και κρατερόν». Ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του, οι άνθρωποι και
τα πράγματα, υπάρχουν όταν και όσο θυμόμαστε. Αλλά πώς θυμάται ο Γιάννης και πώς μάς καταθέτει τις μνήμες
του; Με «χιούμορ και συμπάθεια». Για τη σημασία του χιούμορ, πάντα με
εντυπωσιάζει η επιχειρηματολογία του Μίλαν Κούντερα, όπως την καταγράφει σε δυο
τουλάχιστον βιβλία του, στα οποία πέρα από την αμφισημία που αποδίδει σε ό,τι
το χιούμορ αγγίζει, αποφαίνεται ότι το χιούμορ γέννησε το μυθιστόρημα, που από
την ουσία του δεν υποτάσσεται σε ιδεολογικές βεβαιότητες, αλλά αντιφάσκει προς
αυτές. Το χιούμορ του Γιάννη είναι ξεχωριστό· αιχμηρό αλλά ποτέ
γκροτέσκο, πικρό, όταν υποδόρια αμφισβητεί κατεστημένες αντιλήψεις ή
καταδικάζει τη ματαιοδοξία και τις μωροφιλοδοξίες μας. Πάντα όμως κομψό και
ανάλαφρο και, κυρίως, με «συμπάθεια» (συν+πάσχω) προς τους ανθρώπους που
πρωταγωνιστούν στα στιγμιότυπα που παραθέτει. Μια ηχώ από το παρελθόν που αναδύει εικόνες, πρωτίστως στην
καρδιά μας, που, κι όταν τις επεξεργάζεται ο νους πάλι εκεί θα τις εναποθέσει.
Πράγματα και καταστάσεις, κυρίως πρόσωπα, που με μια κουβέντα, ένα αστείο,
καθιστούν τους τοτινούς παρόντες. Κι εμάς, τους τωρινούς αναγνώστες, να τους
υποδεχόμαστε μ’ ένα χαμόγελο. Και δεν είναι μόνο αυτό –είναι και αυτό, ότι,
ειδικά στις μέρες μας, αυτό το χαμόγελο το έχουμε ανάγκη– είναι που το χαμόγελο
αυτό κεντά την ύπαρξή μας από πολλές γωνιές της. Ο Γιάννης μιλάει για το σπίτι μας. Για τη μικρή γωνιά μας
μέσα στον κόσμο. Κι όταν επιστρέφουμε σ’ αυτό, οι αναμνήσεις μας ζωντανεύουν,
μας δίνουν δύναμη, μας επιβεβαιώνουν ότι αυτό που ζήσαμε παραμένει ζωντανό.
Ακόμη και την ευρύχωρη ιστορία του τόπου μας από τις αφηγήσεις του στενάχωρου
σπιτιού μας τις πρωτοβιώσαμε. Μοιάζει σαν να μαζευόμαστε ξανά, σαν να μην
είμαστε σκόρπιοι και ανέστιοι. Εικόνες του βιωμένου χώρου (και χρόνου). Και είναι ο χώρος,
ο βιωμένος χώρος, που υποδαυλίζει και τον χρόνο. «Με το να θυμόμαστε σπίτια και
κάμαρες, μαθαίνουμε να κατοικούμε μέσα στον εαυτό μας» (Gaston Bachelard). Μια
αντίστιξη στην εποχή μας, όπου ο χώρος ούτε βιωμένος είναι, ούτε υπαρκτός· αλλά
εικονικός, πλασματικός, υποκατάστατος, διαδικτυακός. Μακάρι και οι επόμενες γενιές, όταν εμείς δεν θα είμαστε εδώ
παρόντες, να διαβάζουν το βιβλίο του Γιάννη, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι
υπάρχουν ιστοί, στημόνια που εξυφαίνουν το πανί, από τη μια στην άλλη γενιά, με
υλικά και χρώματα που ομολογούν έναν κοινό αξιακό κώδικα, στον οποίο
προτάσσεται ο άνθρωπος, ο συλλογικός βίος, η ζωντανή παρέα, το χιούμορ, η
συμπάθεια, η αξία της στιγμής. Κάθε φορά που συναντούσα τον Γιάννη στο Καφενείο του
Μοτίβου, στα Τσίντζινα, ο διάλογος ήταν πάντα ο ίδιος: - Κουμπάρα, τι θα σε κεράσω; - Τι θα σε κεράσω εγώ, Γιάννη μου… όλο εσύ θα με κερνάς; - Μα εσύ με βρήκες εδώ… και να εύχεσαι πάντα να με βρίσκεις! Αυτό εύχομαι! Να σε βρίσκω στο Καφενείο στα Τσίντζινα, να με
γκρινιάζεις πρώτα που δεν κατεβαίνω στην αγορά και μετά να μου δίνεις «ραπόρτο»
για τα νέα του χωριού. Κι ακόμη σου εύχομαι την τρίτη συνέχεια τού εν εξελίξει
βιβλίου να την παρουσιάσουμε στην πλατεία του χωριού, με όλες και όλους μας,
παρούσες και παρόντες! Από ανάρτηση στα ΜΚΔ της Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη