Vekrakos
Spartorama | «Η Λένω του Μπότσαρη», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Η Λένω του Μπότσαρη», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 22/02/2021 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία
«Η Λένω του Μπότσαρη», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«H Λένω, μόνη της τα ’βαλε με την Τουρκιά και «νίκησε» και έμεινε λεύτερη και αντρόπιαστη»
Οδός Εμπόρων

-Και που λες, Λένω μου, μιας και δεν αντέχαμε άλλο την Τουρκιά, τη σκλαβιά και τα βάσανα, φύγαμε από το χωριό μας τη Δράγανη, κει κάτω στον κάμπο, κι ανεβήκαμε εδώ, σε τούτα τα βουνά και φτιάξαμε το Σούλι.

-Είναι πολύ άγρια τούτα τα βουνά, παππού!

-Ναι, είναι άγρια, Λένω μου. Είναι λεύτερα όμως.

Τούτα κι άλλα πολλά άκουγε η μικρή Λένω Μπότσαρη, όταν τους παγερούς χειμώνες, κλεισμένη  όλη η οικογένεια μέσα στα μαυρισμένα απ’ τον καπνό λιθάρια του πατρικού σπιτιού καθότανε εκεί  στη φωτογωνιά με τον παππού της το Γιώργη. Από μικρό παιδάκι μεγάλωσε με ιστορίες για μάχες με τους Τούρκους, αίμα πολύ, ανδραγαθήματα μεγάλα και ηρωισμούς, για να μείνει το Σούλι λεύτερο. Και μέσα σ’ αυτούς τους απροσκύνητους Σουλιώτες, οι Μποτσαραίοι να ’ναι  πρώτοι και καλύτεροι, η πιο φημισμένη φάρα μέσα στο Σούλι.

Στα 1803 η Λένω Μπότσαρη ήτανε 20 χρονών. Μια έξυπνη και πανέμορφη κοπέλα, με μάτια γαλανά και μακριά ξανθά μαλλιά,  ξακουστή για την ομορφιά της σ’ ολόκληρη την Ήπειρο. Τόσο όμορφη, που ο Αλή Πασάς είχε τάξει μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον  κατάφερνε να τη φέρει στο χαρέμι του, εκεί στα Γιάννενα. Όμως ποιος τόλμαγε να βάλει χέρι πάνω στη Λένω, που ήτανε πρώτη στο ντουφέκι και στο σπαθί, καμάρι του πατέρα της του Νότη, των Μποτσαραίων και του Σουλιού ολάκερου;

Δεκατρία ολόκληρα χρόνια, η Λένω Μπότσαρη πολέμαγε μαζί με τις άλλες γυναίκες, στο πλάι των αντρών, τους τζοχανταραίους του Αλή Πασά, που λύσσαγε να ξεριζώσει του Σουλιώτες από τα απάτητα βουνά τους. Είχανε αντέξει κιόλας δυο σκληρούς πολέμους  με τον Αλή Πασά οι Σουλιώτες, αλλά τούτη τη χρονιά, 1803, είχανε τα πράγματα δυσκολέψει. Τέσσερα χρόνια τώρα ήτανε σε πόλεμο με τα αμέτρητα  ασκέρια του αιμοβόρου Αλή Πασά. Οι Σουλιώτες νίκαγαν σ’ όλες τις μάχες όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα ολόγυρα από το Σούλι για να το κλείσει από παντού και να το αναγκάσει να παραδοθεί. Γύρεψαν στήριξη και βοήθεια, οι Σουλιώτες, από τη Γαλλία και τη Ρωσία, όμως κανείς δεν τους άκουσε. Βοήθεια δεν ήρθε από πουθενά. Είχε πια μπει ο Δεκέβρης του 1803, τα σουλιώτικα βουνά είχανε ασπρίσει απ’ τα χιόνια και οι Σουλιώτες, άντρες και γυναίκες, μαζί και η Λένω, παλεύανε με νύχια και με δόντια να κρατήσουνε το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει, τη Λευτεριά τους και τα βράχια τους.

Την τελευταία σκληρή μάχη με τα ασκέρια του Αλή Πασά τη δώσανε στις 7 του Δεκέβρη 1803 γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα. Αφού δεν έμεινε ούτε ένα μπαρουτόβολο στις παλάσκες τους κι αφού φάγανε και την τελευταία μπουκιά από το ψωμί που τους είχε απομείνει, αναγκαστήκανε, στις 12 του Δεκέβρη, να κάνουνε συνθήκη με τον Αλή. Τους υποσχέθηκε ότι θα τους άφηνε λεύτερους με τα όπλα και το «έχει» τους, αρκεί να φεύγανε για πάντα από το Σούλι. Τέσσερις μέρες μετά χωριστήκανε οι Σουλιώτες σε τέσσερις φάλαγγες και με δάκρυα πικρά ξεκινήσανε για χαμηλά, να φτάσουνε στη θάλασσα και να περάσουνε απέναντι στα νησιά του Ιονίου. Φεύγοντας, τους ήρθε από μακριά - σαν αποχαιρετισμός αλλά και σαν κάλεσμα λευτεριάς – η βροντή και το άστραμμα  από το μπαρούτι που άναψε στο Κούγκι ο Καλόγερος ο Σαμουήλ.

Όμως, ο άτιμος και δόλιος Αλή Πασάς δεν τήρησε τη συμφωνία που έκανε. Χτύπησε τους Σουλιώτες την ώρα που φεύγανε. Γύρευε να αφανίσει τούτη την «αθάνατη» φάρα και να μην ξανακουστεί ποτέ πια στο στόμα των Ελλήνων. Η πρώτη φάλαγγα των καταδιωκόμενων Σουλιωτών κατάφερε να φτάσει στην Πάργα κι από κει να περάσει στην Κέρκυρα. Η δεύτερη φάλαγγα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο. Σκοτωθήκανε πολλοί Σουλιώτες κι οι γυναίκες πήδηξαν στον γκρεμό μαζί με τα παιδιά τους, χορεύοντας  το χορό του Θανάτου και της Λευτεριάς, που το τραγούδι τους «Οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευτεριά» θα το τραγουδάει η Ιστορία στους αιώνες. Η τρίτη φάλαγγα με αρχηγούς τους Μποτσαραίους  (εδώ βρισκότανε και η Λένω)  έφθασε στο Βουργαρέλι που ήταν το άντρο τους και από κει αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα βουνά της κλεφτουργιάς, τα Άγραφα. Κούφια κουφάρια από την πείνα, γονατισμένα απ’ τη συμφορά, πηγαίνανε στο δρόμο τους σκυφτά μέσα στις κακοτράχαλες πλαγιές, στις νεροσυρμές και στα λαγκάδια των βουνών. Σκιές οι περισσότεροι, με μάγουλα χωμένα, στήθια κοκαλιασμένα, σκέλεθρα του πάνω κόσμου, σα νάτανε πεθαμένοι και σπάσανε τα μνήματα και βγήκαν. Κανείς τους όμως δεν έκανε σκέψη να παραδοθεί. Γιατί αυτοί οι λιανισμένοι άντρες και τα γυναικόπαιδα, και οι γερόντοι ακόμα, ήτανε οι θρυλικοί τουρκομάχοι του Σουλίου, οι σταυραετοί της Κιάφας και του Αβαρίκου, που τη ζωή τους μόνο στη Λευτεριά θα τη δίνανε πεσκέσι.

Βρήκανε, τελικά, κούρνιασμα στο μοναστήρι του Σέλτσου, εκεί  στην Άρτα. Η τοποθεσία, ήτανε καλή για να αμυνθούνε όμως δεν είχε καμιά έξοδο διαφυγής. Οι  ηρωικοί Σουλιώτες αποφασίσανε  ή να νικήσουνε τους Τούρκους και να φύγουνε από εκεί ή να πεθάνουνε. Ήτανε γύρω στους 1140 ψυχές. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν αντέχανε, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τους εμψυχώνει. Αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών. Ήτανε Γενάρης του 1804  όταν οι Τούρκοι (8.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Βελή Πασά. γιο του Αλή Πασά, περικυκλώσανε τους Σουλιώτες.

Όσες, όμως, επιθέσεις κι αν κάνανε οι Σουλιώτες ήτανε ανίκητοι. Έτσι οι Τούρκοι αποφασίσανε να αποκλείσουνε τους Σουλιώτες και να τους αναγκάσουνε να παραδοθούνε από την πείνα. Αντέξανε τέσσερις μήνες οι Σουλιώτες. Στις 21 του Απρίλη του 1804 οι Τούρκοι αποφασίσανε να κάνουνε την τελική επίθεση εναντίον των εξαντλημένων Σουλιωτών. Η μάχη ήτανε φοβερή. Τα τουφέκια πήρανε φωτιά και τα σπαθιά σπάσανε από το πελέκημα. Μαζί κι η Λένω Μπότσαρη, στο πλάι του πατέρα της του Νότη, έστρωνε γύρω της ματωμένα τούρκικα κορμιά. Όμως είναι αρίφνητη η Τουρκιά. Όσοι κι αν σκοτώνονται άλλοι έρχονται να πάρουν τη θέση τους. Λυγίζουνε οι περήφανοι και ανδρείοι Σουλιώτες. Οι περισσότεροι σκοτώνονται με τα σπαθιά στα χέρια. Μια δράκα απ’ αυτούς σπάνε τις τουρκικές γραμμές και πέφτουνε κάτω στο ρέμα, να περάσουνε τον Ασπροπόταμο και να γλιτώσουνε.

Ροβολάει τον κατήφορο και η Λένω με το γιαταγάνι στο χέρι βαμμένο απ’ το αίμα των Τουρκών.  Στο ρέμα, βρίσκει μια βρύση. Τρέχει να βρέξει λίγο το στόμα της που ’χει στεγνώσει απ’ τη μάχη και την τρεχάλα. Ακούει βογγητά. Κάνει έτσι στο πλάι και βλέπει τον πατέρα της το Νότη μέσα στα αίματα. Τρία τούρκικα βόλια έχουν τρυπήσει το κορμί του. Πέφτει, η Λένω,  πάνω του, τον αγκαλιάζει κλαίγοντας :

-Πατέρα !  Πατέρα! Τι να κάνω πατέρα;

Γνώρισε τη φωνή της ο πατέρας της. Της έσφιξε το χέρι:

-Φύγε, Λένω μου! Μη  πέσεις στα χέρια τους. Καλύτερα να πεθάνεις.

Ανατρίχιασε σύγκορμη η Λένω. Από μικρή δεν άκουγε άλλο παρά για Σουλιώτες και Σουλιώτισσες που προτιμήσανε το Θάνατο απ’ τη Σκλαβιά. Και να, τώρα, που είχε έρθει η δική της ώρα να διαλέξει.

-Η μάνα σου … πού είναι; Βόγγηξε ο Νότης Μπότσαρης.

-Δεν ξέρω, πατέρα … δεν ξέρω.

Έσκυψε, τον φίλησε. Πίσω της ακουγούντανε οι Τούρκοι που ροβολάγανε την κατηφοριά, κυνηγώντας τους Σουλιώτες και τα γυναικόπαιδα.

-Φεύγω, πατέρα. Έρχονται οι Τούρκοι. Συχώρα με που σ’ αφήνω.

Σκούπισε ο Νότης τα μάτια του από τα αίματα και τα δάκρυα. Κοίταξε τη Λένω  του που ’φευγε και σήκωσε το χέρι του σ’ αποχαιρετισμό. Ήξερε πως πια δεν θα ξανάβλεπε την κορούλα του την πολυαγαπημένη.  Ήθελε να της φωνάξει : «Γεια σου Λένω μου», όμως ένας κόμπος του ’φραζε το λαιμό. Γύρω του δεν άκουγε παρά μόνο ποδοβολητά και φωνές και κλάματα και ρεκάσματα γυναικών και παιδιών. Έγειρε, κοίταξε ένα σύννεφο που ’τρεχε στον ουρανό, κι  ύστερα μαύρισαν τα μάτια του.

(Ο θάνατος δεν τον καταδέχτηκε το Νότη Μπότσαρη. Πιάστηκε αιχμάλωτος, φυλακίστηκε απ’ τον Αλή Πασά, ξέφυγε  από τις αλυσίδες, βρέθηκε στον Όλυμπο να πολεμάει με τους κλεφταρματωλούς κι ύστερα στο κλεισμένο Μεσολόγγι. Θρήνησε εκεί τον Αετό του Σουλίου, τον Μάρκο Μπότσαρη, πολέμησε στην ηρωική έξοδο, αλλά ούτε κι εκεί τον συνάντησε ο Χάρος. Έζησε τη Λευτεριά, πήρε τιμές και αξιώματα και πέθανε στη Ναύπακτο στις 21 του Οκτώβρη του 1841).

Έτρεχε η Λένω να προφτάσει τις άλλες γυναίκες. Ήτανε πάνου – κάτου 160 γυναικόπαιδα. Κοντοστάθηκε λαχανιασμένη κάτου από ένα πλατάνι. Ακούει κοντά της περπατησιές. Βλέπει μέσα από τα δέντρα να ξεπροβάλλουνε πέντε αρβανίτες. Σηκώνει το γιαταγάνι. Πάνε να την περικυκλώσουνε. Τα μάτια τους γυαλίζουνε μπροστά στην ομορφιά της και την αψάδα της. Τρέχει η Λένω σαν Τη λαφίνα, περνάει ανάμεσά τους  και κατηφορίζει προς το ποτάμι. Τρέχουνε πίσω της οι Τουρκαρβανίτες. Φωνάζει ο ένας απ’ αυτούς :

-Βάι, βάι, μελεγκίμ (αγγελούδι): Δε λυπάσαι την ομορφιά σου; Μη λούλη μου (λουλούδι), καρτέρα με κι εγώ θα σε γλιτώσω».

Η Λένω όμως έχει φτάσει στην άκρη, κιόλας του ποταμού.  Κατεβασμένος απ’ το χειμώνα ο Ασπροπόταμος βουίζει πίσω της σαν δράκοντας κι από μπροστά της οι Τούρκοι πλησιάζουνε να βάλουνε χέρι πάνω της.  Άγριεψε το πρόσωπο της Λένως καθώς αγριεύει η λιόντισσα όταν ιδεί κάποιονε να σιμώνει  τα μικρά της. Σήκωσε το κουμπούρι για φοβέρα. Ήτανε άδειο μα οι Τούρκοι δεν το ξέρανε. Είχε ρίξει το τελευταίο της βόλι από ώρα πολύ, πάνω, στο Μοναστήρι του Σέλτσου, όταν βάρεσε έναν Τούρκο στο κούτελο τη στιγμή που πήδαγε πάνω από το ταμπούρι της. Έκραξε:

-Πίσω παλιότουρκοι. Μην ερχόσαστε σιμά γιατί θα πεθάνετε.

-Ρίξε, κόρη, τα άρματα.  Γλίτωσε τη ζωή σου.

-Μη κουνιέστε βήμα, μουρτάτες. Εγώ είμαι η Λένω του Μπότσαρη, η Σουλιώτισσα,  και ζωντανή δε θα με πιάσετε ποτέ.

Έκαναν ένα, έκαναν δυο βήματα, διστακτικά, οι Τούρκοι, είδανε που μπαταριά δεν ακούστηκε, ξεθαρρέψανε. Φτάσανε κοντά στη Λένω.

-Δε λυπάσαι, πουλάκι μου, τα νιάτα σου; Έλα να σε γλιτώσω. Της έκραξε μελιστάλαχτα ένας Λιάπης κι άπλωσε τα χέρια προς το μέρος της.

Η Λένω όμως είχε πάρει την απόφασή της. Εκείνο το τραγούδι του Ρήγα που είχε φτάσει μέχρι το Σούλι, είχε βάλει φωτιά στα φυλλοκάρδια της:

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή – παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»!

Πέταξε κάτω το κουμπούρι κι άπλωσε τα χέρια της προς τους Τούρκους. Χαμογέλασαν εκείνοι, κάνανε να πιάσουνε τα χέρια της Λένως. Τότε έμπηξε η Λένω μια άγρια κραυγή σαν εκείνη που έβαζε πολεμώντας στα ταμπούρια, άρπαξε δυο απ’ αυτούς, τους τράβηξε δυνατά και έπεσε μαζί τους στα αφρισμένα νερά του Αχελώου. Γρήγορα, τα ορμητικά νερά τους σκέπασαν και τους τρεις. Μόνο για λίγο κυμάτισαν πάνω στα ρέματα του νερού τα ξανθά μαλλιά της Λένως κι  ύστερα χάθηκαν κι αυτά. Κι έμεινε εκείνη η όχτη του Ασπροπόταμου που «πέταξε» η Λένω προς τη Λευτεριά και την Αθανασία, να λέγεται  «Το πήδημα της Καπετάνισσας». Κι όταν περνάγανε από κει οι γυναίκες των Αγράφων, σκύβανε, παίρνανε μια πέτρα, την πετάγανε στα νερά του ποταμού και λέγανε κάνοντας το Σταυρό τους:

-Θεός σ’ χωρέσει την Καπετάν - Ελένη!

Στόμα με στόμα έφτασε στους Σουλιώτες που γλιτώσανε αλλά και στους άλλους τους Έλληνες  πώς η γενναία Σουλιώτισσα, η εικοσάχρονη κόρη του Νότη Μπότσαρη, η Λένω, μόνη της τα ’βαλε με την Τουρκιά και «νίκησε» και έμεινε λεύτερη και αντρόπιαστη.

Και λέγανε την ιστορία της Λένως, σαν παραμύθι, τα βράδια του χειμώνα οι γιαγιάδες στα εγγόνια, στα ατέλειωτα νυχτέρια τους οι μεγάλοι, και νιώθανε μέσα στα στήθια τους να θεριεύει εκείνη η φωτιά, που λίγα χρόνια μετά, στα 1821, θα γινότανε πυρκαγιά και θα κατάκαιγε την Τουρκιά.

Κι εκεί, σε κάποιο νυχτέρι, την ώρα που οι γυναίκες λέγανε για τη Λένω του Μπότσαρη και κλαίγανε τα μάτια τους, έπιασε μια γιαγιά κατοχρονίτικη κι άρχισε ένα  μοιρολόι που της ορμήνευε η καρδιά της:

 

Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι

όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,

σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,

κ΄ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.

Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,

σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,

έχει και ΄ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.

Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.

Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,

σέρνω φουσέκια ΄ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις

-Κόρη, για ρηξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.

-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;

Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,

και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια.

 

Κι έμεινε τούτο το δημοτικό τραγούδι, φυλαγμένο σαν ακριβό φυλαχτάρι μέσα στο σεντούκι της ψυχής των Ελλήνων, για να μνημονεύει, όσο θα υπάρχει Ελληνισμός, τη Σουλιωτοπούλα, τη Λένω του Μπότσαρη, και να γίνεται αθάνατο κρασί του ’21, για να μεθάει κάθε καρδιά ελληνική. 

 

Σπάρτη 22-2-2021
Βαγγέλης  Μητράκος


Οδός Εμπόρων