Vekrakos
Spartorama | «Ο Σουλιώτης του Διονυσίου Σολωμού», από την Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογο

«Ο Σουλιώτης του Διονυσίου Σολωμού», από την Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογο

Ειρήνη Μπόμπολη 05/02/2021 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Πολιτισμός
«Ο Σουλιώτης του Διονυσίου Σολωμού», από την Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογο
«...ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό·»
Οδός Εμπόρων

«Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι·»  (Δ. Σολωμός, Α΄ Σχεδίασμα, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

(Ελεύθεροι  Πολιορκημένοι, Β΄ Σχεδίασμα)


Οι αξεπέραστοι στίχοι του Δ. Σολωμού είναι σε όλους μας γνωστοί. Ο κάμπος του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας και λίγο πριν την μεγάλη «έξοδο», το αθάνατο «αλωνάκι» του μεγάλου μας ποιητή Δ. Σολωμού, έγινε μέσα από την ποίησή του, σύμβολο αιώνιο απόφασης για ελευθερία, αψηφώντας τον βέβαιο θάνατο. (Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, Δ. Σολωμός , Α΄ Σχεδίασμα)

Νεκρική σιγή, ερημιά, θάνατος, η μάνα που πεινάει και ορκίζεται  εκδίκηση. Και παράμερα ο «καλός» Σουλιώτης.

Ας σκιαγραφήσουμε σε λίγες γραμμές το πορτραίτο του Σουλιώτη, όπως μας το δίνει ο ποιητής εδώ και όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την ιστορία που τον συνοδεύει.

Είναι ένας φυγάς, ένας εξόριστος από την πατρίδα του, το Σούλι, όταν αυτό με προδοσία ή όχι έπεσε στα χέρια του αδίστακτου και πολυμήχανου, Αλή Πασά(1803). Άλλοι Σουλιώτες τράβηξαν στα Τζουμέρκα, άλλοι στα Επτάνησα, άλλοι προς τη στερεά Ελλάδα. Διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι λοιπόν ένας άπατρις που κουβαλάει όμως μαζί του την πατρίδα, το πάθος και το πείσμα για ελευθερία, το στίγμα ίσως της προδοσίας ενός πολύχρονου αγώνα, τη διάψευση του απόρθητου «οχυρού» της πατρίδας του και φυσικά τη φήμη - πραγματικότητα του άξιου και αξεπέραστου πολεμιστή.

Με βάση τα παραπάνω ο «καλός» Σουλιώτης, ο άξιος, ο αντρείος, ο γενναίος, ο ωραίος στέκει «παράμερα». Το επίρρημα αυτό, το οποίο χρησιμοποιεί και στο Α΄ Σχεδίασμα ο ποιητής, δείχνει ακριβώς την αποξένωση από την φυσική του ιδιότητα που είναι ο πόλεμος και ο αγώνας για ελευθερία. Δηλώνει την κατάντια αυτών των αδούλωτων ανθρώπων που δεν ήταν μόνο θέμα ήττας στο Σούλι, αλλά και αντιμετώπισης από τους ίδιους τους φορείς της εξουσίας του αγώνα. Νιώθει θιγμένος και «άχρηστος». Δεν είναι μόνο η πείνα, όπως εύκολα εικάζουμε, είναι περισσότερο η ψυχική καταρράκωση. Γι΄ αυτό και κλαίει, δηλαδή θλίβεται, σκέφτεται, μονολογεί, αναρωτιέται και μιλάει στο όπλο του, τον μοναδικό του σύντροφο.

Το αποκαλεί «έρμο», «σκοτεινό» και «βαρύ». Το έρμο, πέρα από τη σημασία έρημο, μόνο, παραπέμπει και στην έννοια του δυστυχισμένου, του αξιοθρήνητου (π.χ. Έρμη φτώχια). Καταπληκτική η λαϊκή εκδοχή της λέξης από τον ποιητή. Το ντουφέκι εκτός από αξιοθρήνητο είναι και σκοτεινό, ο ρόλος του δεν είναι ξεκάθαρος. Η απραξία ενοχλεί τον Σουλιώτη. Ας θυμηθούμε εδώ τα επεισόδια που σημειώθηκαν στο Μεσολόγγι από Σουλιώτες που εκβίαζαν τον Μπάυρον να τους αφήσει να πάνε να πολεμήσουν άμεσα. Κι εκείνος βρισκόμενος σε αδιέξοδο μπροστά στην ασυγκράτητη απαίτησή τους  έδωσε το ελεύθερο, με αποτέλεσμα την φρικτή ήττα στο Πέτα Άρτας (4 Ιουλίου 1822).

Το έρμο και σκοτεινό τουφέκι στα χέρια ενός καλού Σουλιώτη που το μόνο που έμαθε είναι να ασκείται για πόλεμο, στα άγρια βουνά, γίνεται επικίνδυνο. Το όπλο, από μέσο αγώνα στα χέρια του νέου, γίνεται ενοχή  και «προδοσία». Ο ρόλος του σκοτεινός και απροσδιόριστος. Γύρω του σιωπή. Πείνα, εξάντληση, και αδιέξοδο. Απέξω από το στρατόπεδο «όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ’ άρματα σε κλειούνε». Και ο Αγαρηνός γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση.

Το όπλο στα χέρια του Σουλιώτη έγινε «βαρύ». Όχι τόσο από την πείνα, όσο από την έλλειψη προοπτικής του αγώνα. Το τουφέκι έγινε «βαρύ χρέος», έγινε «η τιμωρός αυτοσυνείδηση». Στο πρόσωπο του ηρωικού Σουλιώτη, καθρεφτίζεται κάθε αγωνιζόμενος Έλληνας εκείνης της καμπής του αγώνα! Η μόνη λύση στο δίλλημα αυτού του διαλόγου, Σουλιώτης- Όπλο θα δοθεί με την υπερβατική απόφαση της Εξόδου. Η κόψη του σπαθιού είναι ακριβώς το όριο μεταξύ σκλαβιάς και ελευθερίας, θανάτου και αθανασίας. Την ώρα που ο Σουλιώτης λύγισε «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», κατανόησε το βαθύτερο είναι του και τον προορισμό του. Όταν μέσα του ωρίμασε η απόφαση της εξόδου, κατανόησε πως η επιλογή του αυτή έχει νόημα πανανθρώπινο.

Λέγεται ότι πίσω από τον «καλό» Σουλιώτη του Σολωμού, λάμπει η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη, του ατρόμητου και παράτολμου Σουλιώτη που έγινε ο λεοντόκαρδος υπερασπιστής της πόλης του Μεσολογγίου και έδωσε με αυταπάρνηση τη ζωή του για τον Αγώνα. Ο Σολωμός δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιου αγωνιστή περισσότερο. Όλοι για αυτόν είναι οι αθάνατοι ήρωες. Μόνο στην περίπτωση του Μάρκου Μπότσαρη συγκινείται και ο ίδιος ο ποιητής και καταθέτει τη γνωστή ωδή του μετά τον θάνατο του ήρωα, όπου τον παρομοιάζει με τον Έκτορα της Τροίας.


Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει

η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·

κλεισμένο για πάντα το μάτι,

οπού ’χε πολέμου φωτιά·—

ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!



Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογος


Οδός Εμπόρων