Vekrakos
Spartorama | «Λαογραφικά σημειώματα: Η στρωματσάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Λαογραφικά σημειώματα: Η στρωματσάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 02/06/2021 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Πολιτισμός Χρονογράφημα
«Λαογραφικά σημειώματα: Η στρωματσάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο
-Καλά, αν ήθελε ο Γιώργης, έβηχε. Αν ήθελες εσύ όμως; -Τότε του ’λεγα...: «έβηξες Γιώργη μ’»;
Οδός Εμπόρων

Δεν πα να ’χεις κοιμηθεί σε στρώματα και σε σουμιέδες και στα πούπουλα ακόμα! Άμα μια φορά κοιμήθηκες «στρωματσάδα» δεν το ’χεις ξεχάσει ποτέ.

Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι άνθρωποι είχανε ένα, άντε δυο, ξύλινα κρεβάτια με τάβλες στο σπίτι τους κι απάνω στις τάβλες ρίχνανε ένα σάισμα ή ένα «στρώμα» παραγεμισμένο με σανό ή φλέτσια καλαμποκιού, στρώνανε πάνω ένα σεντόνι ή μια κουβέρτα κι αυτό ήτανε όλο. Στα κρεβάτια τούτα κοιμούντανε οι πιο μεγάλοι του σπιτιού (άντε να βολεύανε στο πλάι και κάνα παιδί) και οι άλλοι (που δεν ήτανε και λίγοι αφού οι φαμελιές τότε κάνανε πολλά παιδιά) κοιμούντανε «στρωματσάδα»: Στρώνανε στο πάτωμα ένα σάϊσμα ή (αν δεν είχανε) μια-δυο κουβέρτες για να μην «πιαστεί» το κορμί, μαξιλάρια από την τρακάδα ή το μπαούλο, κανά σεντόνι υφαντό στον αργαλειό, κουβέρτες και παντανίες ανάλογα με τον καιρό, ξάπλωμα στο πάτωμα, κουκούλωμα και … ύπνος μέχρι το πρωί.

Τα παιδιά «τρελαινούντανε» για στρωματσάδα, γιατί το βλέπανε σαν παιχνίδι, ενώ οι μεγαλύτεροι δίπλα τους, από το κρεβάτι, το χαίρονταν κι εκείνοι και νοσταλγούσανε τα χρόνια που ήτανε παιδιά. Άλλωστε, στο μυαλό και στην ψυχή ενός παιδιού, ακόμα και οι στερήσεις, γίνονται χαρά και ευτυχία. Ήτανε φορές που τα μικρά παιδάκια θέλανε να κοιμηθούνε δίπλα στους γονείς τους και προφασίζονταν ότι φοβόντουσαν τους καλικάντζαρους, το δράκο, τα φαντάσματα … και τότε λέγανε στους γονείς τους:

-Δε θέλουμε να κοιμηθούμε μόνα μας απόψε … φοβόμαστε … θέλουμε να κοιμηθούμε μαζί σας.

-Και πώς θα χωρέσουμε όλοι στο κρεβάτι; Εσείς, τώρα, δεν είσαστε τίποτα μπεμπέκια.

Κλαψουρίζανε εκείνα …

-Να … θα στρώσουμε στρωματσάδα εδώ χάμω και θα κοιμηθούμε όλοι μαζί. Εσείς θα πέσετε στις άκρες κι εμείς στη μέση.

Και στο τέλος, βέβαια, πάντα νικάγανε τα παιδιά και τότε κάνανε τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, ευχαριστημένα και γελαστά, κρατώντας σφιχτά το χέρι του μπαμπά και της μαμάς τους.

Η στρωματσάδα ήταν απόλυτη ανάγκη όχι μόνο για τους ανθρώπους του σπιτιού που δε χωράγανε πού να κοιμηθούνε, αλλά και για τους επισκέπτες του σπιτιού. Γιατί τότε τα σπίτια μπορεί να ήτανε φτωχά, αλλά ήτανε φιλόξενα και είχανε τις πόρτες τους ανοιχτές για καθένανε που τις χτύπαγε αλλά και για όποιονε είχε ανάγκη, είτε ήτανε φίλος, είτε συγχωριανός, είτε ξένος, περαστικός, φτωχός, άρρωστος, είτε πεινασμένος … Μπορεί οι προγόνοι μας να είχανε πολλά και μεγάλα προβλήματα ζωής, όμως στο θέμα της φιλοξενίας βρίσκανε, πάντα, λύσεις. Και μια απ’ αυτές ήτανε και η «στρωματσάδα». Και μάλιστα., σχεδόν πάντα, κατεβαίνανε οι νοικοκυραίοι απ’ το κρεβάτι τους, για να κοιμίσουνε εκεί τον ξένο, κι αυτοί κοιμόντουσαν στρωματσάδα.

 

*«Ιγώ ήμαν φιλότιμος απού μ’κρό πιδί, όπως κι οι γονέοι μ’. Να τ’ς πάρ’ς τ’ν καρδιά. Ήταν το φιλότιμό μας. Δεν του λέου για παίνιες. Ας ήμασταν φτωχοί, θέλαμαν να έρθουντι ου κόσμους στου σπίτι. Κι έμησκαν ένα βράδυ, για να ξημερώσουν. Ό,τι είχαμαν να φάμι, θα ’τρωγαν κι οι μ’σαφ’ραίοι. Δεκατρία αδέρφια ήμασταν, δέκα κανονικά κι τρία αλλάδερφα.»

* Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος, λαογράφος.

 

Στα χρόνια κείνα τα παλιά όταν κάποιος έπρεπε να πάει κάπου μακριά από το σπίτι του ή το χωριό του (στην πόλη ή σε κάποιο άλλο χωριό) για δουλειές, για να προμηθευτεί διάφορα αναγκαία, για κάποιο πανηγύρι, για λόγους υγείας, για να δει συγγενείς του, για να βρεθεί σε κάνα γάμο ή βαφτίσι κλπ, κλπ. πήγαινε με το άλογο ή με τα πόδια. Και, φυσικά, όταν έφτανε, δεν ήταν δυνατό να γυρίσει το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, ακόμα κι αν είχε τελειώσει τις δουλειές και τις υποχρεώσεις του. Για να «ξενυχτίσει», λοιπόν, και να πορευτεί, πήγαινε σε σπίτια συγγενών του, συγχωριανών, γνωστών, φίλων κλπ. Ήξερε πως κανένας δεν θα τον έκλεινε έξω, όπως κι εκείνος θα έκανε το ίδιο στην ανάγκη τους, γιατί όπως λέγανε: « Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Ιδιαίτερα, αν ήτανε γιορτή που πανηγύριζε κάποιο μοναστήρι ή εκκλησία, υπήρχανε σπίτια που φιλοξενάγανε πολύ κόσμο κι όχι μόνο για «στρωματσάδα». Γιατί όλοι τούτοι οι φιλοξενούμενοι έπρεπε να φάνε, να πλυθούνε, ν’ αλλάξουνε, να ακουμπήσουνε τα πράγματά τους … Καταλαβαίνει, λοιπόν, ο καθένας τι γινότανε μέσα στα μικρά φτωχόσπιτα που είχανε τη φιλοξενία για τρόπο ζωής και που είχανε βάλει στην καρδιά τους εκείνο που είπε ο Χριστός: «επείνασα γάρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με…».

Ήτανε, βέβαια, και χωριά που δεν έβαναν ξένο μέσα στα σπίτια τους κι άμα είχε κανένας την ατυχία να νυχτώσει σε τέτοιο χωριό ήτανε καταδικασμένος να κοιμηθεί έξω, όπου έβρισκε τόπο. Μάλιστα, διηγούνται ότι σε κάποιο χωριό ήτανε όλοι συνεννοημένοι και κάνανε ένα κόλπο για να αποφύγουνε να πάρουνε ξένο στο σπίτι τους: Το κόλπο είχε ως εξής:

Ως συνήθως κάθε ξένος που βρισκότανε σε ένα χωριό πήγαινε στο καφενείο να πιεί έναν καφέ ή ένα τσίπουρο ή να φάει κατιτίς, σίγουρος πως εκεί θα βρεθεί κάποιος φιλότιμος να τον πάει στο σπίτι να ξενυχτίσει. Όταν, λοιπόν, σηκωνόντουσαν οι ντόπιοι να πάνε στα σπίτια τους, λέγανε του ξένου: «Θα πάμε στο δικό μου το σπίτι απόψε, να φας και να κοιμηθείς». Σηκωνότανε τότε ένας άλλος και έλεγε: «Όχι, δεν θα τον πάρεις εσύ, θα τον πάρω εγώ». Σηκωνότανε κι ένας άλλος … «Όχι, θα πάμε στο δικό μου το σπίτι απόψε». Σηκώνανε, έτσι, έναν καυγά μεταξύ τους, έκαναν ότι πείσμωναν κι έφευγαν και τον άφηναν τον ξένο μοναχό στο μαγαζί.

Τέτοια περιστατικά, όμως, ήτανε σπάνια, αφού τα περισσότερα χωριά μας και τα σπίτια είχανε τον ξένο σαν πρόσωπο ιερό, όπως, άλλωστε και οι αρχαίοι μας πρόγονοι.

Αφού, λοιπόν, καλοδέχονταν, τους ξένους στο σπιτικό τους, οι φιλόξενοι σπιτονοικοκύρηδες, πρώτα καθίζανε τους ξένους τους στο σοφρά για να φάνε. Ό,τι είχε η καλή νοικυρά το ’βγαζε στο τραπέζι. Το μόνο που την ένοιαζε ήτανε να «φχαρ’στηθούνε» αυτοί που κόπιασαν στο σπιτικό της. «Καθίστε, τώρα, να φάμε μια χαψιά» τους έλεγε. Κι εκείνοι ποτέ δεν παραπονιούντανε, γιατί καλύτερο φαγητό από το περίσσευμα της καρδιάς δεν υπάρχει. Καμιά φορά, μπορεί να σφάζανε οι νοικυραίοι (αν είχανε) και κανένα αρνί ή κατσίκι ή κότα για να βγούνε πολλά πιάτα να φάνε οι μουσαφιραίοι. Κι αφού τρώγανε και πίνανε και κουβεντιάζανε, πέρναγε η ώρα κι έβγαζε η νοικοκυρά απ’ τα σεντούκια της και τις τρακάδες της ό,τι στρωσίδια είχε και τα ’στρωνε καταγής στο πάτωμα κι αφού κάνανε το Σταυρό τους και λέγανε τα «Πατερημά» τους, ξαπλώνανε με τα ρούχα, όλοι, στρωματσάδα, ο ένας δίπλα στον άλλο (τα κεφάλια κατά τον τοίχο τα ποδάρια κατά κάτου … όχι ο ένας πάνου και ο άλλος κάτου) κι αν τους έλειπε κάτι (μαξιλάρι, σεντόνι, κουβέρτα …) και πάλι ευχαριστημένοι ήτανε αφού θα «ξημέρωναν». Κι η καλή νοικοκυρά, αν ήτανε χειμώνας, έβανε κούτσουρα στη φωτιά στο τζάκι για να ’ναι ζεστά και να τους «κολλήσει ο ύπνος». Και το πρωί σηκωνόντουσαν, ούτε νερό είχε το σπίτι μέσα ούτε τίποτα, τιναζόντουσαν λίγο, ταχτοποιούσανε όσο γινότανε τα τσαλακωμένα ρούχα τους, στρώνανε λίγο τα μαλλιά τους κι αυτό ήτανε: Νοικοκύρηδες … σαν να είχανε κοιμηθεί στο καλύτερο ξενοδοχείο. Τρώγανε και τον τραχανά που τους είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά από πολύ πρωί ξυπνημένη, ευχαριστούσανε για τη φιλοξενία και την περιποίηση και πηγαίνανε «στην ευχή του Θεού».

Η στρωματσάδα ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου: τρία, τέσσερα, πέντε … άτομα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα σώμα να ζεσταίνει το άλλο, να σμίγουνε και να κλοτσιούνται τα πόδια, γόνατα να χτυπιούνται, άλλος άναβε και τσιγάρο, η ανάσα του ενός στο αυτί του άλλου … μια κουβέντα να έλεγε ένας ζωντανεύανε όλοι. Κι εκεί μέσα στο σκοτάδι, να τα παραμύθια και οι παλιές ιστορίες και αινίγματα και σπαζοκεφαλιές και καλαμπούρια και γέλια και πειράγματα … άντε μετά να κοιμηθείς. Χάβρα των Ιουδαίων … ώσπου κάποιος να πει: «Άντε κλείστε το τώρα … θέλω να κοιμηθώ». Σιγά – σιγά λιγοστεύανε οι κουβέντες κάποιες ανάσες ακουγούντανε βαριές σημάδι πως μερικούς τους είχε πάρει ο ύπνος κι ύστερα ησυχία. Δηλαδή, ο Θεός να την κάνει ησυχία … άλλος ροχάλιζε, άλλος αναστέναζε στον ύπνο του, άλλος παραμίλαγε, άλλος έβλεπε όνειρα καλά και γέλαγε … κι από ψηλά το καντήλι στα εικονίσματα φώτιζε θαμπά τα σκοτάδια και ζωντάνευε τις σκιές.

Κι αν ήτανε χειμώνας κι έβρεχε νανουρίζονταν όλοι γλυκά από τις σταλαματιές της βροχής που έσταζαν από κάποια «χαλασμένα» κεραμίδια κι έπεφταν στο δοχείο που είχε βάλει αποκάτω, στο πάτωμα, η νοικοκυρά.

Και ρώτησε ένας μια γιαγιά του παλιού καιρού: 

-Και δε μου λες, κυρά-Γιώργαινα, εκείνο το καιρό που κοιμόταν όλη η οικογένεια στρωματσάδα σ’ ένα δωμάτιο, αν θέλατε να κάνετε τίποτα με τον κυρ-Γιώργη, πώς τα βολεύατε;

-Ε, παιδάκι μ’, περιμέναμε να κοιμηθούν οι αποδέλοιποι κι άμα ήθελε ο Γιώργης, έβηχε κι εγώ καταλάβαινα...

-Καλά, αν ήθελε ο Γιώργης, έβηχε. Αν ήθελες εσύ όμως;

-Τότε του ’λεγα...: «έβηξες Γιώργη μ’»; *

(Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος, λαογράφος)

 

Τα καλοκαίρια, η στρωματσάδα μεταφερότανε στο μπαλκόνι και κάνανε οι άνθρωποι του σπιτιού τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, με το αεράκι να χαϊδεύει τα μάγουλά τους, το φεγγάρι από απέναντι να φωτίζει τα όνειρά τους και τις φωνές του χωριού και της νύχτας (τριζόνια, γαϊδουράκια, σκύλοι κλπ) να τους νανουρίζουν γλυκά.

Εκτός, όμως, από την στρωματσάδα του σπιτιού ήτανε και η άλλη στρωματσάδα που κάνανε οι τσοπάνηδες που φυλάγανε τα ζωντανά στο γρέκι και οι ξωμάχοι που προτιμάγανε να διανυκτερεύσουνε στο χωράφι, για να σηκωθούνε το πρωί να πιάσουνε δουλειά. Βάζανε αποκάτω κλαριά, στρώνανε ένα σάισμα, βάζανε για προσκέφαλο κάτω από το σάισμα μια πέτρα πλακουτσερή η φύλλα ή κλαριά, σκεπαζόντουσαν με μια κουβέρτα ή ένα χράμι και κοιμόντουσαν στο ξενοδοχείο αυτό των εκατομμυρίων αστέρων. Το πρωί, βέβαια, που σηκώνονταν, πόναγαν όλα: χέρια, κορμί, ποδάρια … αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο, όσοι κοιμήθηκαν στρωματσάδα έξω, καταγής, όλοι θυμούνται πόσο ωραίος ήτανε αυτός ο ύπνος και κανένας δε θυμάται ότι πόναγε το κορμί τους το πρωί.

Αυτά συνέβαιναν με τη στρωματσάδα, τότε που οι άνθρωποι είχανε φτώχεια αλλά είχανε ανοιχτές τις καρδιές και τις πόρτες τους και ξέρανε να εκτιμάνε κάθε τι που τους έδινε ο Θεός, ακόμα κι αν ήταν μικρό και ασήμαντο. Όπως είπε μια άλλη θυμόσοφη γιαγιά:

*«Τώρα δεν ξέρουμι τι χαλεύουμι. Δεν μας φχαριστάει τίπουτα.»

(Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος, λαογράφος)

Σήμερα η στρωματσάδα υπάρχει μόνο στα βιβλία και στις αφηγήσεις των παλαιών. Έχουμε στα σπίτια μας πολλά, καλά και μεγάλα κρεβάτια, αλλά είναι άδεια. Ποτέ κανένας δεν κοιμάται πάνω τους. Γιατί κλειδαμπαρώσαμε τα σπίτια μας και κλειστήκαμε μόνοι μέσα στη φυλακή μας. Και μαζί κλειδαμπαρώσαμε και τις καρδιές μας. Ακόμα και για να πας να δεις το παιδί σου ή τον αδερφό σου να του πεις μια «καλημέρα» πρέπει πρώτα να πάρεις τηλέφωνο.

 

 

 

Ο έξυπνος τσοπάνης

Λαϊκό Παραμύθι από την Κρανέα Ελασσόνας

(Και ο βασιλιάς κοιμήθηκε στρωματσάδα)

 

Κάποτε στα παλιά τα χρόνια ήταν ένας βασιλιάς που ήθελε να μάθει τι λένε οι άνθρωποι γι’ αυτόν. Ξεκίνησαν λοιπόν μια μέρα με τη βασίλισσα τη γυναίκα του για τα χωριά των υπηκόων του. Φόρεσαν τα κατάλληλα φτωχικά ρούχα, πήραν το κάρο με τα ζεμένα άλογα και κατηφόρισαν μόνοι τους, χωρίς τη συνοδεία τους. Έφτασαν στο πρώτο χωριό και κατέβηκαν για μια βόλτα στην αγορά. Άκουσαν διάφορα, αλλά δεν μιλούσαν καθόλου. Στα χωριά που πήγαιναν έμεναν σε σπίτια χωρικών τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί ξεκινούσαν για το επόμενο χωριό.

Μια μέρα, καθώς περνούσαν με το κάρο σε έναν δύσβατο δρόμο του δάσους για να πάνε στο τελευταίο χωριό, τα άλογα τρόμαξαν από έναν δυνατό θόρυβο του δάσους και τινάχτηκαν ψηλά. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έπεσαν κάτω, ενώ τα ζωντανά μαζί με το κάρο συνέχισαν τον δρόμο τους.

Το βασιλικό ζευγάρι, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουν σηκώθηκαν κι άρχισαν το περπάτημα. Περπατούσαν και περπατούσαν, ώσπου κατάκοποι κάθισαν σε ένα κούτσουρο για να ξεκουραστούν. Σε λίγο από εκεί πέρασε ένας βοσκός με τα προβατάκια του και τους ρώτησε τι κάνουν μόνοι τους μέσα στο δάσος, πώς είχαν βρεθεί εκεί και μήπως περιμένουν κανέναν.

Εκείνοι του είπαν την περιπέτειά τους και ο τσοπάνης τους προσκάλεσε στο φτωχικό του για να περάσουν τη νύχτα. Η καλύβα του τσοπάνη ήταν πολύ φτωχική με καμία πολυτέλεια. Τους έστρωσε στρωματσάδα να κοιμηθούν κι ο βασιλιάς αντέδρασε, άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει:

-Κάτω θα κοιμηθώ; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ που με βάζεις να κοιμηθώ κατάχαμα;

-Και βέβαια ξέρω ποιος είσαι, πώς δεν ξέρω. Βλέπω το κεφάλι σου κάθε μέρα, αλλά δεν έχω πού αλλού να σε βάλω να κοιμηθείς. Όπως κοιμάμαι εγώ κάθε μέρα χάμω, θα κοιμηθείς κι εσύ ένα βράδυ!

-Βλέπεις το κεφάλι μου; Πού το βλέπεις;

Ο τσοπάνης βγάζει από την τσέπη του ένα κέρμα, το μοναδικό που είχε, το οποίο είχε το κεφάλι του βασιλιά πάνω και του το δείχνει.

Ο βασιλιάς κοίταξε με θαυμασμό τον τσοπάνη για το θάρρος και την εξυπνάδα του και χωρίς να πει άλλη κουβέντα, πήρε τη βασίλισσα και ξάπλωσαν στο πάτωμα για να κοιμηθούν.

Την επόμενη μέρα, λίγο πριν φύγει ο βασιλιάς, ρώτησε τον τσοπάνη αν είχε παιδιά και πού βρίσκονται.

-Έχω τρία παιδιά τα οποία είναι μικρά ακόμη και βρίσκονται στο χωριό με τη γυναίκα μου, είπε ο βοσκός.

-Όταν με το καλό μεγαλώσουν και θέλουν δουλειά, στείλ΄ τα στο παλάτι για να τα βοηθήσω και να σου ανταποδώσω τούτο το καλό που μου έκανες.

-Τα παιδιά μου, βασιλιά μου, θα τα σπουδάσω και δεν θα τα στείλω να υπηρετούν εσένα. Θέλω όταν μεγαλώσουν να βγάζουν αρκετά λεφτά από τη δουλειά τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα.

-Και τι σπουδές θα κάνουν, ώστε θα βγάζουν τόσα πολλά λεφτά, ρώτησε απορημένα ο βασιλιάς.

-Θα σου πω, βασιλιά μου. Ο ένας θα γίνει νόμιμος ψεύτης, ο άλλος θα γίνει νόμιμος κλέφτης και ο τρίτος θα γίνει νόμιμος φονιάς.

Ο βασιλιάς δεν απάντησε, αλλά έφυγε απορημένος από την καλύβα του τσοπάνη. Τριγυρνούσαν για πολύ καιρό τα λόγια του βοσκού στο μυαλό του, αλλά δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση στους γρίφους του. Ρώτησε τους σοφούς συμβούλους του για το τι να σήμαιναν όλα αυτά, αλλά ούτε κι εκείνοι μπορούσαν να φανταστούν τι εννοούσε ο τσοπάνης. Ρώτησε και άλλους σοφούς συμβούλους του διπλανού βασιλείου για τούτον τον γρίφο, αλλά ούτε κι εκείνοι έδωσαν απάντηση.

Πώς ένας αγράμματος τσοπάνης ξεστόμισε έναν τόσο δύσκολο γρίφο που κανείς δεν μπορούσε να τον λύσει, σκεφτόταν ο βασιλιάς. Πέρασε κάμποσος καιρός, μα στο μυαλό του βασιλιά τούτος ο γρίφος ήταν άλυτος. Έστειλε λοιπόν προσωπικό και κάλεσε τον τσοπάνη να έρθει στο παλάτι για να λύσει επιτέλους τον γρίφο. Έφτασε ο τσοπάνης στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και τον χαιρέτησε με σεβασμό. Ο βασιλιάς τον καλοδέχτηκε εγκάρδια και τον ρώτησε με αγωνία:

-Σε κάλεσα εδώ, καλέ μου τσοπάνη, για να μου πεις την απάντηση του γρίφου.

-Ποιου γρίφου, βασιλιά μου;

-Τι θέλεις να σπουδάσουν τα παιδιά σου;

-Μα σου απάντησα, βασιλιά μου, όταν με ρώτησες στο καλύβι μου. Ο ένας θα γίνει νόμιμος ψεύτης, ο άλλος θα γίνει νόμιμος κλέφτης και ο τρίτος θα γίνει νόμιμος φονιάς.

-Ναι, μα δεν καταλαβαίνω τι ΄ν΄ τούτες οι σπουδές!

-Είναι απλό, βασιλιά μου. Τον πρώτο μου γιο θα τον σπουδάσω δικηγόρο, για να λέει νόμιμα όσα ψέματα θέλει. Τον δεύτερο θα τον σπουδάσω οικονομολόγο, για να κλέβει τον νόμο, τους εμπόρους και το παλάτι σου και το στερνοπούλι μου θα το σπουδάσω γιατρό κι όταν κάποιος πεθαίνει, νόμιμα θα πεθαίνει κι αυτός.

Σάστισε ο βασιλιάς με τούτα τα λεγόμενα του τσοπάνη. Είχε να κάνει με έναν πανέξυπνο άνθρωπο κι αφού τον κοίταξε καλά - καλά, του είπε:

-Πάρε την οικογένειά σου κι έλα να ζήσετε στο παλάτι μου. Θα πουλήσεις τα πρόβατά σου και θα έρθεις να γίνεις σύμβουλός μου. Κι όταν μεγαλώσουν τα παιδιά σου θα βοηθήσω εγώ στις σπουδές τους.

Ο τσοπάνης, ενώ χάρηκε με την πρόταση του βασιλιά, δεν έδειξε τον ενθουσιασμό του.

-Βασιλιά μου, δώσ΄ μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ και θα σου απαντήσω σύντομα.

Σε λίγες μέρες ο τσοπάνης και η οικογένειά του χαίρονταν την πολυτέλεια του παλατιού. Δεν ξανακοιμήθηκε στρωματσάδα ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Σύμβουλος έγινε του βασιλιά, μα αν είναι αληθινή τούτη εδώ η ιστορία, ψέματα ή αλήθεια… έτσι λέν΄ τα παραμύθια.

ebooks4greeks.gr

 

Σπάρτη 2-6-2021
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων