Η ακρίβεια είναι ταξικός μηχανισμός και μηχανισμός κοινωνικής χειραγώγησης
Πίσω από την Κρίση της Καθημερινότητας υπάρχει
πολιτική ευθύνη. Ας μιλήσουμε καθαρά. Η ακρίβεια που ζούμε δεν
είναι “παγκόσμιο φαινόμενο” όπως συχνά ακούμε. Είναι πολιτικό αποτέλεσμα. Είναι
το προϊόν ενός μοντέλου που αφήνει την αγορά να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, που
μετατρέπει βασικά αγαθά σε πεδίο κερδοσκοπίας που επιτρέπει σε λίγες εταιρείες
να καθορίζουν το κόστος ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών
επιλογών, συσχετισμών δύναμης και ενός οικονομικού μοντέλου που λειτουργεί προς
όφελος των λίγων εις βάρος των πολλών. Όταν τα σούπερ μάρκετ εμφανίζουν υπερκέρδη,
όταν η ενέργεια πωλείται σε τιμές που δεν δικαιολογούνται από το κόστος
παραγωγής, όταν η στέγη γίνεται απλησίαστη και οι νέοι ζουν σε αδυναμία
αυτονομίας, αυτό δεν είναι “συγκυρία”. Είναι πολιτική ανοχή απέναντι στα
καρτέλ, είναι πολιτική αδράνεια απέναντι στην αισχροκέρδεια. Είναι μια επιλογή
που βάζει πάνω από την κοινωνική ευημερία την κερδοφορία συγκεκριμένων
συμφερόντων. Και εδώ είναι η ουσία: Η ακρίβεια είναι ταξικός μηχανισμός. Δεν πλήττει όλους το ίδιο. Χτυπά τους
ανθρώπους με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αφήνει πίσω οικογένειες, καθηλώνει
νέους, αποδυναμώνει ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Την ίδια στιγμή, οι ισχυροί
της αγοράς όχι μόνο δεν πιέζονται, αλλά ενισχύουν τη θέση τους. Σιγά σιγά ας ξετυλίξουμε το κουβάρι Αρχικά ας δούμε, εκτός από την φτωχοποίηση και
δύο άλλες επιπτώσεις που ανατρέπουν την καθημερινότητα ,στη μισθωτή εργασία και
την κοινωνία. Επηρεάζει η ακρίβεια τις εργασιακές σχέσεις
στη σύγχρονη πραγματικότητα; Η ακρίβεια δεν μένει έξω από τον χώρο
εργασίας? αντίθετα, τον διαπερνά σαν ρωγμή που μεγαλώνει καθημερινά. Σήμερα οι εργαζόμενοι υφίστανται μια νέα μορφή
πίεσης: εξ’ αιτίας της μείωσης της αγοραστικής δύναμης του μισθού τους, που
τυπικά μένει ο ίδιος ή να μεγαλώνει πολύ ελάχιστα μετά από αυξήσεις κοροϊδία.
Όταν το καλάθι του σούπερ μάρκετ γίνεται εβδομαδιαίο άγχος και ο λογαριασμός
του ρεύματος απορροφά ολόκληρο το μεροκάματο, τότε οι εργασιακές σχέσεις
μεταβάλλονται εκ των πραγμάτων. Ο εργοδότης αποκτά μεγαλύτερη διαπραγματευτική
ισχύ, ο εργαζόμενος μικρότερη αντίσταση. Δεν έχουμε πια μια «αγορά εργασίας»
αλλά ένα πεδίο άνισης μάχης. Η ακρίβεια λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της
επισφάλειας. Η ανάγκη επιβίωσης ωθεί τους ανθρώπους να αποδέχονται όρους που,
σε πιο σταθερές συνθήκες, θα τους θεωρούσαν αδιανόητους, απλήρωτες υπερωρίες,
πίεση για μεγαλύτερη εντατικοποίηση, ελαστικά ωράρια που δεν αφήνουν χώρο για
προσωπική ζωή. Η εργασιακή αξιοπρέπεια δεν αμφισβητείται απλώς? υπονομεύεται
συστηματικά. Από την άλλη πλευρά, η ακρίβεια δοκιμάζει και
τη συνοχή των εργατικών συλλογικοτήτων. Υπάρχουν δύο αντίθετες τάσεις: από τη
μία, η οικονομική ασφυξία καθιστά δύσκολη τη συμμετοχή στα σωματεία και στις
διεκδικήσεις? από την άλλη, η ίδια ασφυξία δημιουργεί νέα κύματα οργής και
συσπειρώνει εργαζομένους που αντιλαμβάνονται ότι η ατομική διαπραγμάτευση δεν
αρκεί. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα: αν η
ακρίβεια θα γίνει εργαλείο χειραγώγησης ή αφορμή για νέα μορφή κοινωνικής
αυτοάμυνας. Στο επίπεδο των επιχειρήσεων, η επίδραση είναι
επίσης πολιτική. Όταν το προσωπικό εξουθενώνεται οικονομικά, η παραγωγικότητα
πέφτει, η κινητικότητα αυξάνεται, και οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν τους
εργαζόμενους ως κόστος —και όχι ως ανθρώπους— βυθίζονται σε μια σπείρα
ανασφάλειας και χαμηλής απόδοσης. Εκεί όπου εφαρμόζονται πολιτικές προστασίας
του εισοδήματος, διαφάνειας και σταθερών σχέσεων εργασίας, οι επιχειρήσεις
αναπτύσσουν ανθεκτικότητα. Η κοινωνική ευθύνη, τελικά, δεν είναι διακοσμητικό
σύνθημα, αλλά όρος επιβίωσης. Η ακρίβεια δεν είναι ουδέτερη? είναι βαθιά
πολιτική. Καθορίζει ποιος έχει τον έλεγχο και ποιος αναγκάζεται να «τα βγάλει
πέρα». Καθορίζει ποιες φωνές ακούγονται και ποιες υποχωρούν στη σιωπή. Το
ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν επηρεάζει τις εργασιακές σχέσεις. Το ερώτημα
είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να τις υπερασπιστούμε απέναντι σε ένα οικονομικό
μοντέλο που στηρίζεται στη διαρκή πίεση προς τα κάτω. Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί
να δοθεί ατομικά. Είναι υπόθεση πολιτική, συλλογική, δημοκρατική. Γιατί η
ακρίβεια δεν είναι μόνο θέμα τιμών· είναι θέμα δικαιωμάτων. Και κανένα δικαίωμα
δεν επιβιώνει χωρίς αγώνα. Δεύτερον Η ακρίβεια είναι επίσης και μηχανισμός κοινωνικής χειραγώγησης Όταν το κόστος ζωής αυξάνεται πιο γρήγορα από
τους μισθούς, δεν έχουμε απλώς ένα οικονομικό πρόβλημα· έχουμε ένα μηχανισμό
κοινωνικής χειραγώγησης. Γιατί τι άλλο είναι η καθημερινή ανασφάλεια παρά ένας
τρόπος να κρατάς ολόκληρη την κοινωνία σε άμυνα; Η ακρίβεια περιορίζει τον χρόνο, την ενέργεια
και την ψυχική αντοχή των ανθρώπων. Αναγκάζει τους πολίτες να στρέφουν τη σκέψη
τους στην επιβίωση και όχι στη διεκδίκηση. Όταν ο μισός μισθός φεύγει σε
λογαριασμούς κι ο άλλος μισός σε βασικά τρόφιμα, ποιος έχει περιθώριο να
απαιτήσει αλλαγές, να αμφισβητήσει, να οργανωθεί; Πίσω από την ακρίβεια βρίσκεται μια δομή
εξουσίας που λειτουργεί με απόλυτη συνέπεια: Όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να
καθορίζουν τις τιμές χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, όταν τα δίκτυα ενέργειας και
βασικών αγαθών λειτουργούν ως μονοπώλια ή ολιγοπώλια, τότε η ακρίβεια γίνεται
εργαλείο. Όχι απλά σύμπτωμα. Και το εργαλείο αυτό έχει στόχο: να ωθήσει τους
πολίτες στη λογική του «δεν γίνεται αλλιώς». Να εμπεδώσει τη μοιρολατρία. Να
μειώσει τις προσδοκίες. Να συντηρήσει ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου ο φόβος
υποκαθιστά την ελπίδα και η κούραση υποκαθιστά τη διεκδίκηση. Η ακρίβεια, λοιπόν, δεν είναι απλώς οικονομικός
δείκτης. Είναι πολιτική συνθήκη. Είναι κοινωνική μηχανική. Και όπως κάθε μηχανισμός εξουσίας, μπορεί να
ανατραπεί μόνο όταν γίνει ορατός. Η λύση δεν είναι ατομική. Δεν είναι «κόψε κι
άλλο», «προσαρμόσου», «μάθε να ζεις με λιγότερα». Η λύση είναι συλλογική: έλεγχος των αγορών,
πολιτικές προστασίας, δίκαιη φορολόγηση, αύξηση μισθών, ενίσχυση της
δημοκρατικής λογοδοσίας. Με άλλα λόγια, ανακατανομή της δύναμης. Γιατί όσο η κοινωνία μένει ανίσχυρη, η
ακρίβεια δεν θα είναι απλώς ένα πρόβλημα. Θα είναι ένας τρόπος επιβολής. Η πολιτική ευθύνη λοιπόν είναι σαφής: Όταν η αγορά δεν αυτορυθμίζεται, χρειάζεται
ισχυρό κράτος δικαίου, όχι θεατής των εξελίξεων. Όταν οι τιμές ξεφεύγουν, απαιτείται παρέμβαση,
όχι επικοινωνιακά συνθήματα. Όταν οι πολίτες δυσκολεύονται να ζήσουν, δεν
αρκούν επιδόματα-ασπιρίνες? χρειάζεται μεταρρύθμιση στο ίδιο το μοντέλο
λειτουργίας της οικονομίας. Γι’ αυτό η συζήτηση για την ακρίβεια πρέπει να
θέτει το ζήτημα στον πυρήνα του: Χωρίς απαντήσεις σε αυτά, όποια
“αντι-ακριβειακή πολιτική” είναι απλώς επιφάνεια. Η λύση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Είναι
ξεκάθαρα πολιτική: Αν δεν αγγίξουμε αυτά τα ζητήματα, δεν θα
αγγίξουμε την ακρίβεια. Γιατί στην πραγματικότητα, η ακρίβεια δεν
είναι οικονομικός δείκτης – είναι πολιτική απόφαση. Και η κοινωνία έχει δικαίωμα να απαιτήσει μια
άλλη απόφαση. Μια οικονομία που βάζει όρια σε όσους
αισχροκερδούν, που θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο, που προστατεύει την
καθημερινότητα και όχι τα υπερκέρδη. Η ακρίβεια δεν είναι αδιέξοδο. Είναι το
αποτέλεσμα ενός δρόμου. Και ήρθε η ώρα να αλλάξουμε δρόμο. Παναγιώτης Κουμουνδούρος