Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
«Δεν έχει καμμία σχέση με την ελπίδα, ούτε με την αισιοδοξία ή την προσδοκία. Ακόμα και με την πίστη πως το αδύνατο γίνεται δυνατό δεν έχει σχέση»
Μας παίρνει μαζί του ο χρόνος χωρίς να ξέρουμε που μας πάει.
Στα τυφλά περπατάμε μέσα στη ζωή. Νομίζουμε ότι προχωρούμε στα σίγουρα και με
ό,τι κάνουμε εξασφαλίζουμε σιγουριά. Στην πραγματικότητα όμως πάμε στα τυφλά
χωρίς να ξέρουμε στο επόμενο βήμα μας αν θα πέσουμε σε γκρεμό, ή θα πατήσουμε
φίδια ή βρωμιές, αν θα πνιγούμε ή θα σκοτωθούμε. Αν θα μας χτυπήσει βαριά
αρρώστια ή κεραυνός. Φανταζόμαστε πως δεν θα συμβεί ποτέ σε μας το κακό. Σαν
τον Έκτορα που όταν σκότωσε τον Πάτροκλο έβγαλε την πανοπλία του Αχιλλέα και τη
φόρεσε η ίδιος καμαρώνοντας. Τότε βλέποντάς τον από ψηλά ο Δίας του είπε: «Αχ,
άμοιρε, δεν σου περνάει απ’ το μυαλό ότι ο θάνατος σε περιτριγυρίζει. Είναι
κοντά για σένα, μόνο εσύ φορείς τα αθάνατα όπλα ενός πολύ γενναίου άντρα». Και
αφού δεν φανταζόταν το θάνατο ούτε ο Έκτορας που ήταν διαρκώς εκτεθειμένος σ’
αυτόν, πόσο μάλλον εμείς οι άλλοι. Ένα έργο έβλεπα στην τηλεόραση από εκείνα που δεν τα λες
αξιώσεων ή σοβαρά. Να ξεκουράσω το μυαλό και γιατί έπαιζε ο Βέγγος σ’ αυτό το
έργο, γέροντας πια. Και σε μια στιγμή είπε: «Αποκλείεται. Εκτός και γίνει
κανένα θαύμα». Και ο μικρός την ίδια στιγμή ρώτησε: -Παππού, τί είναι θαύμα; Καρφί ερώτηση. Από κείνες που κάνουν τα παιδιά, δεν τις
περιμένεις και δεν έχεις τι να απαντήσεις. Σαν αυτή που έκανε το μικρό παιδί
πάλι στον θείο του, όταν σταμάτησε να παίζει το βιολί. -Θείε, τί γίνεται η μουσική, όταν σταματάς να παίζεις; Και ο θείος μετά το πρώτο ξάφνιασμα: -Μένει εδώ γραμμένη στην παρτιτούρα. -Όχι, θείε, αυτή η μουσική που είναι γραμμένη στο χαρτί εκείνη
που έπαιζες τί έγινε; Πού πήγε; Έτσι και στην τηλεοπτική σειρά της αράδας. «Παππού, τί είναι
θαύμα;» Και στήνεις αυτί πια ν’ ακούσεις τι θα απαντήσει ο γέροντας. Και ο
Θανάσης Βέγγος αμέσως δίχως να σκεφτεί: -Θαύμα, παιδί μου, είναι το αναπάντεχο καλό. Ομολογώ ότι αυτός ο ορισμός του θαύματος από τον Θανάση
Βέγγο με ξάφνιασε ευχάριστα. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι αποτέλεσε για μένα
ένα θαύμα, μια διέξοδο και λύση στο πρόβλημα. Πρώτα πρώτα γιατί είναι ο ωραιότερος ορισμός για το θαύμα
που άκουσα ποτέ. Ο πιο σύντομος, πλήρης, άμεσος και ακαριαίος. Σαν εκείνον που
διετύπωσε κάποτε ο Κολοκοτρώνης για την ψυχή. Ψυχή, είπε, είναι φύσημα θεού.
Σαν τον ορισμό της μάνας όταν κηρύχτηκε πόλεμος και το μικρό παιδάκι τη ρώτησε:
Μάνα, τί είναι πόλεμος; Και η μάνα: Πόλεμος, παιδάκι μου, είναι ο φονιάς της
χαράς. (Αλήθεια ο πόλεμος μόνο είναι φονιάς της χαράς; Μήπως όσα βλέπουμε
παντού γύρω μας και ζούμε δεν είναι φονικός πόλεμος;) Έτσι κι εδώ. Ως θαύμα ορίζεται το αναπάντεχο καλό. Δεν ξέρω
αν το είπε ο Βέγγος ή είναι του σεναριογράφου η φράση, ούτε αν ο ίδιος ο Βέγγος
είναι και ο συγγραφέας της σειράς. Πάντως ο ορισμός είναι ο ωραιότερος που
άκουσα ή διάβασα ποτέ μου. Έχει χρόνια που προσπαθούσα μελετώντας να καταλάβω
τί είναι θαύμα και ποτέ δεν γεύτηκα αυτή τη χαρά. Ενώ τούτος ο ορισμός είναι
κατανοητός, σαφής, χειροπιαστός, αληθινός. Όταν αναπάντεχα σου συμβεί κάτι καλό
που δεν το καρτερείς, δεν το ελπίζεις καν. Αν συμβεί, αυτό είναι θαύμα. [Αν συμβεί. Συμβαίνει. Συμβάν. Μεγάλες λέξεις. Συν+βαίνει
(συμβαίνει) δηλ. περπατάει μαζί μου, το συμβάν. Και ποιό είν’ αυτό που
περπατάει μαζί μου; Η τύχη, η μοίρα. Αυτή περπατάει μαζί μας και μας ακολουθεί.
Βαίνει (βαδίζει) συν (μαζί). Και μεις ανυποψίαστοι ότι η μοίρα μάς ακολουθεί.
Κατά τα άλλα οι επιστήμονες διδάσκουν να καταργηθούν οι μετοχές ή να δίνονται
αναλυμένες. Αλήθεια το συμβάν πώς θα το πούμε; Μας έφαγε, βλέπετε, η πολλή
κουλτούρα.] Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θαύμα, στον ορισμό του Βέγγου και
όχι όπως τό ’χουμε περιορίσει στη θρησκεία, το οποίο ας με συγχωρήσουν οι ιερωμένοι
και οι θεολόγοι, δεν λέει τίποτα. Όπως ότι έκοψαν τάχα το κεφάλι του αγίου και
’κείνο εξακολουθούσε να μιλάει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια ή η εικόνα δακρύζει ή
έγινε λιτανεία κι έβρεξε κι άλλα τέτοια παράδοξα, που αποδίδονται σε υπερφυσικά
φαινόμενα, δεν εξηγούνται με τη λογική και τη φυσική τάξη, παρά μονάχα με τη
δραστήρια μετοχή στη ροή τους, όπως λένε, των θεϊκών δυνάμεων. Δεν έχει καμμία σχέση με την ελπίδα, ούτε με την αισιοδοξία
ή την προσδοκία. Ακόμα και με την πίστη πως το αδύνατο γίνεται δυνατό δεν έχει
σχέση. Καίτοι αυτό το τελευταίο είναι κοντά στην έννοια του θαύματος που δίνουν
οι θρησκείες. Εδώ δεν μιλάμε για τέτοια θαύματα. Ούτε για «σημεία του ουρανού».
Στον ορισμό όμως του Βέγγου προβάλλει η αρχαιοελληνική
έννοια της λέξεως. Ό,τι δηλαδή υπέροχο προκαλεί θαυμασμό όταν το βλέπεις. Έτσι
ακόμα κι ο Πολύφημος για παράδειγμα, ήταν, λέει ο Όμηρος, «θαύμα πελώριον». Ή
μια ωραία γυναίκα ήταν «θαύμα βροτοίσι». Και χαρακτηριστικό το «θαύμα ιδέσθαι»
ήτοι θαυμάσιο πράγμα. Έτσι ταιριάζει το νόημα του θαύματος του Βέγγου με το
αρχαίο νόημα της λέξης. Κι από δω και πέρα έχουμε το αναπάντεχο, που δεν το
περιμένει κανείς, το ξαφνικό που δεν είχαμε λογαριάσει ποτέ και αυτό να είναι
καλό. Ίσον θαύμα. Βρίσκεις πραγματικά διαμάντια σε κάτι τέτοιες σειρές κι ας
είναι από κείνες που τις λένε ελαφρές. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που φτιάχνουν
ωραία πράγματα. Και τον χρησιμοποίησαν σωστά τον γέρο Βέγγο σ’ αυτήν την σειρά. Ο καιρός που περνάει μας παίρνει μαζί του και δεν ξέρουμε
πού μας πάει. Ο δρόμος που περπατάμε σάμπως ξέρουμε πού μας οδηγεί; Όλα ένα
άγνωστο. Βασανιστικά, ιδίως άμα τα σκέφτεσαι. Και τόσο σπάνια τα αναπάντεχα
καλά στη ζωή μας. Τα πραγματικά καλά, τα θαύματα. Όχι σαχλαμάρες. Όχι για
παράδειγμα να κερδίσει κάποιος είκοσι χιλιάδες στο λαχείο, αλλά να σου ειπούν
έχεις καρκίνο, να καταρρεύσεις κυριολεκτικά εσύ και όλοι οι δικοί σου και
ξαφνικά μετά να σου ειπούν κάναμε λάθος. Το θαύμα να τό ’χεις μέσα στην ψυχή
σου, νά ’χει εδραιωθεί πως δεν συμβαίνει και να συμβεί. (Συν+βεί) Να βαδίσει
μαζί σου αυτό το καλό συμβάν. Για να εκτιμηθεί καλύτερα η έννοια του θαύματος του Βέγγου,
πάρτε το αντίθετο. Το αναπάντεχο κακό. Τη μεγάλη δυστυχία και συμφορά, την
καταστροφή που έρχεται ξαφνικά. Τότε βλέπουμε πόσο πραγματικά μεγάλο θαύμα
είναι το αναπάντεχο καλό. Μερικά πράγματα νοούνται μόνο αν βάλουμε απέναντι το
αντίθετο. Ναι, φίλοι μου. Με τον ορισμό του Βέγγου γίνονται θαύματα.
Είναι μια χειροπιαστή ελπίδα. Και ιδού σοβαρά θέματα για συζήτηση. Ένας καλός
καθηγητής αυτά πρέπει να μαζεύει και να διδάσκει. Και τελικά ό,τι και να
βλέπεις, ό,τι και να ακούς, άμα θέλεις να βρεις κάτι που να γαντζωθείς πάνω του
και να βρεις διέξοδο βρίσκεις. Μια σειρά άμα καθίσεις και την ιδείς σωστά κι ας
είναι από τις λεγόμενες ελαφρές. Ή έναν ήρωα εγωιστή, εμπαθή, εκδικητικόν που
τον μισείς ή μια ηρωίδα που διαβάλει και συκοφαντεί, έρχεται στιγμή που τη
λυπάσαι κι αυτή. Και τον πιο πονηρό, τον πιο κακό, π.χ τον Χίτλερ τον λυπάσαι.
Τον πιάνει κι αυτόν η μοίρα όπως η αράχνη το κουνούπι. Συμβαίνει. Πάει μαζί του
η μοίρα. Πήρα ένα μεγάλο μάθημα από το τί είναι θαύμα του γέρο
Βέγγου. Κι όταν είσαι γέρος πια όλα είναι μαθήματα. Και εκείνος που μαθαίνει
καλύτερα και του γίνονται μαθήματα δεν είναι το παιδί, αλλά ο γέροντας. Γι’
αυτό λέει το ρητό «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Και ο αρχαίος σοφός (Σόλων) δεν
έβαλε τυχαία το γηράσκω. Στα νιάτα δεν μαθαίνεις πραγματικά, ενώ στα γηρατειά
συνειδητοποιείς ακόμα και τα παλιά σου παθήματα. Και πάντως όλη η ζωή και τα
καλά και τα κακά και όλα, συνωστίζονται σ’ αυτή την ηλικία. Και προσπαθείς να
καταλάβεις, να συγχωρέσεις. Όλα μαζεύονται στο τέλος για να δικαιολογήσουν την
ύπαρξή τους. Και στα γηρατειά επηρεάζεσαι, ενώ στα νιάτα "πέρα βρέχει". Έτσι το
ρητό «γηράσκω αεί διδασκόμενος» θα το προτιμούσα γηράσκοντας διδάσκομαι. Και
μεις ας ελπίσουμε ότι θα γίνει ένα θαύμα. Θα μας συμβεί ένα αναπάντεχο καλό. Κι
όλα τούτα ας είναι ένα μπαστούνι, μια βακτηρία της ψυχής μας για να
προχωρήσουμε στον ανήφορο που πάμε. Ένα αναπάντεχο καλό. Ένα θαύμα.