Vekrakos
Spartorama | Λαογραφικά σημειώματα: «Πάμε για … βρούβες;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Λαογραφικά σημειώματα: «Πάμε για … βρούβες;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 20/04/2021 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Πολιτισμός
Λαογραφικά σημειώματα: «Πάμε για … βρούβες;», από τον Βαγγέλη Μητράκο
Λέει ο Λαός μας: «Τον στείλαμε για βρούβες» ή «Πήγε για βρούβες» ή «Άι για βρούβες». Τι εννοεί, όμως;
Οδός Εμπόρων

Επειδή οι βρούβες είναι από τα πιο συνηθισμένα και πιο διαδεδομένα χόρτα της Ελλάδας, η φράση «πήγε για βρούβες» σημαίνει ότι κάποιος ανοηταίνει, πάει στα χαμένα, δηλ. πήγε κάπου άσκοπα και το αποτέλεσμά του δεν θα είναι σπουδαίο, αφού οι βρούβες είναι τόσο κοινές και τόσο άφθονες (φυτρώνουν παντού), ώστε πραγματικά δεν έχει νόημα κάποιος να θεωρεί ότι είναι σημαντικό να τις αναζητά και να τις μαζεύει, αφού είναι κάτι πανεύκολο. Γενικότερα η έκφραση «Πάω για βρούβες» μπορεί να σημαίνει μεταφορικά: χαλάω, καταστρέφομαι, είμαι για πέταμα, φεύγω, χάνομαι, πεθαίνω κ.α.. 

Πραγματικά, οι βρούβες είναι από τα πιο κοινά και πιο δημοφιλή άγρια χόρτα της χώρας μας. Φυτρώνουν εύκολα και παντού, επομένως δεν χρειάζεται κάποιος να τις καλλιεργήσει. Ακόμα και σε εδάφη «φτωχά», σε χωράφια με καλλιέργειες ως «ζιζάνιο», σε χαλάσματα, σε ρείθρα πεζοδρομίων, σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους (αρκεί να βρεθεί μια χαραμάδα να τρυπώσει ο μικρούλης ο σπόρος τους), στα μπάζα, σε άλση, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε όχθες ποταμών … παντού – παντού φυτρώνει και αναπτύσσεται η ταπεινή και περιφρονημένη βρούβα. Λες κι ο Χριστός την είχε κατά νου όταν εκφώνησε: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην». 

Η βρούβα (sinapis arvensis) είναι ένα είδος σιναπιού και τη συναντάμε με πολλά ονόματα: βρούβα, αγριόβρουβα, ραπανόβρουβα, λαψανόβρουβα, σκυλόβρουβα, γλυκόβρουβα, μαυρόβρουβα κ.α.. Και το αρχαίο «ερύσιμον», που αναφέρει ο Θεόφραστος, μάλλον, είναι η κοινή βρούβα. 

Η βρούβα είναι ένα νόστιμο χόρτο, το οποίο μάζευαν παλιότερα, μετά τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου μέχρι τις αρχές της Άνοιξης, οι γυναίκες, στις εξορμήσεις τους για λάχανα («πάω για λάχανα» λέγανε) μαζί με τα ραδίκια, τους τζοχούς και τα άλλα αγριολάχανα, που απλόχερα προσφέρει η Μάνα Γη. Παλιότερα ήταν τόσο άφθονη η βρούβα, που σε κάποιες περιοχές κοντά στην Αττική, καθημερινά, αφού τη μαζεύανε, την τσουβαλιάζανε και την καταβρέχανε μέχρι να τη φορτώσει το φορτηγό για την Αθήνα, προκειμένου να πουληθεί στις λαϊκές και στα μανάβικα. 

Την άνοιξη η βρούβα, όπως όλα τα φυτά, ανθίζει: Μυριάδες κίτρινα, πανέμορφα μπουκετάκια σε κάθε φυτό, χάρμα οφθαλμών αλλά και πηγή πλούτου για τις μέλισσες, που δεν προλαβαίνουν να μαζεύουν γύρη και νέκταρ. Ειδικά για τα μελίσσια τα άνθη της βρούβας θεωρούνται πολύτιμη πηγή γύρης, ικανής να καλύψει την ημερήσια ανάγκη κάθε κυψέλης, αλλά και να αποθηκευτεί. Εκτός απ’ αυτό, η γύρη της βρούβας είναι μια εξαιρετική πηγή πρωτεϊνών που εμπεριέχουν τα απαραίτητα αμινοξέα για την διατροφή του νέου ανοιξιάτικου γόνου. Σημαντικές, επίσης, είναι οι ποσότητες σε νέκταρ που παράγουν τα άνθη της βρούβας, πράγμα που βοηθά στην επιπλέον διέγερση της βασίλισσας και στη γρήγορη αποθήκευση ποσοτήτων από νέκταρ μέσα στα κελιά της κερήθρας, για τη διατροφή το γόνου. Το γεγονός αυτό κάνει τα άνθη της βρούβας ιδιαίτερα ελκυστικά για τις μέλισσες κι έτσι, σε μεγάλες εκτάσεις βρούβας, μπορούν οι μελισσοκόμοι, με μελίσσια δυνατά, να πάρουν μια καλή παραγωγή. Η ανθοφορία της βρούβας επεκτείνεται για μεγάλη χρονική περίοδο κι αυτό βοηθά σημαντικά τα μελίσσια, όταν σταματούν οι άλλες ανθοφορίες.



  

Μετά την άνοιξη η βρούβα «ξεσταχυάζει» και σκληραίνει και γρήγορα φαίνονται οι σπόροι της, σαν μικρούλικες, στρογγυλές χάντρες, ξανθιές ή σκούρες καστανές, που διασκορπίζονται με τον αέρα παντού, τρυπώνουν παντού και δίνουν, γι’ αυτό, την εντυπωσιακή διασπορά της βρούβας σε τέτοια έκταση και σε τέτοιους απίθανους τόπους. Από αυτούς τους σπόρους της βρούβας και, γενικότερα, του σιναπιού, φτιάχνεται και η γνωστή μας μουστάρδα που ανοίγει την όρεξη και νοστιμίζει τα φαγητά.

Η βρούβα είναι ένα νόστιμο αγριολάχανο που ο λαός μας έβρισκε και μάζευε εύκολα και το έτρωγε είτε βρασμένο με λάδι και λεμόνι (αν είχε) είτε μέσα σε πίτες είτε μαγειρεύοντάς το με διάφορες πατροπαράδοτες συνταγές. Οι βρούβες και τα ραδίκια ήταν κάποτε τα βραστά χορταρικά της φτωχολογιάς, που μαζί με τα κουκιά, έχουν βοηθήσει να μεγαλώσουν γενιές και γενιές στα μαύρα και δύσκολα χρόνια. Ήταν, μάλιστα, τόσο μεγάλη η σημασία που δινόταν στις βρούβες, που με τον καιρό όλα τα χόρτα σε πολλές περιπτώσεις ονοματίζονταν βρούβες, ενώ αυτός που μάζευε άγρια χόρτα λεγότανε βρουβολόγος ή βρουβολόος. Από εκεί βγήκε και το ρήμα «βρουβολογώ» που σημαίνει μαζεύω άγρια χόρτα ή αλλιώς «λαχανεύω».

Από τη βρούβα μαζεύονται τα φύλλα και κυρίως τα βλαστάρια. Πολύ νόστιμα και τρυφερά είναι και τα ανθοφόρα βλαστάρια τους, που κόβονται μαζί με τα μπουμπούκια νωρίς την άνοιξη. Ονομάζονται πορίχια ή τσιμπητή βρούβα, από τον τρόπο που κόβονται, σαν να τσιμπάμε τους πολύ τρυφερούς βλαστούς. Στις γλυκές βρούβες τα «τσιμπητά» λέγονται και «γλυκοβλάσταρα». Γίνονται βραστά, όπως και τα φύλλα, αλλά σε πολλά χωριά συνηθίζουν να τα βάζουν σε λαδερά φαγητά με κουκιά ή αρακά. Γενικά, οι βρούβες έχουν μια κάπως βαριά μυρωδιά, παρόμοια με του μπρόκολου και δίνουν μία ελαφρώς καυστική γεύση, λίγο πικρή, που παντρεύεται με την γεύση του λαδιού και πηγαίνει άριστα με τα ψάρια. Εξαιτίας αυτής της καυστικής γεύσης η βρούβα και τα λαψανίδια, μαζί με το σινάπι που είναι ήμερο και καλλιεργήσιμο φυτό, κατατάσσονται στα «πυρά» χορταρικά, αυτά δηλαδή που καίνε ελαφρώς. Τα τρυφερά φρέσκα φύλλα τους τρώγονται σαλάτα (σαν μαρούλι) μαζί με κρεμμυδάκι ή πράσο, λάδι και ξίδι. Επίσης μαγειρεύονται κοκκινιστά μαζί με μυρωδικά και λαχανικά, με ρύζι (σαν το σπανακόρυζο) αλλά και ντολμαδάκια.? Φυσικά, χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες μαζί με άλλα χόρτα και μυρωδικά


Μια διαδεδομένη και λαχταριστή λαϊκή συνταγή είναι: «βρούβες με αυγά στο τηγάνι», όπου μπορεί να προστεθούν και λουκάνικα χωριάτικα ή το δικό μας σύγκλινο χοιρινό της Μάνης: 

Σύγκλινο ομελέτα με βρούβες στο τηγάνι

  • Ρίχνουµε τις βρούβες σε άφθονο αλατισµένο νερό που βράζει.
  • Μόλις γίνουν τρυφερές, τις τραβάµε µε µια τρυπητή κουτάλα και τις αφήνουµε να στραγγίσουν τελείως.
  • Μετά τις τσιγαρίζουμε στο λάδι περίπου 8 λεπτά.
  • Χτυπάμε, κατόπιν, τα αυγά, ρίχνουμε μέσα τους κομμάτια από το σύγκλινο, χαμηλώνουμε τη φωτιά και περιχύνουμε τις βρούβες.
  • Όταν γίνει η ομελέτα από την κάτω μεριά την αναποδογυρίζουμε για να ψηθεί και από την άλλη.
  • Τρίβουμε μπόλικο φρέσκο πιπέρι και σερβίρουμε την ομελέτα με βρούβες και σύγκλινο, ζεστή και απολαυστική.

Κάποτε, τα παλιά χρόνια, στη Μεσαρά της Κρήτης, μερικοί ήθελαν τις βρούβες ή τα λαψανίδια, να τα τρώνε «κακοθάνατα»! Το ίδιο και το σινιάβρι (σινάπι).

Η σύζυγος που είχε βρει και είχε μαζέψει τα σταχάκια της, λαψανίδια ή βρούβες, ρωτούσε (ας πούμε) τον άνδρα της μόλις έμπαινε στο σπίτι:

-Πώς θες, άντρα μου, να σου ψήσω τα χόρτα;

(Άντε να βρεις σήμερα τέτοιες γυναίκες!).

-Θέλω, γυναίκα, να μου τα κάνεις κακοθάνατα, να τα ευχαριστηθώ!

Τι είναι όμως τα «κακοθάνατα», και γιατί τα λέγανε έτσι;

Τα «κακοθάνατα», λοιπόν, είναι τα «πυρά» χόρτα, που μπαίνουν απευθείας στο τηγάνι και τηγανίζονται στο λάδι, χωρίς να βράσουν πρώτα σε νερό. Μετά, σαν τηγανιστούν, γίνονται συνήθως με αυγά, σφουγγάτο (ομελέτα).

Ενώ είναι πολύ πιο νόστιμα από ό,τι να έχουν βράσει πρώτα, εν τούτοις λέγονταν «κακοθάνατα», επειδή μπορεί να είχαν παρενέργειες, κυρίως στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου, σε σημείο να κινδυνεύει ακόμα και η ζωή σε κάποιους ηλικιωμένους, που δεν έκανε να φάνε πυρά χόρτα. Λέγανε, λοιπόν, οι μερακλήδες «τα θέλω κακοθάνατα», εννοώντας πως «προτιμώ να τα φάω, τα χόρτα, νόστιμα μαγειρεμένα στο τηγάνι κι ας «πεθάνω» από τη νοστιμάδα τους».

 

Αξίζει, στο σημείο αυτό, να πούμε δυο λόγια (γενικώς) γι’ αυτά τα ταπεινά αγριολάχανα, που απλόχερα προσφέρει η ελληνική γη, αγριολάχανα με τα οποία έζησαν κι επιβίωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων και μάλιστα σε εποχές πολύ δύσκολες, όπως η κατοχή. Η φράση «πάμε για λάχανα» ή «έμασες λάχανα;» ήτανε πολύ συχνή μεταξύ των γυναικών στα χωριά αλλά και στις πόλεις, που, είτε μόνες είτε σε συντροφιές, έβγαιναν στα χωράφια, στην κατάλληλη εποχή, με τα έμπειρα μάτια τους ξεχώριζαν τα λάχανα και μ’ ένα μαχαιράκι, με επιδέξιες κινήσεις, τα έκοβαν (τα «μάζευαν») και τα έβαζαν μέσα στο καλάθι. Εκτός του ότι εξασφάλιζαν φαγητό για την οικογένεια έβρισκαν ευκαιρία (οι γυναίκες της παλιάς εποχής) να «ξεσκάνε» λίγο και να απολαμβάνουν τη συντροφιά και την επικοινωνία με τις φιλενάδες τους. Τότε ακόμα η φύση ήτανε καθαρή από φυτοφάρμακα, λιπάσματα, εντομοκτόνα και σκουπίδια και οι γυναίκες (μερικές φορές και οι άντρες) μάζευαν λάχανα χωρίς να φοβούνται μην είναι μολυσμένα και δηλητηριασμένα. Ραδίκια, πρασουλήθρες, πικραλήθρες, βρούβες, λυκοπατησιές, λαναράκια, κοκοσάκια, καυκαλήθρες, μυρολάχανα, ζοχοί, βρακανίδες, λάπατα, καβουράκια, γλιστρίδες, ραπανίδες, οβριές, σπαράγγια … κι ένα σωρό άλλα λάχανα και λαχανάκια έμπαιναν συχνά, καμιά φορά καθημερινά, στο τσουκάλι του σπιτιού, για να φάει η οικογένεια και να καταλαγιάσει η πείνα. Σήμερα, η παραδοσιακή ελληνική διατροφή έχει αλλάξει ριζικά, ξενόφερτα φαγητά και συνταγές (με τη συνδρομή της τηλεόρασης) έχουν μπει στο διαιτολόγιό μας και, δυστυχώς, οι περισσότεροι δεν ξέρουν, πια, να ξεχωρίσουν ένα ζοχό από ένα γαϊδουράγκαθο, ούτε και τα καταδέχονται στο τραπέζι τους.

Η αλήθεια είναι ότι από αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες είχαν τα άγρια λάχανα για βασικό στοιχείο της διατροφής τους. Έτσι ο Αριστοφάνης στο έργο του «Θεσμοφοριάζουσαι», στιχ. 456, ονοματίζει τα χόρτα κάνοντας τον γνωστό του υπαινιγμό για την καταγωγή του Ευριπίδη:

« … γιατί άγρια μας χτύπησε, κυράδες μου, όπως μες στ’ άγρια χόρτα μεγάλωσε κι αυτός…».

Αιώνες αργότερα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Αθανάσης Διάκος», Άσμα Δ΄ στιχ. 177-185, αναφέρει τα ταπεινά λάχανα που έτρωγαν οι Έλληνες στην τουρκοκρατία, για να δείξει πως ήταν προτιμότερα αυτά, παρά «του ξένου το άτιμο ψωμί».

 

(Δεσπότης Ησαΐας)

«—Διάκε, δεν ήρθ’ η ώρα μας. Θα βαφτιστούμε πρώτα

στο αίμα, στα παθήματα, και κοφτερά στουρνάρια

στο μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν.

Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνει μαύρη χήρα

η γη μας η ταλαίπωρη, και τα κοιλόρφανά της

θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδες

και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκώνει

του ξένου το άτιμο ψωμί, π?χει προζύμι πάντα

φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα και δάκρυ.»

 

Για να ξαναγυρίσουμε όμως στην περιφρονημένη και παρεξηγημένη βρούβα, πρέπει να πούμε πως εκτός από την ιδιαίτερη γεύση και νοστιμάδα της θεωρείται και άρτυμα διεγερτικό. Οι σπόροι της βρούβας χρησιμοποιούνταν ως μπαχαρικό εδώ και πολλά χρόνια. Ανακάτευαν σπόρους με ξύδι και νερό και έτρωγαν αυτό το μείγμα της χειροποίητης μουστάρδας με το κρέας ή το ψάρι τους, ενώ με τα φύλλα έφτιαχναν σαλάτα.

Μάλιστα, παλιά, στα μοναστήρια υπήρχε ο «μουσταρδάριος», ένας μοναχός υπεύθυνος, ο οποίος έδινε την ώρα του φαγητού τη φτιαχτή μουστάρδα στους καλόγερους.

Ο Διοσκουρίδης υποστήριζε πως αν μασούσε κάποιος σπόρους σιναπιού, θα καθάριζε το ιγμόρειό του. Επίσης συνιστούσε να τους χρησιμοποιούν ως αντιπυρετικό, να κάνουν γαργάρες για τις αμυγδαλές, ως φάρμακο για παθήσεις της σπλήνας, των αυτιών και των βλεφάρων, για νευρολογικές (επιληψία) και δερματικές παθήσεις (λέπρα, λειχήνες, αλωπεκία, ψωρίαση) κ.ά.. Και φαίνεται πως ο Διοσκουρίδης, ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος και βοτανολόγος της αρχαιότητας, (1ος αι. μ.Χ.) γνώριζε πολλά κι έβλεπε πολύ πιο μπροστά από τον καιρό του, αφού σήμερα οι σπόροι της μαύρης βρούβας χρησιμοποιούνται για παραγωγή φαρμάκων.

Γενικά όλες οι βρούβες έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και η βρώση τους θεωρείται καθαρτική, αποτοξινωτική και τονωτική με ευεργετικά αποτελέσματα στο κυκλοφοριακό και τη καρδιά.

Στο μεσαίωνα τη χρησιμοποιούσαν και ως συντηρητικό των τροφών, γιατί σταματά τη δράση των μικροοργανισμών.

 

Οι παλιοί Έλληνες, που είχαν τελείως διαφορετική αντίληψη από μας σχετικά με το ΤΙ είναι σπουδαίο και ΤΙ ασήμαντο, επιφύλαξαν για τη βρούβα μια καλή θέση και παρουσία μέσα στον θησαυρό της Παράδοσης:

Εκτός από τις παροιμιακές εκφράσεις: «Πήγε για βρούβες» ή «Άντε πήγαινε για βρούβες» έχουμε και την έκφραση: «Το καμάρι πώχει η γρούβα δεν το δέρνει η βρακανίδα», που λέγεται απαξιωτικά για κάποιον ανάξιο και κατώτερο που πασχίζει μάταια να ξεπεράσει έναν που έχει αξία. Η βρακανίδα που αναφέρεται στη φράση είναι κι αυτή βρώσιμο αγριολάχανο, το οποίο θεωρείται, όμως, κατώτερης ποιότητας ακόμα κι απ’ αυτήν τη βρούβα.

Επίσης στην Κορινθία, όταν κάποιος έλεγε ανοησίες του απευθύνανε περιφρονητικά τη φράση: «Αϊ ξύσε κοιλιές, αϊ για βρούβες».

Άλλη μια παροιμία λέει: «Ανεβλάστησε η βρούβα, θέλει κι ο σφογκός (ο τζοχός) γυναίκα». Λέγεται ειρωνικά για τα παιδιά εκείνα που βιάζονται να μεγαλώσουν ή διαπιστωτικά για νέους ανθρώπους που είναι πλέον έτοιμοι να δημιουργήσουν δική τους ζωή.

Κι άλλη: «Η βρούβα είναι λάχανο, δεν είν’ χορτάρι». Λέγεται όταν κάτι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και διάψευση.

Τέλος, όποιος θέλει να δείξει ότι είναι έξυπνος και δε «μασάει κουτόχορτο» λέει: «Δεν τρώω βρούβες».

 

Στο αρβανιτοχώρι Πρόσυμνα (Μπερμπάτι) της Αργολίδας λέγανε τα παρακάτω δίστιχα στη διάρκεια της κατοχής του ’40, τότε που η πείνα ανάγκαζε τους ανθρώπους να αναζητούν και να τρέφονται με βρούβες. Όταν τον Ιούνιο, τον θεριστή, πήγαιναν οι άνθρωποι στα χωράφια για να θερίσουν τα λιγοστά γεννήματα (αν υπήρχαν κι αν είχαν διασωθεί από τα χέρια των κατακτητών), ήτανε μαυρισμένοι (οι δύστυχοι) κυριολεκτικά από την πείνα και από τα πολλά χόρτα που ήταν αναγκασμένοι να τρώνε. Έτσι, το στάχυ, βλέποντάς τους σ’ αυτό το χάλι μάλωνε τη βρούβα που φύτρωνε μέσα στα σταροχώραφα, πώς κατάντησε έτσι τους ανθρώπους (το ασκέρι του) κι εκείνη του απαντούσε ότι χωρίς αυτήν, που τάισε τους ανθρώπους όταν δεν είχανε να φάνε, ασκέρι δεν θα υπήρχε.

Σήμερα, στην περιοχή, οι μεγάλοι το λένε σαν παροιμία στους νεότερους και στα παιδιά:

 

«-Βρε βρούβα πέτσα μαύρη

που μου μαύρισες όλο το ασκέρι.

-Βρε στάχυ, βρε μουστάκι μαύρο,

εγώ τους έζησα και τους βρήκες εσύ.»

(Οι στίχοι είναι μεταφρασμένοι από τα αρβανίτικα).

 

Στη Φθιώτιδα, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, χόρευαν τραγουδώντας το παρακάτω τραγούδι της Καθαρής Δευτέρας, το οποίο εξαπλώθηκε κι έγινε (με παραλλαγές) Πανελλήνιο:

 

-Τ’ ακούτε τι παράγγειλεν η Καθαρή Δευτέρα:

-τ’ ακούτε μαρ’ ούλες

για λάχανα για βρούβες-

Πέθανε ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει κι ο Τύρος,

-τ’ ακούτε μαρ’ ούλες

για λάχανα για βρούβες-

Σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμυδος τα γένεια.

-τ’ ακούτε μαρ’ ούλες

για λάχανα για βρούβες-

Μπαλώστε τα σακκούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια

-τ’ ακούτε μαρ’ ούλες

για λάχανα για βρούβες-

Και στον τρανό τον πλάτανο να μάσωμε σπεκούλια

-τ’ ακούτε μαρ’ ούλες

για λάχανα για βρούβες!

 

Το ίδιο τραγούδι σε παραλλαγή στο Γαλαξείδι της Φωκίδας, λέγεται έτσι:

 

«Πέθανε ο κρέας πέθανε

ψυχομαχάει κι ο τύρος

σηκώνει ο πράσος την ουρά

και ο κρέμμυδας τα γένια.

Και η βρούβα η παλιόβρουβα

στέκεται στην καβάλα

να πέσει στην τσουκάλα.»

 

Σε μερικά μέρη (όπως έχει αποθησαυριστεί στο Λεξικό ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ) χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός «αγριόβρουβα» για το «αγριοκόριτσο», για το ατίθασο δηλαδή κορίτσι που δε λέει να συνετισθεί.

 

Αλλά κι ένα λαϊκό παραμύθι από τη Ρούμελη ξεκινά την υπόθεσή του με μια βρούβα:

 

«Της κάτω γης ο αφέντης»

παραμύθι από το Γαλαξείδι από το βιβλίο

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών

της Άννας Αγγελοπούλου και της Αίγλης Μπρούσκου

Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας

Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς

Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών

Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

Αθήνα 1999

 

«Κάποτε ζούσε ένας φτωχός γέρος με τις τρεις κόρες του. Συχνά ο γέρος έβγαινε να μαζέψει χόρτα. Μια μέρα, εκεί που μάζευε χόρτα, είδε μια μεγάλη βρούβα. Προσπάθησε να την ξεριζώσει, μα δεν έβγαινε. Εκεί που την κουνούσε, πετάχτηκε μπροστά του ένας αράπης. «Θέλεις», είπε ο αράπης στον έκπληκτο γέρο, «να σου δώσω ένα τσουβάλι λίρες και να μου φέρεις την πρώτη κόρη σου»; Το σκέφτηκε ο γέρος και μια και το ποσόν ήταν μεγάλο δέχτηκε. Την άλλη μέρα, ο αράπης, του πήγε τις λίρες και ο γέρος παρέδωσε την κόρη του.

Την πήρε ο αράπης και την κατέβασε σ’ ένα υπέροχο παλάτι με σαράντα δυο δωμάτια. Αφού τη γύρισε να δει όλους τους θησαυρούς του, της είπε: «΄Ολ’ αυτά θα γίνουν δικά σου αρκεί να φας αυτήν την ανθρώπινη γλώσσα». Και της έδωσε τη γλώσσα συνεχίζοντας: «Εγώ θα φύγω για τρεις μέρες και, όταν θα ξανάρθω και έχεις φάει τη γλώσσα, θα γίνεις κυρία του παλατιού». Η κοπέλα συμφώνησε κι ο αράπης έφυγε. Αλλά η γλώσσα ήτανε σκληρή και η κοπέλα σκέφτηκε: «Δεν την πετάω καλύτερα στα κεραμίδια και, όταν με ρωτήσει αν την έφαγα, του λέω πως «ναι»». Πράγματι την πέταξε στα κεραμίδια και όταν ο αράπης ήλθε και την ρώτησε τρεις φορές: «Την έφαγες τη γλώσσα;», αυτή απήντησε «Ναι». Αλλ’ ο αράπης, τότε, φώναξε δυνατά: «Γλώσσα, γλώσσα που είσαι»; Η γλώσσα απήντησε: «Στα κεραμίδια». Τότε ο αράπης της έκοψε το κεφάλι (της κοπέλας) και την κρέμασε σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν ήδη κρεμασμένα βασιλόπουλα και πρίγκιπες.

Μετά από λίγες μέρες, ο γέρος πήγε, πάλι, στη βρούβα, να ρωτήσει τι κάνει η κόρη του. Τότε ο αράπης του είπε: «Καλά είναι, αλλά ζητάει την αδερφή της. Θα σου δώσω ένα τσουβάλι λίρες να μου τη δώσεις κι αυτή». Ο γέρος σκέφτηκε πολύ αυτή τη φορά και τέλος αποφάσισε να δεχτεί. Του πήγε λοιπόν και τη δεύτερη κόρη του. Ο αράπης την πήρε και, αφού τη γύρισε κι αυτή στο παλάτι, της είπε τα ίδια όπως και στην αδερφή της. Όταν ο αράπης έφυγε, η κοπέλα σκέφτηκε, επειδή η γλώσσα ήταν σκληρή, να τη χώσει στο χώμα. Όταν ο αράπης γύρισε και τη ρώτησε αν έφαγε τη γλώσσα, του είπε «ναι». Αλλ’ ο αράπης ξαναρώτησε: «Γλώσσα, γλώσσα που είσαι»; Και η γλώσσα απήντησε: «Χωμένη στο χώμα». Ο αράπης τότε της έκοψε κι αυτής το κεφάλι και την κρέμασε κοντά στην αδερφή της και τους άλλους.

Μετά από λίγο καιρό, πάλι ο πατέρας των κοριτσιών πήγε να ρωτήσει για τις κόρες του. Ο αράπης του είπε ότι ήταν πολύ ευτυχισμένες αλλά τους έλειπε η παρουσία της μικρότερης αδερφής τους. «Θα σου δώσω άλλο ένα τσουβάλι λίρες να μου τη φέρεις κι αυτή», του είπε. Ο γέρος με μεγαλύτερο δισταγμό δέχτηκε και πάλι κι ο αράπης πήρε τη μικρότερη και, αφού της έδειξε και αυτής το παλάτι, της έδωσε τη γλώσσα λέγοντας της τα ίδια πράγματα. Η κοπέλα έκοψε τη γλώσσα κομμάτια, μόλις ο αράπης έφυγε, και τα έδωσε σε μια γάτα. Όταν ο αράπης γύρισε και τη ρώτησε αν έφαγε τη γλώσσα, αυτή απάντησε «ναι». Και όταν ο αράπης ρώτησε: «Γλώσσα, γλώσσα πού είσαι;» η γλώσσα απάντησε: «Στην κοιλιά». Ευχαριστημένος ο αράπης της έδωσε σαράντα κλειδιά, κράτησε τα κλειδιά των δύο δωματίων στα οποία είχε στο μεν ένα, τους κρεμασμένους, στο δε άλλο, το αθάνατο νερό, και έφυγε για μακρινό ταξίδι.

Η μικρή, αφού θαύμασε τους θησαυρούς του αράπη, άρχισε να την τρώει η περιέργεια να δει και τα δύο απαγορευμένα δωμάτια και άρχισε να ψάχνει για τα κλειδιά. Κάποια μέρα, εκεί που ξεσκόνιζε ένα καπέλο του αράπη, βρήκε τα δύο κλειδιά μέσα στη φόδρα του καπέλου. Γρήγορα άνοιξε τα δωμάτια και, όταν είδε τους κρεμασμένους, πήρε αθάνατο νερό και τους ράντισε και οι πεθαμένοι αναστήθηκαν, μαζί μ’ αυτούς και οι αδερφές της κι ένα βασιλόπουλο που ερωτεύτηκε τη μικρότερη και ζήτησε να την παντρευτεί. Βγήκαν όλοι τότε από το παλάτι του αράπη και, αφού το βασιλόπουλο διέταξε να μεταφερθούν οι θησαυροί του αράπη στο παλάτι του, παντρεύτηκαν μεγαλοπρεπώς.

Όταν ο αράπης γύρισε στο παλάτι του και είδε τους θησαυρούς του να λείπουν μαζί με τα θύματα του, τα κατάλαβε όλα και, αφού μεταμορφώθηκε σε άγιο, πλήρωσε ανθρώπους να μεταφέρουν το κουτί, μέσα στο οποίο μπήκε, στο παλάτι του βασιλόπουλου και της κοπέλας που ήταν βασίλισσα πια. Όταν αυτοί είδαν τον άγιο, ενθουσιάστηκαν και διέταξαν τους υπηρέτες να τον μεταφέρουν στο δωμάτιο τους. Το βραδύ, ενώ το βασιλόπουλο κοιμόταν, η βασίλισσα είδε τα μάτια του αράπη να λάμπουν. Κατάλαβε τότε ποιος ήταν και ότι είχε πάει για να τους σκοτώσει την ώρα που θα κοιμόντουσαν. Αμέσως χτύπησε τα κουδούνια και οι υπηρέτες που ήρθαν σκότωσαν τον κακό αράπη και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»

Ένα δίστιχο λαϊκό λέει τα εξής, για να δείξει τη σχέση της βρούβας με τη μεγάλη φτώχεια και την ανέχεια:


«Μα μετά μένα έλα συ, να δεις χαρά μεγάλη,

να τρως βρούβες ανάλατες κι εκείνες χωρίς λάδι.»


 

Και μια κρητική μαντινάδα τραγουδά:

 

«Το λιόψωμο μ΄ ανέθρεψε

κι η κριθινοκουλούρα

γι΄ αυτό κι αντέχω τση ζωής

τον κάσο και τα λούρα.

 

Το λιόλαδο μ΄ ανέθρεψε

ο τραχανάς κι η βρούβα

γι αυτό και βγάω γλακητός

στη Νίδα και στο Ρούβα.»

 

Κι άλλες μαντινάδες λένε:

 

1.«Ψωμί κι ελιές με ανάθρεψαν,

βρούβες και απορόχια,

 μα εδά απού χω τα αγαθά,

 εγνώρισα τη φτώχεια».

 

2. «Ασκορδουκλάκους και χοχλιούς,

βρούβες θα πα μαζώνω,

δε με τρομάζει τίποτα,

 κι ούτε που ιδρώνω»!

 

3. «Η τύχη μου την έπεψε

μια μέρα πρι νυχτώσει,

απόξω από το χτήμα μου,

βρούβες για να μαζώξει.

 

Κι εκειά που εχορτολόιζε,

πιάνει ψιλή βροχούλα,

πετά τα χόρτα ιδια ‘κειά,

μαζί με τη σακούλα»!

 

Αλλά και στην πολιτική κριτική και σάτιρα χρησιμοποιήθηκε (κάποιες φορές) η βρούβα η ταπεινή. Έτσι στην εφημερίδα ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ της 7ης Μαρτίου 1913, στη σελίδα 3 και στην επιφυλλίδα με τίτλο «ΑΘΗΝΑΙ-ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Εφήμερα», διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, σε σκωπτικό άρθρο για την άνοδο των τιμών των κρεάτων τα εξής:

 

(Βρούβες)

«(…) Μήπως χρειάζεται να φέρη κανείς παραδείγματα περί των αγαθών της ακρεοφαγίας, εις την οποίαν μας υποβάλλουν αναγκαστικώς οι εκπολιτισταί κρεοπώλαι; Αλλά τέλος πάντων. Ιδού οι κ.κ. Δρακούλης και Φιλάρετος, οι οποίοι τρέφονται με πράσσα και βρούβες. Και αρκεί να μνησθή τις την δράσιν των εις την Βουλήν, όπου έκαστος ωμίλει πέντε και δέκα ώρας συνεχώς, δια να θαυμάση την αντοχήν των, την οποίαν ήντλησαν από τους χυμούς της βρούβας. Λοιπόν όλοι βρούβες αδελφοί. Έτσι θα τονώσωμεν την ευχέρειαν εις το λέγειν πολλά και συζητείν δι’ όλα τα πράγματα, θα γίνωμεν δε στωικότεροι και θα αρκούμεθα να λιβανίζωμεν με ωραία λόγια την όλον υψουμένην τιμήν των τροφίμων. Βρούβες, λοιπόν, αδελφοί.»
Μπ.

Και βέβαια, επειδή η Ελλάδα ΠΟΤΕ δεν κατάφερε (δυστυχώς) να ξεφύγει από το σύνδρομο της «Ψωροκώσταινας», οι βρούβες παραμένουν και σήμερα στην πολιτική επίκαιρες όσο ποτέ. Στα 2013, παραδείγματος χάριν, κι ενώ είχαμε για τα καλά μπει στα εξοντωτικά «μνημόνια» ο τότε υπουργός οικονομικών Γ. Στουρνάρας είχε δηλώσει: «Να σας πω, αν δεν κατεβάσουμε στο 19% το ΦΠΑ, η εστιάση πάει για βρούβες». Τελικά, όχι μόνο η εστίαση αλλά ολόκληρη η χώρα πήγε για βρούβες, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. 

Ας πούμε, τελειώνοντας, πως η ταπεινή και καταφρονεμένη βρούβα κατάφερε (μεταξύ άλλων) να γίνει και «νουνός» βαφτίζοντας, παλαιόθεν, πολλές φαμελιές με το όνομα «Βρούβας» ή «Βρουβάς», το οποίο επιβιώνει και «ανθεί» έως και σήμερα. 

Όμως, «είπαμε πολλά και σώνει». Η βρούβα, το αγριολάχανο αυτό της ελληνικής γης, μπόρεσε να μας δείξει ότι σπουδαίος μπορεί να είναι και ο ταπεινός, ο παραγνωρισμένος, αυτός που δεν του δίνουμε σημασία.

 

Σπάρτη 19-4-2021
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων