«Πώς μιλάς σε παιδιά των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού για τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας»;
Έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
πληροφορούσε τα σχολεία της χώρας ότι με κοινή απόφαση δύο ακόμη Υπουργείων,
Εσωτερικών και Εξωτερικών, η 9η Φεβρουαρίου καθιερώθηκε (ΦΕΚ
1384/Β/24-04-2017) ως «Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας». Στόχος του εορτασμού σύμφωνα με το
έγγραφο «η ανάδειξη του θεμελιώδους ρόλου που διαδραμάτισε η ελληνική γλώσσα ανά
τους αιώνες, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση τόσο του ευρωπαϊκού όσο
και του παγκόσμιου πολιτισμού». Στη συνέχεια προτείνονταν δράσεις που θα
μπορούσαν να πραγματοποιηθούν «στο πλαίσιο του εορτασμού». Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες αντιμετωπίζονται με κάποια
επιφύλαξη, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες των εκπαιδευτικών, η
γλώσσα των παιδιών διαρκώς φτωχαίνει, το λεξιλόγιό τους συρρικνώνεται και ότι
όλο και σπανιότερα τα ακούσματά τους στην ελληνική γλώσσα είναι απαλλαγμένα από
λάθη. Η καθιέρωση του εορτασμού, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα, αλλά
εκλαμβάνεται περισσότερο ως ειρωνεία. Ωστόσο, όταν σε καλεί ένα σχολειό, του οποίου τον διευθυντή
σέβεσαι, στο οποίο διδάσκουν μαθητές σου, και με το οποίο έχεις συνεργαστεί
πολλές φορές, παραμερίζεις τις επιφυλάξεις σου και κάνεις ό,τι μπορείς για να ανταποκριθείς
στην πρόσκληση. Εξάλλου, ο δάσκαλός μου Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, μας επιστούσε την
προσοχή στο γεγονός ότι «εκεί, ανάμεσα στα παιδιά, μπορεί να βρίσκεται ένας Φαίδρος
που περιμένει τη δική μας μεσολάβηση για να αποκηρύξει τη βάναυση σαγήνη του λόγου του
Λυσία». Αποδέχτηκα, λοιπόν, την πρόταση του 4ου Δημοτικού Σχολείου
Σπάρτης για να μιλήσουμε για την ελληνική γλώσσα στις 9 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με το
έγγραφο η 9 Φεβρουαρίου επιλέχτηκε για τον εορτασμό, επειδή είναι «ημέρα μνήμης του
εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού» (να υπενθυμίσω ότι ο Διονύσος Σολωμός γεννήθηκε στη
Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1789 και πέθανε στην Κέρκυρα στις 9 Φεβρουαρίου
1857). Θεωρώ ότι η επιλογή της ημέρας θα δικαιωνόταν ακόμη περισσότερο,
εάν προσδιοριζόταν η προσφορά του Διονυσίου Σολωμού στη γλώσσα ή έστω
αναφερόταν η γνωστή του ρήση από τον ημιτελή του «Διάλογο». Ο Σολωμός, δια στόματος του
«Ποιητή» (οι δυο άλλοι συνομιλητές του είναι ο «Φίλος» και ο «Σοφολογιώτατος»)
δηλώνει: «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί
τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα, και
έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να
γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιώτατος κρώζει, ή κανένας Τούρκος βαυίζει· γιατί για
με είναι όμοιοι και οι δυο».[1] Πώς μιλάς σε παιδιά των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού
για τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας; Επέλεξα ορισμένα αποσπάσματα από κείμενα
της ελληνικής γραμματείας, τα οποία αντιπροσώπευαν αντίστοιχες περιόδους
της ελληνικής γλώσσας. Ο χωρισμός σε περιόδους αποτελεί βεβαίως μία σύμβαση που μας
είναι, ωστόσο, απαραίτητη, όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά. Από την πρώτη
περίοδο της ελληνικήςγλώσσας (Αρχαία Ελληνική, 1400 π.Χ.-300 π.Χ.), όπως κι
εμείς, έτσι και τα παιδιά δεν μπορούσαν να «διαβάσουν» επιγραφές της Γραμμικής Β’,
διάβασαν, ωστόσο, λέξεις από το 800 π.Χ. γραμμένες σε αγγεία και είχαν τη χαρά να
αναγνωρίσουν λέξεις στο καθημερινό τους λεξιλόγιο από την «Οδύσσεια» του Ομήρου και από τον
«Φαίδρο» του Πλάτωνα. Από την Αλεξανδρινή Κοινή (300 π.Χ.-600 μ.Χ.) διαπίστωσαν ότι
ελάχιστες ήταν οι «άγνωστες» λέξεις από το απόσπασμα του Ευαγγελίου της Κυριακής των
Απόκρεω που διαβάσαμε (Κατά Ματθαίον κεφ. κε). Το ίδιο ίσχυε και για τις
τελευταίες προτάσεις από την ομιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ λίγο πριν από την Άλωση της
Πόλης (Μεσαιωνική Ελληνική, 600 μ.Χ.-1800 μ.Χ.). Από τη Νέα Ελληνική (1900 έως σήμερα)
επεξεργαστήκαμε ένα μικρό μέρος του Λόγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα (8
Οκτωβρίου 1838) καθώς και τρία αποσπάσματα από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, του
Οδυσσέα Ελύτη και του Νικηφόρου Βρεττάκου, που αναφέρονταν – με πρώτο τον Όμηρο –
σε όλους όσοι συνέβαλαν στο να τούς κληροδοτηθεί ένα μοναδικό εκφραστικό
όργανο. Για τους τρεις αυτούς ποιητές η οφειλή συνεπάγεται και βαρύ
χρέος. «Γιατί χρέος;», το ερώτημα αυτό εκλήθησαν να απαντήσουν τα παιδιά, με την
καθοδήγηση του δασκάλου τους, σε μια από τις προτεινόμενες δραστηριότητες που θα
εκπονούσαν στην τάξη. Σύμφωνα με τη δεύτερη δραστηριότητα θα συνέθεταν τις δικές
τους προτάσεις με το λεξιλόγιο που είχαν καταγράψει ως οικείο από τον Όμηρο, τον
Πλάτωνα, το Ευαγγέλιο και το Λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η τρίτη δραστηριότητα
αφορούσε στο μάθημα της αγγλικής γλώσσας, κατά τη διάρκεια του οποίου θα
προσπαθούσαν, με τη βοήθεια του δασκάλου τους, να κατανοήσουν την ομιλία του Ξενοφώντα
Ζολώτα που εκφωνήθηκε στην Ουάσινγκτον (26 Σεπτεμβρίου 1957) στην αγγλική γλώσσα αλλά
με λέξεις που είχαν όλες ελληνική ρίζα. Στόχος αυτών των δραστηριοτήτων ήταν τα παιδιά να «παίξουν»
με τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας, να συνειδητοποιήσουν τον ενιαίο χαρακτήρα
της για εκατοντάδες χρόνια και να διαπιστώσουν ότι αυτό που λέμε «αρχαία ελληνικά»
και είναι προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν με φόβο, δεν είναι παρά
ελληνική γλώσσα που έχει ανάγκη, ωστόσο, κι αυτή τον καλό της δάσκαλο για να μπορέσει
το παιδί να την κατακτήσει και να την απολαύσει. Χρόνια πολλά, λοιπόν, στη γλώσσα μας· να ζήσει τουλάχιστον
άλλα τόσα χρόνια, όσα μας την έφτασαν έως εδώ! Γεωργία Κακούρου Χρόνη [1] Αναρωτιέμαι εάν o εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας (όπως
έπραξα εδώ) στο απόσπασμα είναι θεμιτός, όταν απευθύνεται κανείς σε παιδιά
του Δημοτικού Σχολείου και επίσης εάν τίθεται θέμα «πολιτικής ορθότητας» (οι
εκπαδευτικοί φοβούνται πια και τον ίσκιο τους)
πρ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης