Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Ελαττωματικό από τη γένεσή του» το ενιαίο νόμισμα, υποστηρίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος. Γιατί δεν λειτουργεί και πώς ουσιαστικά υπονομεύει το ευρωπαϊκό πρότζεκτ. Εισηγείται την εισαγωγή ενός «Βόρειου» και ενός «Νότιου» Ευρώ.
Στο ότι η Ευρώπη, και ιδιαίτερα η ευρωζώνη, δεν τα πηγαίνει
καλά από την κρίση του 2008 και μετά, δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Το κοινό
νόμισμα υποτίθεται ότι θα έφερνε ευημερία και θα ενίσχυε την ευρωπαϊκή
αλληλεγγύη. Έχει κάνει ακριβώς το αντίθετο, με υφέσεις σε κάποιες χώρες,
μεγαλύτερες και από τη Μεγάλη Ύφεση. Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει, θα
πρέπει να απαντήσει σε ένα άλλο: τι πήγε στραβά. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι
φορείς χάραξης πολιτικής έχουν κάνει μια σειρά λάθη –υπερβολική λιτότητα και
κακοσχεδιασμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένα
πρόβλημα με το ευρώ, που δε θα μπορούσε να λυθεί αν βάλουμε κάποιον άλλο
επικεφαλής. Διαφωνώ. Υπάρχουν πιο θεμελιώδη προβλήματα στη δομή της ευρωζώνης,
τους κανόνες και θεσμούς που την καθοδηγούν και την συνιστούν. Αυτά μπορεί
κάλλιστα να είναι ανυπέρβλητα, εγείροντας την προοπτική πως έχει έρθει ο καιρός
για μια πιο ολοκληρωμένη αναθεώρηση του κοινού νομίσματος, μέχρι και του
σημείου της διάλυσής του. Για να το θέσω απλά, το ευρώ ήταν ελαττωματικό από τη γένεσή
του. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αφαίρεση δύο βασικών μηχανισμών προσαρμογής,
όπως τα επιτόκια και οι ισοτιμίες, χωρίς να μπει κάτι άλλο στη θέση τους, θα
καθιστούσαν δύσκολη την μακροοικονομική προσαρμογή. Αν προστεθεί σε αυτό μια
κεντρική τράπεζα με την εντολή να εστιάζει στον πληθωρισμό και με τις χώρες να
περιορίζονται επιπρόσθετα από τα ελλείμματά τους, το αποτέλεσμα θα είναι
υπερβολικά υψηλή ανεργία και ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συστηματικά κάτω της
δυνητικής παραγωγής. Με τις χώρες να δανείζονται σε ένα νόμισμα που δεν είναι
υπό τον έλεγχό τους, και χωρίς κανένα εύκολο μηχανισμό ελέγχου των εμπορικών
ελλειμμάτων, οι κρίσεις ήταν προβλέψιμες. Η εναλλακτική στην προσαρμογή των ονομαστικών
συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι η προσαρμογή των πραγματικών –να πέφτουν οι
ελληνικές τιμές σχετικά με τις γερμανικές. Αλλά δεν έχουν θεσπιστεί κανόνες που
θα μπορούσαν να επιβάλουν την αύξηση των γερμανικών τιμών και το κοινωνικό και
οικονομικό κόστος του να εξαναγκαστούν οι ελληνικές τιμές να πέσουν αρκετά
είναι τεράστιο. Κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί την πιο γρήγορη ανάπτυξη
της ελληνικής παραγωγικότητας σε σχέση με την γερμανική ως εναλλακτικό τρόπο
«προσαρμογής», αλλά κανείς δεν έχει βρει πώς να το κάνει αυτό. Το ίδιο ισχύει
και για την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ελλείψει μιας συνολικής στρατηγικής, η
τρόικα είναι επιθετική, θεσπίζοντας νέους κανόνες για το φρέσκο γάλα και το
μέγεθος στις φρατζόλες του ψωμιού. Το αν αυτοί είναι επιθυμητοί, είναι κάτι που
μπορεί να συζητηθεί. Το ότι δεν πρόκειται να επιτύχουν την επιθυμητή προσαρμογή
στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, όχι. Οι αλλαγές στους κανόνες που είναι απαραίτητες για να
λειτουργήσει το ευρώ, είναι μικρές από οικονομική άποψη. Μια κοινή τραπεζική
ένωση και, ακόμη πιο σημαντικό, κοινή ασφάλιση στις καταθέσεις. Κανόνες για να
περιοριστούν τα εμπορικά πλεονάσματα. Ευρωομόλογα ή κάποιος παρόμοιος
μηχανισμός για να αμοιβαιοποίηση του χρέους. Νομισματική πολιτική που εστιάζει
περισσότερο στην απασχόληση, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα, όχι μόνο στον
