Vekrakos
Spartorama | «Σκηνές της Ζωής...», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Σκηνές της Ζωής...», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 06/02/2020 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Φιλοσοφία
«Σκηνές της Ζωής...», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Τι μας έφταιξαν τα παιδιά και τα εξορίσαμε απ’ τη χαρά της ζωής;»
Οδός Εμπόρων

«Γειααααα …»

Διάβαινα τον μακρύ πολύβουο δρόμο της πόλης βουλιαγμένος στις σκέψεις μου, όταν μια φωνούλα ήρθε από ψηλά σαν ψιχάλα πρωτοβρόχινη, σαν ανάσα αέρα σε καλοκαιριάτικο μεσημέρι, σαν ανατριχίλα νερού σε λίμνη που κοιμάται:

-Γειααααα …!

Έστρεψα το βλέμμα μου στα ψηλά. Από τον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας ένας μπόμπιρας ως τριών χρόνων  είχε αρπαχτεί στα κάγκελα, έκανε ακροστασία για να βλέπει κάτω στο δρόμο, με «χάιδευε» με τα λαμπερά του μάτια και με «φώτιζε» με το φαρδιόπλατο παιδικό του χαμόγελο.

-Γειααααα…! Μου ξαναφώναξε σαν είδε πως τον κοίταζα !

Σταμάτησα. Του χαμογέλασα κι εγώ. Του κούνησα το χέρι και του ανταπέδωσα στο ίδιο ύφος τον χαιρετισμό:

-Γεια σουουου …!

-Μαμά, μαμά, μου είπε «γεια σου», φώναξε καταχαρούμενος ο μπόμπιρας και στράφηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ύστερα ξανακόλλησε  στα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού κοιτάζοντάς με μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο λουλούδια και ήλιους και φεγγάρια κι αστέρια και ανατολές.

Στα «φυλακισμένα» μάτια του έβλεπα παιδάκια άλλων καιρών, ξυπόλητα, ηλιοκαμένα, με τις σφεντόνες στην κωλότσεπη και τα τσέρκια στο χέρι, να τρέχουν στις αλάνες, να παίζουν με τα χώματα και τις πέτρες βουτηγμένα στη σκόνη και στον ιδρώτα, να πλατσουρίζουν σε αυλάκια που πότιζαν μπαξέδες και να ζυμώνουν με τα πόδια τις λάσπες, να κυνηγάνε και να πετροβολούν (για παιχνίδι) κότες και γάτες και σκυλιά, να κόβουν και να μασουλίζουν μούρες, καΐσια, πορτοκάλια, ρόδια και λωτούς από κήπους και μπαξέδες, να παίζουν «κουτσονήλιο», «αμπάριζα», «κρυφτό» και «κυνηγητό», «κλέφτες κι αστυνόμους», «πινακωτή – πινακωτή από τ’ άλλο μου τα αυτί», «πού ’ν’ το – πού ’ν’ το το δαχτυλίδι», «περνά – περνά η μέλισσα», «τα πεντόβολα», την «κολοκυθιά» … να κάνουν «ζημιές» και να τρέχουν να κρυφτούν, να μαλώνουν μεταξύ τους και την άλλη στιγμή να τα ξαναφτιάχνουν, να τρώνε φέτες ψωμιού  αλειμμένες με τον «μπελντέ», να κλοτσάνε τα αγόρια αυτοσχέδιες πάνινες μπάλες και τα κορίτσια να «νανουρίζουν» κούκλες από κουρέλια, να γδέρνουν γόνατα και αγκώνες σε ατέλειωτα πεσίματα, ν’ ανασαίνουν όλη μέρα λεύτερο αέρα, γη και ουρανό.

Και τώρα; Τι μας έφταιξαν τα παιδιά και φυλακίσαμε  έτσι τις ζωές τους; Τι μας έφταιξαν τα παιδιά και τα εξορίσαμε απ’ τη χαρά της ζωής;

Ξαφνικά ήθελα να φωνάξω στον μικρούλη μια «συγγνώμη». Δεν το  ’κανα. Τι να καταλάβουν τα παιδιά από τις συγγνώμες των μεγάλων; Μόνο τού χαμογέλασα ξανά, του κούνησα το χέρι σε αποχαιρετισμό και άρχισα να απομακρύνομαι ενώ η φωνούλα του με ακολουθούσε σαν κελάδημα πουλιού:

-Γειαααα …!

 

«Τα πρωινά στο μοναδικό πάρκο συνωστίζονται τα φυλακισμένα παιδιά των γύρω πολυκατοικιών και αγριεύουν στο παιχνίδι (θυμάσαι, εμείς, κάποτε, ηρεμούσαμε παίζοντας), το μεσημέρι ο ήλιος και η αρμύρα το ξεραίνουν, για να παραδοθεί αργά το βράδυ στην ημιθανή ερημιά της επαρχίας.»
Κ. Ι. Χαρπαντίδης, Μανία πόλεως,  Επικαιρότητα


6-2-2020
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων