Ήταν μια μέρα, τέλη Ιανουαρίου του 1941, και τα παιδιά τουρτουρίζαμε μέσα στην άγρια παγωνιά, όταν ξαφνικά μαθεύτηκε ότι πέθανε ο Μεταξάς. Μας συγκλόνισε η είδηση, χτύπημα θανάσιμο
Το τέλος της παιδικής αθωότητας Στο χωριό τα βράδια οι μεγάλοι άκουγαν στο
ραδιόφωνο του καφενείου τα νέα. Εμείς τα παιδιά μέχρι τότε δεν βγαίναμε στα
καφενεία. Άκουγα τους μεγάλους που δεν είχαν πάει στον πόλεμο να λένε,
κατεβαίνοντας τα βράδια το δρόμο απέναντι από το σπίτι μου. «Ο Άξονας… οι
Σύμμαχοι…» Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτό το «άξονας», που βέβαια εννοούσαν τη
συζυγία Ρώμης και Βερολίνου. Έρχονταν και τα γράμματα από το μέτωπο, έρχονταν
μαζί και τα νέα για τις κακουχίες των στρατιωτών για τραυματισμένους, για
κρυοπαγήματα, που σε πρόχειρα χειρουργεία τους έκοβαν το παθημένο πόδι για να
μη μεταδοθεί η γάγγραινα. Ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας. Μεγάλος πια, θα διαβάσω στο «Άξιον Εστί» του
Οδυσσέα Ελύτη: «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω τον άλλον
ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές,
εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω,
καθώς μες στην ψυχή μας […]». Από το ραδιόφωνο του χωριού ακουγόταν η φωνή
της Σοφίας Βέμπο, της τραγουδίστριας της Νίκης. Ανεπανάληπτα και αξέχαστα
τραγούδια με τα οποία μεγαλώσαμε εκείνα τα χρόνια. Τα θυμάμαι και τώρα. Και όχι
μόνο τα θυμάμαι παρά αγόρασα σε CD τα τραγούδια της θρυλικής Βέμπο που άρεσαν
στην εξάχρονη εγγονή μου Κωνσταντίνα. Θυμίζω στίχους από τα τραγούδια της που
τραγουδούσε ο λαός μας κι έδινε κουράγιο σε λαό και στρατό, όπως το «Κορόιδο
Μουσσολίνι - κανείς σας δεν θα μείνει», «Τα τανκς και τα κανόνια δεν είναι
μακαρόνια» ή «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, και τη σκούφια τη ψηλή του μ’ όλα
τα φτερά. Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά».
Ήταν τραγούδια προπαγάνδας για να κρατούν ψηλά το ηθικό. Τα πράγματα ήταν
διαφορετικά. Το ιταλικό επιτελείο στρατού είχε ετοιμάσει αριστοτεχνικό, τέλειο
σχέδιο της επίθεσης. Είναι μύθος ότι τάχα οι Ιταλοί δεν πολέμησαν. Μεραρχίες
ολόκληρες, όπως οι «Μελανοχίτωνες», οι «Λύκοι της Τοσκάνης», οι «Κένταυροι» και
άλλα επίλεκτα σώματα, αφοσιωμένα στο Μουσολίνι πολέμησαν με φανατισμό. Η Βέμπο θα συνεχίσει τον αγώνα και μετά την
υποχώρηση, στη Μέση Ανατολή. Βαρύς χειμώνας, ατέλειωτες οι νύχτες, να
περιμένουν κανένα γράμμα από το μέτωπο και πότε-πότε να χτυπάει η καμπάνα
θλιβερά για κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο
ραδιοφωνικός σταθμός μετέδιδε το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του δημοσιογράφου
Πότη Τσιμπιδάρου. Ανάμεσα σε άλλα έλεγε: «Και απόψε θα λάμψει πάλι το αστέρι
των Μάγων, όπως λάμπει πάντα αυτή τη μεγάλη νύχτα. Αλλά απόψε θα μας οδηγήσει
αλλού σε μια Βηθλεέμ, σ’ αυτήν για την οποίαν χτυπάνε εκατομμύρια ελληνικές
καρδιές. Στη Βηθλεέμ της Ελλάδος. Εκεί που γεννιέται η καινούργια τιμή της
ιστορίας μας. Εκεί που ξαναγεννιέται για την παγκόσμια συνείδηση για όλους τους
λαούς, ακόμα και για κείνους που σκλαβωθήκανε, η χαρά της ανθρώπινης
ελευθερίας. Απόψε είμαστε όλοι μαζί όσο μακριά να βρισκόμαστε. Είμαστε όλοι,
όλοι μαζί με την καρδιά μας […]. Οι μανάδες σας, οι πατεράδες σας, οι γιαγιάδες
σας οι γυναίκες σας – όλοι - κλείνοντας τα μάτια μας, δοκιμάζομε την εντύπωση
πως σας έχομε κοντά μας […]». Αυτή την ομοψυχία του λαού μας, σπάνια όμως
αρετή, αλίμονο δεν θα την ξαναδούμε μετά τούτο τον πόλεμο. Η αληθινά ηρωική
αντίσταση του ελληνικού στρατού είχε απωθήσει τους Ιταλούς σε βάθος 60
χιλιομέτρων μέσα στην Αλβανία. Οι Έλληνες αξιωματικοί ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι,
οι Ιταλοί δεν είχαν υπολογίσει τον άγνωστο στρατιώτη που θα τους αντιστεκόταν.
Οι πρώτοι ιταλοί αιχμάλωτοι οδηγούνταν στη νοτιότερη Ελλάδα. Στην Αθήνα και σε
άλλα μέρη έτρεχε ο κόσμος περίεργος να ιδεί πώς είναι οι Ιταλοί. Η ελληνική
νίκη είχε καταστρέψει το γόητρο του Μουσσολίνι. Η Ελλάδα των 8 εκατομμυρίων
είχε νικήσει την πανίσχυρη Ιταλία των 40 εκατομμυρίων. Ήταν η πρώτη νίκη των
Συμμάχων εναντίον του Άξονα. Ενθάρρυνε την αντίσταση της Ευρώπης που είχε
γονατίσει μέσα σε λίγες ημέρες, ιδιαίτερα μάλιστα επηρέασε τη στάση του
αμερικανικού λαού. Ήταν μια μέρα, τέλη Ιανουαρίου του 1941, και
τα παιδιά τουρτουρίζαμε μέσα στην άγρια παγωνιά, όταν ξαφνικά μαθεύτηκε ότι
πέθανε ο Μεταξάς. Μας συγκλόνισε η είδηση, χτύπημα θανάσιμο. Χτυπούσαν πένθιμα
οι καμπάνες, ο κόσμος άφησε τις δουλειές του και γέμισε την εκκλησία του
χωριού. Πολλές γυναίκες, και ηλικιωμένοι ακόμα, έκλαψαν. Βουρκώσανε και μένα τα
μάτια μου. Και τώρα τι θα γινόμαστε χωρίς τον Κυβερνήτη μας; Άρχισαν οι πρώτες
αμφιβολίες που θα εκθρέψουν σιγά σιγά την αποθάρρυνση. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄
διόρισε τον Αλέξανδρο Κορυζή, αλλά δε θα αντέξει και σε λίγο θα θέσει τέρμα στη
ζωή του. Στο μεταξύ οι Γερμανοί κατέβαιναν στα Βαλκάνια. Θα συντρίψουν την
αντίσταση των Γιουγκοσλάβων και στις 6 Απριλίου, με συμμάχους και τους
Βουλγάρους, θα περικυκλώσουν τους ηρωικούς υπερασπιστές μας στη γραμμή Μεταξά.
Αξέχαστη μας είχε μείνει για χρόνια η περίφημη επιστολή του Γεώργιου Βλάχου,
της εφημερίδας «Η Καθημερινή», προς τον Αδόλφο Χίτλερ, λίγες ημέρες πριν από
την επίθεση κατά της μικρής Ελλάδας. «Εξοχώτατε, Σεις – λέγουν πάντοτε – θα
επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την Ελλάδα. Και ημείς, λαός αφελής, ακόμη δεν το
πιστεύομεν […]. Δεν πιστεύομεν ότι ένα Κράτος πάνοπλον, ογδοήκοντα πέντε
εκατομμυρίων ανθρώπων […]. Θα ζητήσει να πλευροκοπήσει ένα Έθνος μικρόν που
αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενον προς μιαν αυτοκρατορίαν σαράντα
πέντε εκατομμυρίων. Διότι τι θα κάμει ο στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί
πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στείλει η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της
είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους
επιδέσμους διά να τον υποδεχθούν; […]. Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα
υπάρξει στρατός διά να τους κτυπήσει; […]. Αλλά όχι δεν πρόκειται να γίνει αυτό
[…]. Ο ολίγος ελληνικός στρατός, αν κληθεί εις την Θράκην, θα πολεμήσει, όπως
επολέμησε και εις την Ήπειρον […].». Παρά την ηρωική αντίσταση και εδώ - κράτησε κάπου
20 ημέρες, όσο δηλαδή, χρειάστηκε ο Χίτλερ, για να κατακτήσει ολόκληρη Γαλλία -
το μέτωπο έσπασε και παρέσυρε στην κατάρρευση και το Αλβανικό μέτωπο.