πληθωρισμό. Στο μεταξύ, η βιομηχανική και άλλες πολιτικές θα έπρεπε να
προσανατολίζονται στο να βοηθήσουν τις βραδυκίνητες οικονομίες να φτάσουν τις
κορυφαίες. Ακόμη πιο σημαντικό: μια μετατόπιση από τη λιτότητα σε
δημοσιονομικές πολιτικές που προσανατολίζονται στην ανάπτυξη. Αλλά αυτές
φαίνονται πολύ μακρυά από τις σημερινή πολιτική της Ευρώπης, με τη Γερμανία να
επιχειρηματολογεί ακόμη ότι «η Ευρώπη δεν είναι ένωση μεταβιβάσεων» (transfer union). Οι καλές ρυθμίσεις στα νομίσματα δεν μπορούν να διασφαλίσουν
την ευημερία. Οι κακές ρυθμίσεις οδηγούν σε υφέσεις και μεγάλες υφέσεις
(depressions). Και μεταξύ των τύπων των ρυθμίσεων που για καιρό συνδέονται με
μεγάλες υφέσεις είναι οι λεγόμενες «pegs», όπου η αξία του νομίσματος μιας
χώρας είναι σταθερή σε σχέση με μιας άλλης. Ένα κοινό νόμισμα δεν είναι ούτε
απαραίτητο, ούτε αρκετό για στενή οικονομική και πολιτική συνεργασία. Η Ευρώπη
χρειάζεται να εστιάσει στα σημαντικά για να πετύχει αυτό το στόχο. Το τέλος του
κοινού νομίσματος δεν θα είναι το τέλος του ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Οι άλλοι
θεσμοί της ΕΕ θα παραμείνουν: θα εξακολουθούν να υπάρχουν το ελεύθερο εμπόριο
και η μετανάστευση. Είναι σημαντικό να υπάρξει ομαλή μετάβαση έξω από το ευρώ,
με «φιλικό διαζύγιο», πιθανώς κινούμενοι προς ένα σύστημα «ευέλικτου
ευρώ συστήματος», με, ας πούμε, ένα ισχυρό Βόρειο Ευρώκαι ένα πιο μαλακό Νότιο
Ευρώ. Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα
είναι να αντιμετωπιστεί το χρέος που έχει μείνει. Το ευκολότερος τρόπος για να
γίνει αυτό είναι να μετατραπούν όλα τα χρέη σε ευρώ, ως χρέη σε «Νότιο Ευρώ». Καθώς οδεύουμε προς μια ψηφιακή οικονομία, η σύγχρονη
τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα για μια σειρά μεταρρυθμίσεις που στηρίζονται
στην αγορά, οι οποίες μπορούν να επιτύχουν ταυτόχρονα τον τριπλό στόχο της
πλήρους απασχόλησης, του ισορροπημένου εμπορικού ισοζυγίου και της
δημοσιονομικής ισορροπίας, μέσω δημοπρασιών πίστωσης και ηλεκτρονικές εμπορικές
συναλλαγές (tokens). Στο τρέχον παγκόσμιο σύστημα, βασιζόμαστε στις κεντρικές
τράπεζες για να ορίσουν τα επιτόκια, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο το
εμπορικό ισοζύγιο, η επένδυση και η κατανάλωση που θα βγει από αυτό θα είναι
«σωστά». Συνήθως δεν είναι. Η εναλλακτική προσέγγιση εστιάζει στις ποσότητες,
ας πούμε, της επένδυσης και του εμπορικού ισοζυγίου που χρειαζόμαστε και
αφήνουμε την αγορά να ορίσει την τιμή ώστε να επιτευχθεί αυτό. Με τον καιρό, οι διακυμάνσεις στις ισοτιμίες θα μπορούσαν να
περιοριστούν καθώς οι θεσμοί θα αναπτύσσονται. Το ευέλικτο ευρώ είναι μια
στρατηγική για την ενσωμάτωση της προόδου στην οικονομική ολοκλήρωση που έχει
ήδη γίνει, ενώ θα παρέχεται και χώρος για μεταρρυθμίσεις. Το κοινό νόμισμα υποτίθεται ότι θα ήταν ένα μέσο για να
επιτευχθεί ο στόχος. Εχει γίνει στόχος το ίδιο –ένας στόχος που υπονομεύει πιο
δοκιμές πλευρές του ευρωπαϊκού πρότζεκτ, καθώς μεταδίδει διχασμό και όχι
αλληλεγγύη. Ένα «φιλικό διαζύγιο» -ένα σχετικά ήπιο τέλος στο ευρώ, ίσως
με τη θέσπιση του προτεινόμενου συστήματος του «ευέλικτου ευρώ»- θα μπορούσε να
επαναφέρει την Ευρώπη στην ευημερία και να δώσει στην ήπειρο τη δυνατότητα να
εστιάσει για μία ακόμη φορά, με αναζωπυρωμένη αλληλεγγύη, στις πολλές
πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Η Ευρώπη ίσως πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ για να σώσει την
Ευρώπη και το ευρωπαϊκό πρότζεκτ. *Ο Joseph Stiglitz είναι οικονομολόγος βραβευμένος με Νόμπελ
και συγγραφέας του βιβλίου «Ευρώ: Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της
Ευρώπης».