Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
«Τις ταινίες τις απολαμβάνω και μεταφέρομαι σ΄ εκείνη την γλυκιά εποχή της εφηβείας μου. Έναν παλιμπαιδισμό, για μερικές στιγμές, όλοι τον χρειαζόμαστε»
Διαβάζοντας το χρονογράφημα του φίλου κ. Βαγγέλη Μητράκου που αναφέρεται στην ιστορία των σινεμά της
Σπάρτης, συγκινήθηκα για μια ακόμα φορά
από την καταγραφή, την έρευνα και την αγάπη του, για την πόλη μας. Ο κ.
Μητράκος είναι ένας αξιόλογος ιστορικός και ερευνητής της ιστορίας της
νεότερης Σπάρτης. Τον ευχαριστούμε θερμά. Επειδή είχα γράψει
και εγώ παλαιότερα ένα αρθράκι, για την επίδραση του σινεμά στην ζωή μου,
τολμώ να το δημοσιεύσω. Το ύφος της ανάρτησης είναι ερασιτεχνικό, συναισθηματικό και απόλυτα προσωπικό. Η αφορμή λοιπόν για την σημερινή δημοσίευση, δόθηκε σε μένα από
το υπέροχο άρθρο του φίλου Βαγγέλη.
Επίσης ευχαριστώ θερμά την ηλεκτρονική εφημερίδα "Spartorama" για την
φιλοξενία. Σπάρτη: 1964 - 1970 Τρία κοριτσίστικα κεφαλάκια, στραμμένα προς το άσπρο πανί
της οθόνης, πιάναμε θέσεις νωρίς-νωρίς στα σινεμά της πόλης μας.
Λαχταρούσαμε να νιώσουμε την μαγεία της
εικόνας, την μαγεία της έβδομης τέχνης Όμως μέσα απ΄ αυτόν τον διάδρομο επιθυμούσαμε μια σύντομη ψεύτικη φυγή από τον ασφυκτικό επαρχιακό μικρόκοσμο στον οποίο ζούσαμε. Το σινεμά ήταν ο χώρος του ονείρου, του μύθου
και μιας σχετικής...ελευθερίας. Εγώ και οι υπέροχες, παντοτινές φίλες μου ήμασταν τότε μαθήτριες του εξαταξίου γυμνασίου. Η Ασπασία
και η Δήμητρα. Η ηλικία που πηγαίναμε στο σινεμά με τη μαμά για να δούμε παιδικές ταινίες είχε περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς επίσης και η εποχή των παλαιότερων επιτυχημένων ταινιών όπως, «Το ξύλο βγήκε από
τον Παράδεισο», «Η Αλίκη στο
ναυτικό», «Η Μανταλένα» και πολλών άλλων της δεκαετίας 1954- 1964. Όμως αυτές οι προαναφερόμενες ταινίες ήταν η κύρια αιτία για
την μύηση μας στην μαγεία του σινεμά. Ήταν η αφορμή και η αρχή της λατρείας μας για την μεγάλη οθόνη και για την επιρροή των φιλμς στην νεανική
ζωή μας. Με την επαναστατική εμφάνιση των beatls οι ρυθμοί της εποχής
άρχισαν να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα ενώ παράλληλα με αυτούς κάλπαζε και ο
δικός μας νεανικός ενθουσιασμός. Ήμασταν πια έφηβες και κυκλοφορούσαμε μόνες. Απολαμβάναμε λοιπόν όλα τα κατάλληλα δια ανηλίκους έργα. Από τα πάθη του Χριστού
(πολύ κλάμα), μέχρι την μεγάλη
γκάμα των Ελληνικών κωμωδιών της
δεκαετίας του 60. Τα Κυριακάτικα πρωινά, μετά τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό,
πηγαίναμε σινεάκ και μετά κάναμε βολτίτσες πάνω-κάτω στην πλατεία. Στο σινεάκ
βλέπαμε συνήθως ξένες ταινίες. Όταν
έσβηναν τα φώτα της αίθουσας ξεκινούσαν τα Ελληνικά επίκαιρα. Οι ασπρόμαυρες εικόνες που πρόβαλλαν, έδειχναν στον κόσμο την δράση των
πολιτικών υπό μορφήν ενημέρωσης αφού δεν υπήρχε τηλεόραση. Τα φιλμς που βλέπαμε στο σινεάκ ήταν διάφορες Αμερικανικές κωμωδίες με πρωταγωνιστές τον Τζέρυ Λούις, Λουί ντε
Φινές, Μορίς Σεβαλιέ κλπ. Επίσης βλέπαμε διάφορες ιστορικές υπερπαραγωγές, όπως «Ο
Σπάρτακος», «Ο Μπεν Χούρ», «Σαμψών και Δαλιδά» κ.α. Κατά την περίοδο των διακοπών του Πάσχα έκαναν πρεμιέρα, στο
σινεμά «Φάρος», τα φαντασμαγορικά μιούζικαλς του Δαλιανίδη: «Κορίτσια για φίλημα», «Ραντεβού στον
αέρα», «Μία κυρία στα Μπουζούκια» και διάφορες άλλες Ελλ. κωμωδίες με τους τρισχαριτωμένους και απολαυστικούς πρωταγωνιστές: Λ. Κωνσταντάρα, Κ.
Βουτσά, Ν. Ξανθόπουλο, Ντ. Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου και τόσους πολλούς
ακόμα. Τα τρία σινεφίλ
κεφαλάκια, πάντα εκεί. Πιστές θεατές στις πρώτες θέσεις της αίθουσας με ταμ-ταμ, πασατέμπο και ψημένο αραποσίτι (λουμπούκι)
στο χέρι. Βλέμμα απλανές προς την οθόνη και γέλιο ή δάκρυ στο πρόσωπο. Στο τέλος
του έργου βγαίναμε μαγεμένες και ελαφρώς
ζαλισμένες. Είχαμε αποστηθήσει όλες τις ατάκες των διαλόγων και την επόμενη
κιόλας ημέρα, τις βάζαμε στο λεξιλόγιο μας. Τις πλασσάραμε με
μαγκιές και εξυπναδίτσες ενώ σπρώχναμε χαριτωμένα, η μία την άλλη! Γνωρίζαμε δε
επ΄ακριβώς, τι ταινίες θ΄ ανεβάσει το σινεμά τις επόμενες μέρες. Οι
καλλιτεχνικές, διαφημιστικές αφίσες είχαν μελετηθεί από εμάς και είχαμε καταστρώσει λεπτομερώς το πρόγραμμα για την παρακολούθηση τους. Το Καλοκαίρι, τα θερινά σινεμά «Φλοράλ», «Ρεξ» και
«Ρόδον» κυριαρχούσαν στην διασκέδαση των διακοπών μας. Έπαιζαν, κυρίως,
Ελληνικές κωμωδίες ή δράματα. Τα Ελληνικά φιλμ είχαν έξαρση σε ποσότητα παραγωγής και οι επιτυχίες ήταν πολλές. Τα σουξεδιάρικα τραγούδια της εποχής, έκαναν μελωδική συντροφιά στο κοινό, αρκετή ώρα πριν από την έναρξη του
έργου αλλά και κατά το ολιγόλεπτο διάλειμμα. Λειτουργούσαν ως κράχτες για την προσέλευση του κόσμου με
δυνατή την ένταση του ήχου. Πόσο οικείες
φυσιογνωμίες ήταν για εμάς όλοι αυτοί οι παλιοί και υπέροχοι Έλληνες
ηθοποιοί!!! Μας χάριζαν στιγμές γέλιου,
δακρύων και θαυμασμού. Αυτές οι ταινίες μετέφεραν στη μικρή Σπάρτη, όλες τις
αλλαγές στη νοοτροπία της κοινωνίας. Έδειχναν τους νέους ρυθμικούς χορούς, καθιέρωναν τα νέα μουσικά ρεύματα με τραγούδια του νέου κύματος ή με τραγούδια ροκ συνοδευόμενα από ηλεκτρικές
κιθάρες. Σε αυτά τα φιλμς έκαναν
ντεμπούτο τραγουδιστές και συγκροτήματα
που αργότερα διέγραψαν μεγάλη
καριέρα στην μεταπολεμική Ελλάδα. Οι νεαρές πρωταγωνίστριες λάνσαραν, στην νεολαία της εποχής, την μόδα με τα
πρωτοποριακά ρούχα τους. Εμείς μιμούμεθα
όσο πιο πιστά μπορούσαμε ή όσο μας επιτρεπόταν ό,τι βλέπαμε στην οθόνη. Φορέματα, παπούτσια, χτενίσματα, στυλ! Με
όλα αυτά λοιπόν τα καινοτόμα ήθη νιώθαμε, κατά κάποιον τρόπο, εντός εποχής και εμείς τα
επαρχιωτάκια. Όλα αυτά ήταν ένα παράθυρο προς την πρωτεύουσα. Ήταν η καθιέρωση και η καταξίωση των
πρωτοποριακών κοινωνικών ρευμάτων που μόλις ξεκινούσαν. Η
Βουγιουκλάκη, η Καρέζη, η Λάσκαρη, η Καραγιάννη, η Κοντού και τόσες άλλες
πανέμορφες Ελληνίδες ηθοποιοί ήταν τα ινδάλματά μας. Φαντασιωνόμαστε λοιπόν
την φάτσα μας στα πρόσωπα τους, κάνοντας πρόβες μπροστά από τον καθρέφτη του σπιτιού
μας, αμέσως μετά το τέλος του έργου. (Πάντοτε με happy end). Ζωντανεύαμε όσο πιο πιστά μπορούσαμε την σταρ που μόλις
είχαμε δει στην οθόνη. Μιμούμεθα τα ίδια
σκέρτσα και τις ίδιες κινήσεις. Οι όμορφοι
άντρες της εποχής Αλεξανδράκης, Κούρκουλος, Μπάρκουλης, Κακαβάς και Παπαμιχαήλ τρύπωναν λαθραία στα όνειρα μας, μέχρι τη στιγμή, που εμφανίστηκε το πανέμορφο «Ρεμάλι της Φωκίωνος
Νέγρη», Άλκης Γιαννακάς και
όλοι οι καθωσπρεπικοί έσβησαν εντελώς. Βεβαίως, ένας Αλέν Ντελόν, μια Μπριζίτ Μπαρντώ και ένας Έλβις
Πρίσλεϊ καπέλωναν τα εγχώρια προϊόντα, όμως οι Έλληνες υπερτερούσαν στα σχέδια του μυαλού μας, με
την αμεσότητα που νοιώθαμε γι΄αυτούς. Μας μετέδιδαν ένα οικείο συναίσθημα εύκολης προσέγγισης προς αυτούς, κάτι εντελώς
φανταστικό! Τους θεωρούσαμε άνδρες και γυναίκες της διπλανής πόρτας, απόλυτα
προσιτούς και στα μέτρα μας. Βλέπετε, η εφηβική ονειροπλάνη λειτουργούσε
φυσιολογικά. Σήμερα βλέπω αυτές τις ταινίες στην τηλεόραση και δεν τις χορταίνω. Τις
απολαμβάνω και μεταφέρομαι σ΄ εκείνη την γλυκιά εποχή της εφηβείας μου. Έναν
παλιμπαιδισμό, για μερικές στιγμές, όλοι τον χρειαζόμαστε. Οπότε θα τον κρατήσω
γιατί αφ΄ ενός δεν φεύγει τόσο εύκολα αφετέρου είναι ένα μικρό σωσίβιο στα
δύσκολα της καθημερινότητας. Διαπιστώνω δε, ότι δεν υπάρχει απολύτως
καμία Ελλ. ταινία, που εγώ και οι δύο
αγαπημένες φιλενάδες μου, να μη την έχουμε δει. Μα εντελώς καμία!!!! Μαρία Γάββαρη