Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου 2024
«Ήμουνα αυτόπτης μάρτυς. Ήμουνα στο άγαλμα του Διογένη, πουλούσα τσιγάρα. Ήμουνα έντεκα χρονών παιδί...»
27 Απριλίου του ΄41, όταν η Βέρμαχτ έμπαινε στην Αθήνα. Ήταν
Κυριακή του Θωμά, η μέρα που ενέπνευσε και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», το μέγα
τραγούδι του Τσιτσάνη. Κυρίως όμως, ήταν η μέρα που ο εύζωνας φρουρός της
Ακρόπολης, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, δεν άντεξε την ντροπή της παράδοσης του
Ιερού Βράχου στο Γερμανό αξιωματικό και, αντί να υποστείλει την ελληνική σημαία
για να την παραδώσει όπως τον είχε διατάξει ο διοικητής της γερμανικής φρουράς,
την υποστέλλει τραγουδώντας μόνος μπροστά τους Γερμανούς τον εθνικό ύμνο,
τυλίγει με αυτή το σώμα του και αυτοκτονεί πέφτοντας στο κενό. Ο ήρωας της Ακρόπολης, που ρίχθηκε στο κενό, τυλιγμένος με
τη Γαλανόλευκη, παραθέτουμε στοιχεία που συλλέξαμε, από Ελληνικές αλλά και
ξένες πηγές: Προφορικές μαρτυρίες: «Ήμουνα αυτόπτης μάρτυς. Ήμουνα στο άγαλμα του Διογένη,
πουλούσα τσιγάρα. Ήμουνα έντεκα χρονών παιδί. Και την ώρα ακριβώς που είχε
πέσει το βλέμμα μου απάνω στην Ακρόπολη -διότι είμαι γέννημα ανάθρεμμα βεβαίως, γεννημένος στο Θησείο – λοιπόν την ώρα που
έπεφτε το παιδί και χτυπούσε στους βράχους τόβλεπα αυτή την ώρα
ακριβώς, με τη σημαία τυλιγμένο. Ήταν 27 Απριλίου, την ημέρα που ήρθαν οι Γερμανοί να
κατεβάσουν την Ελληνική σημαία … Ναι, έτρεξα να πλησιάσω στο σημείο αυτό. Ναι,
ναι, ναι, ναι. Και δεν μπορούσα να μπω εγώ εκεί μέσα … Το παιδί … τρέξανε,
χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος
αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ, παιδάκι τότε, να χωθώ εκεί μέσα στη στοά της
Ακροπόλεως, να μαζέψω … να προσφέρω κάτι. Απλώς επήρα τα πράγματα και έφυγα.
Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Αφού κομματιάστηκε στον αέρα. Χτύπησε στους βράχους
της Ακροπόλεως και εκτινάχτηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό
το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτές από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω». «Ήμουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω από την
Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου – μια μέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο
ουρανό – ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στη μητέρα μου
να βγούνε από το σπίτι. Εγώ ήμουν στην ταράτσα, ήταν το πιο ψηλό σπίτι και
έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει νάταν
τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα
κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος βέβαια μέσα στη σύγχυση τη στιγμή
που μπαίναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά δεκαπέντε μέρες έρχεται και μου λέει: Μικρέ,
είχες δίκιο. Το είπε το BBC. Αλλά έχω και μια άλλη μαρτυρία να καταθέσω. Εμείς παίζαμε
στο θέατρο του Διονύσου όλη την κατοχή. Και θυμάμαι ότι οι γείτονες το ξέρανε
και αφήνανε εκεί στο βράχο κάτω από τη σπηλιά του Σωκράτη, ένα εικονισματάκι με
ένα καντήλι και λέγανε «Για τον τσολιά που έπεσε με τη σημαία την ημέρα που
μπήκαν οι Γερμανοί» Αυτό σημάδεψε τη ζωή μου, Ήτανε κάτι το συγκλονιστικό. Μπορώ
να πω δηλαδή ότι η αρχή της έννοιας «πατρίδα» δημιουργήθηκε μέσα μου σε πολύ
μικρή ηλικία». Και το 1990 στο Ριζορπάστη συνοψίζονται οι ενέργειες του
Ναυπλιώτη για τη αποκατάσταση της μνήμης του Κουκίδη. Μερικοί ιστορικοί ερευνητές, χωρίς να απορρίπτουν τελεσίδικα
την κυκλοφορούσα φήμη περί Κ. Κουκίδη ως ιστορικού γεγονότος, είναι
επιφυλακτικοί ως προς την υπαρκτή πράξη του ηρωϊκού συμβάντος του
αυτοθυσιασθέντος φρουρού της Ακρόπολης. Παρουσιάστηκαν όμως και φωνές που ούτε καν ακούσανε έστω και
ψίθυρο περί Κουκίδη, όταν η Αθήνα βούιζε γι’ αυτό το ηρωικό γεγονός. Φαίνεται
ότι θάταν βαρύτατο πάπλωμα που τους πλάκωνε. Στις 27 Μαΐου 2006 τελέστηκε Μνημόσυνο για τον Κ. Κουκίδη
στον ναό του Αγ. Νικολάου στην Αθήνα. Κλείνω με την προβολή του ποιήματος του Ευσκίου Πεύκη. «Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη, βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές. Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη, Εβούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές, Μα η Γαλανή Παντιέρα επάνω στον ιστό της ψηλά στον Παρθενώνα μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρό της κυμάτιζεν ακόμα! Στον ιερό το χώρο της δόξας της παλιάς με τ’ όπλον εις τον ώμο βημάτιζε ο τσολιάς κι εκεί μες στα συντρίμμια των δοξαστών μαρμάρων τoύπαν πως η Ελλάδα βρίσκεται Τώρα σκλάβα στα χέρια των βαρβάρων! Των Ούνων η αντάρα στην ακοή του φθάνει, δαγκώνοντας τα χείλη. γονάτισε στη γη μπροστά εις την Σημαία κι ωρκίσθη «να πεθάνη, αν από τον ιστό της εκείνη κατεβή.’ Σαν τέλειωσε τον όρκο επρόβαλε από πέρα Ούνος επιλοχίας και δίνει προσταγή: Τσολιά, τη Γαλανή σου, κατέβασε, Παντιέρα, Η Σβάστικα του
Φύρερ επάνω ν’ ανεβή … Εις του φρουρού τα στήθη σα νάμπηξε μαχαίρι, μ’ αγριεμένο μάτι κοιτά το Γερμανό και με θυμό του λέει: – Με το δικό μου χέρι, των Σημαιών τ’ αστέρι εγώ δεν κατεβάζω από τον ουρανό…! Τη Γαλανή Παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι κι ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό, σκύβει και τη φιλάει, τριγύρω του τη δένει και πέφτει στο γκρεμό! Την ώρα αυτή φωνάζει η ΑΘηνά από πέρα: – Γενναίο παλικάρι, στο όρκο σου πιστό, τώρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θάρθη η μέρα, τη Γαλανή Παντιέρα και πάλι ν’ ανεβάσης σε πιο ψηλόν ιστό !». Πηγές: hellas-now.com, Χαράλαμπος Ρούπας
«Costa
Koukidis, a Greek soldier, was guarding Greece’s blue and
white flag
on the Acropolis, in Athens, when a squad οf unιfοrmed Nazis marched up tο him. «Haul
that down they said and run up this Swastika banner". Costa slowly haztled down
hίs country’s colours.
He paused a moment with eyes fίxed on the German offιcer. Then he wrapped the flag around his bοdy and buried himself over the roof – hίgh battlements. Τhat story has just reached me
through Greek channels».
«ο Κ. Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, φρουρός της γαλανόλευκης
ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, όταν μια ομάδα ναζί τον πλησίασε κρατώντας τη
σβάστικα και τον διέταξε να κατεβάσει το Ελληνικό Εθνικό σύμβολο, αυτό το
υπέστειλε, τυλίχθηκε μ’ αυτό και βούτηξε στο κενό. Αυτοκτόνησε …»