Vekrakos
Spartorama | «Επί τη επετείω» των 77 χρόνων του ολοκαυτώματος της Ζούπενας

«Επί τη επετείω» των 77 χρόνων του ολοκαυτώματος της Ζούπενας

Βασίλειος Βλαχάκος 14/06/2021 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Λακωνία
«Επί τη επετείω» των 77 χρόνων του ολοκαυτώματος της Ζούπενας
Η ομιλία από τον Βασίλη Βλαχάκο
Οδός Εμπόρων

Μετά από θεόπνευστο κήρυγμα, όπως κάθε φορά, την αρχιερατική Θεία λειτουργία και την επιμνημόσυνη δέηση, από τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη μας, την κατάθεση στεφάνων από τους επισήμους και την κατάθεση ψυχής όλων μας στο ηρώο, ήρθε στη μνήμη μας το αποτρόπαιο έγκλημα-ολοκαύτωμα από τα στρατεύματα Κατοχής, με τους πεσόντες του χωριού κάρβουνο μέσα στα αποκαΐδια και τις στάχτες, που με το «αιωνία η μνήμη αυτών» προβάλλεται στης μνήμης την οθόνη, το αποτρόπαιο ντοκιμαντέρ που το κατέγραψε ο φακός της Ιστορίας με πρωταγωνιστές τους Ναζί, στο κατώφλι αυτού του χωριού, για να παίξουν την τραγωδία που ήξεραν τόσο καλά, όπως στο Κοντομαρί Χανίων, στη σφαγή της Κάνδανου, στο Κομμένο της Άρτας, στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, της Βιάννου, στη σφαγή του Διστόμου, όπως και σε τόσα άλλα μέρη.

Όπως το ημερολόγιο της εκκλησίας μας είναι γεμάτο από μάρτυρες, οσίους και αγίους, το ίδιο και το ιστορικό ημερολόγιο  της πατρίδας μας είναι γραμμένο με αίμα ηρώων και αμάχων.

Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, αυτό το ιστορικό ημερολόγιο, 77 χρόνια πριν, βλέπουμε την 5η Ιουνίου 1944, εορτή του Αγίου Πνεύματος, μα για τον Άξονα μια μέρα σαν τις άλλες, ημέρα βίας, σκότους και μίσους, αιματοβαμμένη, πένθιμη, καμένη.

Που αν και στα σύνορα ήσαν αυτοί που είχαν παρουσιάσει όπλα στους στρατιώτες μας, μεταξύ των στρατιωτών και ο πατέρας μου, στη συνέχεια ό,τι είχαν πει, αυτό και έκαναν: για έναν Γερμανό νεκρό, θα σκοτώνονται εκατό Έλληνες.

Αυτό έκαναν, λοιπόν κ’ εδώ, όταν στην έξοδό τους από το χωριό δέχτηκαν έναν πυροβολισμό, βούτυρο με μέλι στο ψωμί τους, αφορμή κι αιτία, καθώς τραυματίστηκε ένας από δαύτους.

Γύρισαν αμέσως πίσω, μπήκαν στο χωριό και ρίχτηκαν με λύσσα, μίσος και χωρίς έλεος, σφάζοντας, καίγοντας, σκορπίζοντας φρίκη, κλαυθμό και οδυρμό, με τα θύματα μπορεί να μην ήσαν 118, ούτε 328 όσοι οι Άγιοι Πατέρες που η Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους σήμερα, ήσαν όμως στο σύνολό τους σχεδόν γυναίκες που δεν πρόλαβαν να κάμουν ένα άλλο χορό του Ζαλόγγου, καθώς έγιναν κάρβουνο και στάχτη όπως το χωριό και οι επιζώντες πανικόβλητοι «πήραν τα όρη και τα βουνά» κατά τη λαϊκή φράση.

Μια μέρα σαν κι αυτή, θεωρώ ότι μοιάζει πολύ με τα μυστήρια της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας. Και τούτο, γιατί μας καλεί να  μετανοήσουμε για τα λάθη και τις παραλείψεις του παρόντος, να κοινωνήσουμε από το θυσιαστήριο του παρελθόντος και να φτάσουμε στην αθανασία του μέλλοντος. 

Δεν ξέρω όμως σήμερα αν η γενιά μας είναι έτοιμη αυτής της εθνικής μετάληψης και αν η Ιστορία μας επιτρέπει να κοινωνήσομε από το άχραντο αίμα των πεσόντων.

Σήμερα δεν είμαστε εδώ για να ξύσουμε πληγές, αλλά για να επουλώσουμε και δεν θα σχολιάσουμε αυτόν που πυροβόλησε, αν έκανε αντίσταση ή όχι, γιατί είναι σαν να αυτοκτονούμε.

Ιδεολογίες πια δεν υπάρχουν παρά μόνο συμφέροντα και αμετανόητοι ιδεοληψίες. Δεξιοί, αριστεροί, δημοκράτες και όπως και τόσοι άλλοι, κανένας μας όμως δημοκρατικός πολίτης, κατά τον σοφό Αριστοτέλη.

Κανένας, λοιπόν, δεν έχει το δικαίωμα να αυτοχαρακτηρίζεται όπως θέλει και όπως τον συμφέρει, να χαρακτηρίζει τους άλλους και να χωρίζει την κοινωνία σε δύο στρατόπεδα.

Πέρα από την πανδημία που περνάμε σήμερα και την αντιμετωπίζουμε με μέτρα και πρωτόκολλα, για την επιδημία της διχόνοιας, όμως, που μας ταλανίζει αιώνες και αιώνες, όχι δεν κάνουμε τίποτα, αλλά απεναντίας κατά καιρούς την επιδιώκουμε, άλλοτε «φίλοι και σύμμαχοι» μας την προκαλούν και μας μεταχειρίζονται ανάλογα και άλλοτε οι εχθροί μας επωφελούνται, με τη πατρίδα μας να πληρώνει «τοις μετρητοίς» με αίμα τις θηριώδεις, κτηνώδεις και εγκληματικές τους πράξεις.

Κ’ εμείς πάντοτε αιώνιοι φωτοδότες, ένθερμοι πατριώτες και ηρωικοί στρατιώτες, από τη μεριά των συμμάχων ακούμε «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» και από την άλλη, οι «άλλοι» από απέναντι να μας προκαλούν ασταμάτητα και να θέλουν «τα δικά τους-δικά τους και τα δικά μας-μισακά», καθότι, σαν τους λύκους, την τρίχα τους αλλάζουν, τη γνώμη τους ποτέ. Οι μεν να γίνονται «γκρίζοι λύκοι» και οι δε να κυκλοφορούν πότε «μαύροι» και άλλοτε «ξανθοί», γερμανικοί.

Αυτοί λοιπόν οι δύο, σαν «Σιαμαία» σε δύο παγκοσμίους πολέμους ήσαν σύμμαχοι και φίλοι, και σήμερα, σαν «δίδυμα», οι πρώτοι θέλουν να πετύχουν ό,τι δεν πέτυχαν σε δύο πολέμους και οι γείτονές μας να μιλούν για «Γαλάζια πατρίδα». 

Από εμάς, λοιπόν, εξαρτάται αν θα έχουμε συνέχεια, αν θα πετύχουμε να επιζήσουμε και να δημιουργήσουμε, ή αν θα μείνουμε δίχως ταυτότητα και χωρίς Ελληνικότητα.

Αυτό που κάνει κάθε φορά, κάθε γενιά, όταν το χρέος και το καθήκον την καλεί, αυτό πρέπει να κάνουμε σήμερα κ’ εμείς, που το χρέος ειρηνικά μας προκαλεί.

Στη μεγάλη αμφισβήτηση  και σύγχυση  του σήμερα, που από τον ψυχρό πόλεμο περάσαμε στην παγερή ειρήνη και η «παγκοσμιοποίηση» μοιράζει το δίκαιο με δύο μέτρα και δύο σταθμά, που κάνουν ήρωα αυτόν που θέλουν, νικητή αυτόν που επιθυμούν, που προδιαγράφουνε τη μοίρα των μικρών κ’ εξασφαλίζουν το μέλλον το δικό τους, σήμερα πια δεν πρέπει να πιστεύουμε, όχι μόνο στ’ αυτιά μας, αλλά ούτε και στα μάτια μας.

Γι’ αυτό, σαν χριστιανοί να έχουμε στο ένα μας πλευρό την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και σαν Έλληνες στο άλλο μας πλευρό


ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ με σοφία και με πνεύμα

του Γένους την Παράδοση και τη Μυθολογία

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ με ίδρωτα και αίμα

του Έθνους μας την Ιστορία.


Καθότι σήμερα ο εχθρός είναι, δυστυχώς, ανάμεσά μας και πολλές φορές μέσα μας, αφού έχουμε να παλέψουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Γι’ αυτό  πρέπει να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη. Μια μάχη ειρηνική και πνευματική, κόντρα στη λογική των αριθμών, το  μηδενισμό  των ιδανικών, τον αφανισμό των αξιών και τον ξεπεσμό των θεσμών, καθότι είναι η νάρκη στα θεμέλια της κοινωνίας μας.

Δε θέλουμε τη λύπηση κανενός, μόνο το σεβασμό απ’ όλους. Τα σύνορά μας είναι ανοιχτά στην καλή γειτονία και τη φιλία, στη φιλοξενία και την ειρήνη, στη συνεργασία και την αλληλεγγύη, μα όμως ερμητικά κλειστά στην  υποτέλεια και την αδικία, στην εξαθλίωση της κοινωνίας και την αλλοίωση  της Ιστορίας μας, τον αφελληνισμό της φυλής μας, στους εκβιασμούς και στις παραβιάσεις, στην εγκληματικότητα, που είναι και η σκληρή πραγματικότητα. Η αγκαλιά μας είναι σε όλους ανοιχτή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να  ανοίγουν τις πόρτες μας, να μας ληστεύουν και να μας σκοτώνουν μέσα στο σπίτι μας.

Και είναι τρομερό και κρίμα, να περιθάλπουμε τους πρόσφυγες, και τα παιδιά μας να φεύγουν στην ξενιτιά για μια καλύτερη τύχη στους πέντε δρόμους, των πέντε των Ηπείρων.

Όσο για φέτος που γιορτάζουμε τη διακοσιοστή επέτειο της Επανάστασης και της Ελευθερίας της πατρίδας μας, μην ξεχνάμε όλους αυτούς που θυσιάστηκαν για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι, που συμβαίνει να μην εκτιμούμε αυτό που έχουμε και να το επιζητούμε όταν το χάσουμε.

Όσο για εσάς, φίλες και φίλοι αυτού του υπέροχου χωριού, που το πήρατε μέσα από τις στάχτες και το χτίσατε από την αρχή καλύτερο, να έχετε υγεία πνευματική και σωματική, να θυμάστε όσους θυσιάστηκαν για εσάς, γιατί από εσάς εξαρτάται αν θα μείνουν αθάνατοι και από εμάς που θα ερχόμαστε στη μνήμη τους να τους τιμάμε με την παρουσία μας.

Και τούτο, γιατί ο άνθρωπος πεθαίνει, όχι τη στιγμή που φεύγει από τη ζωή, αλλά από τη στιγμή που τον ξεχνούν οι συνάνθρωποί του, ακόμη και όταν είναι «εν ζωή». 


Όσο, λοιπόν, είναι στη μνήμη μας θα ζουν

και όσο λέμε το όνομά τους θα υπάρχουν.


Βασίλης Βλαχάκος


Οδός Εμπόρων