Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ως επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, υπεύθυνη του Παραρτήματος της Σπάρτης, της Κουμανταρείου Πινακοθήκης, τις περισσότερες ώρες τις πέρασα καθισμένη στο πάτωμα παρά στην καρέκλα του γραφείου
To Ελληνικό Παιδικό Μουσείο το πρωτογνώρισα, το 1994, στην
οδό Δημητρέσσας, στους Αμπελόκηπους. Κατέβηκα τα δυο τρία σκαλιά από το επίπεδο
του πεζοδρομίου για να βρεθώ σε έναν μεγάλο παραλληλόγραμμο χώρο με καλυμμένες
τις πλευρές των τοίχων του με κουτιά. Με περίμενε η Μπέλλα (Μουρατιάν), για να
μου πάρει συνέντευξη που θα έκρινε και την αποδοχή μου ή μη στο τμήμα της
εκπαίδευσης (Εκπαίδευση Ερμηνευτών). Είχα αγωνία, γιατί στήριζα ελπίδες σ’ αυτή
την εκπαίδευση, προκειμένου να βρω λύσεις στο «άνοιγμα» κυρίως των παιδιών της
προσχολικής ηλικίας, όταν θα στέκονταν μπροστά στο έκθεμα. Η αγωνία μου εντάθηκε από την εικόνα που παρουσίαζε το
Μουσείο· ήταν ένα Μουσείο που δεν ήταν Μουσείο. Ο ορισμός της έννοιας του
Μουσείου, ακόμη και με τη μεγαλύτερη επιείκεια, δεν ανταποκρινόταν σε ό,τι
χαρακτηριζόταν ως «Ελληνικό Παιδικό Μουσείο». Ορισμοί της έννοιας του Μουσείου
που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς και από διαφορετικούς φορείς ομογνωμούν
τουλάχιστον στο ότι τα «εκθέματα» αποτελούν στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ του Μουσείου·
οι ορισμοί αυτοί διευκρινίζουν ότι το Μουσείο υποχρεούται να αποκτά εκθέματα,
να τα συντηρεί, να τα μελετά και να τα γνωστοποιεί στο κοινό. Στο «Ελληνικό
Παιδικό Μουσείο» δεν υπήρχαν καν εκθέματα παρά μόνο «κουτιά» που άνοιγαν κάθε
φορά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες εκάστου εκπαιδευτικού προγράμματος. Παρακολούθησα με ασκητική συνέπεια για δυο χρόνια την
εκπαίδευση του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου και η αγωνία της αρχής έδωσε σιγά
σιγά τη θέση της σε έναν άκρατο ενθουσιασμό. Το Μουσείο μεταφέρθηκε από την οδό
Δημητρέσσας στην οδό Κυδαθηναίων, στο ωραίο νεοκλασικό κτήριο που του
παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων. Έζησα αυτή την αλλαγή και το μουσείο να
μεταμορφώνεται ... σε Μουσείο· να αποκτά τα μόνιμα εκθέματά του, να διοργανώνει
τις περιοδικές του εκθέσεις, τα εκπαιδευτικά του προγράμματα, να συνεχίζει τον
κύκλο της εκπαίδευσης ερμηνευτών στους μουσειακούς χώρους, να υποδέχετει στα
είκοσι δύο χρόνια της λειτουργίας του, στον χώρο αυτό, περισσότερους από ένα
εκατομμύριο μικρούς και μεγάλους επισκέπτες. Η έκτη Νοεμβρίου 2016 ήταν η τελευταία ημέρα που το Ελληνικό
Παιδικό Μουσείο υποδέχτηκε τους φίλους του. Ημέρα αποχαιρετισμού και μνήμης: η
Μπέλλα, η Χριστίνα, η Έβελυν, η Ελένη, η Δέσποινα ήταν όλες εκεί. Δεν είδα τη
Σοφία (Ρωκ-Μελά). Η μνήμη μου την κρατά ως δασκάλα, να μας αντικρύζει όλους με
μια απίστευτη υπομονή, να ακούει τις αντικρουόμενες απόψεις, να μην δυσφορεί με
τις αφελείς μας παρατηρήσεις και μετά να ενορχηστρώνει ό,τι ήταν τόσο
παράταιρο· γεμάτη νεύρο και ενέργεια σε έσπρωχνε στη δουλειά λες κι από τη
δουλειά σου εξαρτιόταν ο κόσμος. Τι έμαθα από το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο; Να καλωσορίζω
πάντα τα παιδιά στο δημοκρατικότερο γεωμετρικό σχήμα, στον «κύκλο», καθισμένη
εγώ κι αυτά στο πάτωμα. Είκοσι χρόνια ως επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης,
υπεύθυνη του Παραρτήματος της Σπάρτης, της Κουμανταρείου Πινακοθήκης, τις
περισσότερες ώρες τις πέρασα καθισμένη στο πάτωμα παρά στην καρέκλα του
γραφείου. Ούτε σε ένα – από τα χιλιάδες παιδιά – δεν χρειάστηκε να υψώσω τον
τόνο της φωνής, αφού κανόνες και περιορισμούς στη συμπεριφορά τους έθεταν τα
ίδια και τηρούσαν με συνέπεια και υπευθυνότητα το «συμβόλαιό» τους. Έμαθα να
ακούω τις απόψεις τους και να τις συνθέτω· να συνειδητοποιώ ότι οι γνώσεις, εάν
δεν συνοδεύονται από πάθος, συναίσθημα, μεράκι, ευφάνταστες προτάσεις, δεν
αγγίζουν τα παιδιά. Να ξεκλειδώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους με το
κλειδί που τα ίδια μού εμπιστεύονταν μπροστά στο αντικείμενο. Και πάνω από όλα
κατάφερα να φεύγουν από την Πινακοθήκη, χωρίς να θέλουν να φύγουν. Ο συνήθης
αποχαιρετισμός, και αξιολόγηση ταυτόχρονα, συνοψιζόταν σ’ ένα ρήμα: «θα ξανάρθω
... και θα ξανάρθω!». Το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο θα στεγαστεί στο Ωδείο Αθηνών,
στο εμβληματικό κτήριο που σχεδίασε ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και αποτελεί
μνημείο αρχιτεκτονικής της σχολής του Bauhaus. Μοιάζει οξύμωρο, ένα κτήριο που
παραμένει ημιτελές να έχει προσφέρει τόσες ολοκληρωμένες δράσεις στο κοινό.
Νομίζω ότι τον επιτυχέστερο ορισμό του Ωδείου Αθηνών (παρόλο που οι προθέσεις
των επιμελητών είναι άλλες), απετέλεσε η ηχητική/μουσική εγκατάσταση του
Γιώργου Κουμεντάκη και του Σταύρου Γασπαράτου (Pessage through the Abyss, 2016.
Site specific, ηχητική/μουσική εγκατάστση) έργο που τους ανετέθη από τον
Οργανισμό «ΝΕΟΝ», σε σύμπραξη με την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής,
στο πλαίσιο της έκθεσης «Flying over the Abuss-Η Υπέρβαση της Άβυσσος» που
φιλοξενήθηκε στο Ωδείο. Στο τελευταίο δωμάτιο της έκθεσης («Δωμάτιο 6») σύμφωνα
με την πορεία που ακολούθησα, απέληγαν όλοι οι ήχοι του Ωδείου, από τα έγκατά
του και τους δαιδαλώδεις χώρους του· ήχοι αλλοτινοί και τωρινοί που έσμιγαν τις
προσδοκίες για νέες φωνές, φωνές παιδιών που θα παίζουν, θα γελούν και θα
ανοίγουν με αισιοδοξία διάπλατα τα μάτια τους στο μέλλον.