Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Πρόκειται απλώς για μια εσωτερική ανάγκη, (σ.σ. αυτή του αρθρογράφου ή δοκιμιογράφου), όπως αυτή των ποιητών, να χτίσουν γέφυρες επικοινωνίας με το κοινό, το οποίο επιλέγει - θα τονίσω και πάλι - να διαβάσει τα δημοσιεύματά τους»
Ο μύθος του σπηλαίου του Πλάτωνα θεωρείται παγκοσμίως ένας
από τους σημαντικότερους, με πολλαπλά μηνύματα, ερμηνείες, συμβολισμούς και άλλους τόσους αποδέκτες. Ο μύθος αυτός
διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιον τρόπο από
την παιδική τους ηλικία, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο.
Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, παρά μόνο
μπροστά. Πίσω τους, ωστόσο, είναι αναμμένη μια φωτιά. Έτσι, οτιδήποτε
συμβαίνει πίσω τους αναπαριστάνεται ως
σκιά στον απέναντί τους τοίχο. Επειδή οι άνθρωποι αυτοί, σε ολόκληρη τη ζωή
τους, τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την
εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγματα και
επομένως η αλήθεια. Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους του
σπηλαίου, κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω
στη γη θα αντικρύσει το φως του ήλιου, θα δει τα αληθινά πράγματα, θα καταλάβει
την πλάνη στην οποία ζούσε, όσο ήταν μέσα στη σπηλιά. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι
σύντροφοί του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ακόμη
ζουν βυθισμένοι μέσα στην πλάνη τους. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο απελεύθερος αυτός δεσμώτης, που συμβολίζει τους πνευματικούς
ανθρώπους, έχει χρέος να βοηθήσει τους υπόλοιπους, ακόμα και αν χρειαστεί να
εξαναγκαστεί, μιας και συνήθως είναι απρόθυμος, φοβούμενος τις αντιδράσεις τους
(υπαινιγμός για τον θάνατο του Σωκράτη).
Κάνοντας μια μικρή απόπειρα ερμηνείας του μύθου,
διαπιστώνουμε πως ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο δεσμώτης, ο οποίος
εμπιστευόμενος την εικόνα και τις αισθήσεις του και αδιαφορώντας για το
συνάνθρωπο και τα κοινά, πέφτει συχνά θύμα χειραγώγησης. Δεν είναι δύσκολο να
σκεφτεί κανείς πως μια βασική αιτία της
πλάνης του, εκτός των άλλων, στη σύγχρονη εποχή είναι και ο ρόλος των ΜΜΕ,
ειδικά τα τελευταία χρόνια λόγω του διαδικτύου. Aυτό, όμως, συμβαίνει μόνο όταν
τα μέσα αυτά είναι τα ίδια ετεροκατευθυνόμενα, εξυπηρετώντας σκοπούς και
συμφέροντα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο σύγχρονος αναγνώστης να έχει γίνει
υπερβολικά καχύποπτος και άδικα, σε κάποιες περιπτώσεις, επικριτικός με τα
δημοσιεύματα, με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, δηλαδή να διστάζουν
οι απλοί άνθρωποι να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους υπό το φόβο της
υποτίμησης ή του χλευασμού, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που καθιστούσε τον
απελεύθερο δεσμώτη απρόθυμο να καθοδηγεί, ως πνευματικός άνθρωπος, τον
απαίδευτο λαό. Από την πλευρά μου, πιστεύω πως ένας άνθρωπος, αρθρογράφος ή
δοκιμιογράφος, συνήθως, το μόνο που επιθυμεί είναι να μοιραστεί με τους όποιους
και όσους αναγνώστες (άλλωστε κανείς δεν διαβάζει κάτι με τη βία) τις σκέψεις
του, να τις εξωτερικεύσει, να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες και - εκτός
ελαχίστων περιπτώσεων - δεν αποβλέπει
στο να πείσει ή να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη. Πρόκειται απλώς για μια
εσωτερική ανάγκη, όπως αυτή των ποιητών, να χτίσουν γέφυρες επικοινωνίας με το
κοινό, το οποίο επιλέγει - θα τονίσω και πάλι - να διαβάσει τα δημοσιεύματά
τους. Έτσι, αν κάποιος αναγνώστης συμφωνεί με τις απόψεις του γράφοντος, αυτός νιώθει χαρά και
ικανοποίηση. Αν κάποιος όμως διαφωνήσει επιχειρηματολογώντας, τότε ο συγγραφέας
νιώθει ευτυχία, γιατί εξαιτίας του ή χάρη σ’ αυτόν, κάποιος προβληματίστηκε και
με αυτόν τον τρόπο του δίνεται η ευκαιρία να ενταχθεί στη χορεία όλων αυτών των
σκεπτόμενων ανθρώπων, των ενεργών και χρήσιμων πολιτών. Όλα αυτά βέβαια με την
προϋπόθεση ότι και οι δύο πλευρές «συνομιλούν» με βάση το σεβασμό, την ευγένεια
και την ουσιαστική επιχειρηματολογία. Και τότε θα μπορούμε
να είμαστε σωστοί αναγνώστες, γιατί θα διαβάζουμε κείμενα γραμμένα με
πραγματικά ελεύθερη σκέψη και όχι υπό τον φόβο κακοπροαίρετης κριτικής. Ας
εξασφαλίσουμε την παρρησία σε κάθε συγγραφέα, όπως τη εννοούσαν οι πρόγονοι και
θα κερδίσουμε όλοι, και συγγραφείς και αναγνώστες. Διαφορετικά και
χαριτολογώντας, θα πρέπει να εφαρμοστεί η πρόταση του Σωκράτη περί εξαναγκασμού
των φιλοσόφων και αυτό δεν είναι εφικτό… Κονίδη Ευγενία, φιλόλογος