Vekrakos
Spartorama | «Μα είναι για μωράκι…»

«Μα είναι για μωράκι…»

Ν.Μ. 10/01/2018 Εκτύπωση Άνθρωποι! Άρθρα
«Μα είναι για μωράκι…»
«Δεν άντεξε την κακία των ανθρώπων ούτε και το ανούσιο υπέρ του δικαίου αντριλίκι μου που πουθενά δεν οδηγούσε»
Οδός Εμπόρων

Βόρειο Λονδίνο, προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Μόλις είχα φτάσει -μετά από μεγάλη ταλαιπωρία- σε κάποια πανσιόν της περιοχής,  ιδιοκτήτρια της οποίας ήταν μια πολύ συμπαθής Κυπρία, η κα Ήβη. Μου την είχε συστήσει ο φίλος μου ο Παναγιώτης από την Αμερική, που είχε το πρώτο του πτυχίο από ένα πολύ καλό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όταν του ζήτησα να μου προτείνει κάτι φτηνό και αξιοπρεπές για να μείνει κανείς μια εβδομάδα περίπου στο Λονδίνο. Μου εξήγησε βέβαια ότι ήταν φτηνό γιατί εκεί έμεναν κυρίως συνοδοί ασθενών από την Ελλάδα που είχαν έρθει για θεραπεία στο περίφημο τότε Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν τους άφηναν να διανυκτερεύσουν στο Νοσοκομείο. 

Αφού τακτοποιήθηκα πρόχειρα στο δωμάτιό μου εμφανίστηκα στο σαλόνι για να πιώ κι εγώ τον καφέ, που ευγενέστατα προσφέρθηκε η κα Ήβη να μου φτιάξει. Ο μοναδικός θαμώνας του σαλονιού, ένας τύπος γύρω στα εξήντα, χωρίς καν να με χαιρετίσει, αποφάσισε να δράσει.

-«Τάμαθες τα νέα; Πέθανε ο Χατζιδάκις»

Πάγωσα. Ένοιωσα τα πόδια μου να μην με κρατάνε. Από τα δεκάξη μου κιόλας, είχα ανακαλύψει την απίστευτη μουσική –και όχι μόνον- ιδιοφυία του Χατζιδάκι και είχα γοητευτεί. Ρούφαγα κάθε του νότα, κάθε του ρήση, κάθε του σχόλιο στο Τρίτο, κάθε συνέντευξή του. Ήταν για μένα πρότυπο πνευματικού ανδρός, από τους πυλώνες του νεοελληνικού πολιτισμού.  Είχα βάλει μάλιστα και στόχους μετρήσιμους. Σε δέκα χρόνια θα έπρεπε να έχω αποκτήσει και τους εβδομήντα δίσκους βινυλίου που είχε βγάλει μέχρι τότε ο συνθέτης και επιπλέον να τους έχω κατανοήσει. Το νέο με συντάραξε.

-«Μα πότε έγινε αυτό, εγώ μόλις ήρθα από την Ελλάδα», ρώτησα αποσβολωμένος.

-«Του βάλανε ένα ψάρι στον κ…, και δεν μπορούσαν να το βγάλουνε, και πέθανε»

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Στα είκοσι έξη μου, έχοντας λύσει με τρόπο απόλυτο και δογματικό όλα τα προβλήματα του κόσμου, αυτό που ξεστόμισε έθιγε τα ιερά και τα όσια. Ταρακουνούσε το πνευματικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο είχα χτίσει όλη την τότε βιο-φιλοσοφία μου. Πως θα μπορούσα εγώ, ένας Μανιάταρος, να αφήσω κάτι τέτοιο να πέσει στο πάτωμα; Έπρεπε, ασυζητητί, να πληρώσει. Προτού καν αρχίσω να κινούμαι απειλητικά εναντίον του, φαίνεται ότι το ψυλλιάστηκε, και είχε γλιστρήσει έντεχνα πίσω από το τραπέζι του σαλονιού, ζητώντας τη προστασία του.

-«Τι είπες ρε κάφρε, που είσαι σε θέση εσύ να βάλεις στο στόμα σου τον Χατζιδάκι», ούρλιαξα και άρχισα να τον κυνηγώ γύρω από το τραπέζι. Αγώνας δρόμου και δικιωμού με φωνές και ουρλιαχτά από την πλευρά μου, αγώνας επιβίωσης με ξεφτιλισμένη δειλία και παρακάλια από την πλευρά του.

Τον έσωσε η κυρία Ήβη που εμφανίστηκε ξαφνικά στο σαλόνι με τον δίσκο με τον καφέ στα χέρια.

-«Νίκο! Τι έγινε; Για όνομα του Θεού»!

Δεν ήταν τόσο η καλή ανατροφή μου και ο σεβασμός στον θεσμό της φιλοξενίας που με ώθησε να σταματήσω το κυνηγητό, όσο ο φόβος μου ότι αν συνέχιζα θα με έδιωχναν από την πανσιόν. Δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε την οικονομική δυνατότητα να βρω εναλλακτική λύση διαμονής, και κινδύνευα να ακυρώσω το λόγο για τον οποίο βρισκόμουν στο Λονδίνο.

Μετά από μπερδεμένες αιτιάσεις και εξηγήσεις, η παρουσία της κας Ήβης, καταλυτική, εκτόνωσε την κατάσταση και όλα επανήλθαν στο κανονικό -αν και με θυμάμαι να μουρμουρίζω «δεν θα σε πετύχω πουθενά»-.

 

Στο Λονδίνο βρισκόμουν για έναν και μόνο συγκεκριμένο σκοπό. Για πολλούς λόγους, γραφειοκρατικούς και μη, έψαχνα να βρω Πανεπιστήμιο για να με δεχτεί για μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων που τότε άρχιζε να αχνοφαίνεται ως ένας πολύ καλός συνδυασμός σπουδών. Είχα όλα τα προσόντα για να με δεχτούν. Το πρόβλημα ήταν ότι ήμουν εκπρόθεσμος. Ήταν ήδη αρχές Σεπτεμβρίου και οι προθεσμίες σε όλα τα Πανεπιστήμια έληγαν αρχές Αυγούστου. Η μόνη λύση λοιπόν ήταν να επισκεφτώ τα Πανεπιστήμια -τουλάχιστον του Λονδίνου- αυτοπροσώπως και να τους πείσω να κάνουν μια εξαίρεση στις προθεσμίες. Ακούγεται σαν μεγάλη ζαριά και όντως ήταν. Και το ήξερα ότι ήταν. Τα ρίσκα όμως είναι για τους νέους που ποτέ δεν κάνουν -και ευτυχώς που δεν κάνουν- τέτοιου είδους υπολογισμούς. 

Τα επόμενα τρία πρωινά λοιπόν, όργωσα το Λονδίνο. Πόρτα - πόρτα όλες τις σχετικές Σχολές, γεμάτος επιμονή και επιχειρήματα. Παρόλη την καλή μου διάθεση και αισιοδοξία οι απαντήσεις ήταν οι αναμενόμενες. «Μας συγχωρείτε, δεν γίνεται τίποτα, είστε εκπρόθεσμος». Πάντως εγώ το χαιρόμουνα. Ήμουν στο Λονδίνο, που το λάτρεψα, και κάθε μέρα εξοικειωνόμουν όλο και πιο πολύ με την Εγγλέζικη προφορά και εκφορά του λόγου. Ίσως για αυτό ενστικτωδώς άφησα και τις καλύτερες σχολές για το τέλος. Θυμόμουν τον φίλο μου από την Αμερική, τον Παναγιώτη, να με συμβουλεύει: «Να πας και στο δικό μου Πανεπιστήμιο. Η Σχολή που έχει στον τομέα είναι μια από τις καλύτερες της Αγγλίας. Είναι δύσκολο να σε πάρουν. Αλλά μιας και πας πέρασε και από εκεί, δεν χάνεις τίποτε». 


Το τέταρτο απόγευμα  στο Λονδίνο φτάνω κατάκοπος στην πανσιόν και βλέπω στο σαλόνι τον υπάνθρωπο με τις βαλίτσες του παρά πόδα, έτοιμο να φύγει για το αεροδρόμιο. Περίμενε την κα Ήβη για να την χαιρετίσει. Την επόμενη στιγμή μπαίνει φουριόζα και χαμογελαστή η κα Ήβη, κρατώντας ένα μικρό δεματάκι, το προτείνει στον υβριστή και του λέει με το γλυκύτερο ύφος του κόσμου:

-«Θα μου κάνετε την χάρη να πάρετε μαζί σας και αυτό το φάρμακο. Θα έρθουν στο αεροδρόμιο να το παραλάβουν»

Για να πάρει την απότομη και ψυχρή απάντηση:

-«Δεν παίρνω δέματα εγώ»!

Έκπληκτη η καλή γυναίκα τραύλισε:

-«Μα είναι για μωράκι… Το χρειάζεται…»

Για να λάβει την ανήκουστη απάντηση:

-«Εγώ δεν γίνομαι ταχυδρόμος κανενός», που ξεστόμισε με στόμφο.

Σιγή διαρκείας, εκκωφαντική. Ενστικτωδώς, γύρισε και με κοίταξε. Κατάλαβε φαίνεται ότι μετά από αυτή την απάντηση είχε ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής. Είχε έρθει η ώρα του. 

Κι όμως, ενώ το δεξί μου χέρι ετοιμαζόταν να σηκωθεί απειλητικό εναντίον του, το αριστερό μου αυτί έπιανε πόνο και απόγνωση. Η κα Ήβη είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Η μεγαλειώδης γυναίκα, που από τη φύση της ήταν ταγμένη στο να δημιουργεί και να συντηρεί τη ζωή, δεν άντεξε στη σκέψη ότι ένα μωράκι μπορεί να πάθει κάτι επειδή δεν θα έχει το βράδυ το φάρμακό του. Δεν άντεξε την κακία των ανθρώπων ούτε και το ανούσιο υπέρ του δικαίου αντριλίκι μου που πουθενά δεν οδηγούσε. Δεν της έμεινε τίποτε άλλο από το να θρηνεί για την απονιά, τις χαμένες καλές προθέσεις και τη ζωή που δεν μπορούσε να σώσει. 

Ήταν εκείνη τη στιγμή που όλο το μέχρι τότε απόλυτο και δογματικό σύστημα αξιών μου, κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Κατέρρευσε αθόρυβα χωρίς φανφάρες και φασαρίες, έτσι που κανείς δεν το κατάλαβε, ούτε καν εγώ. Κάνοντας μεταβολή, άφησα πίσω μου το κακό και άνοιξα την αγκαλιά μου όπου κούρνιασε η δακρυχέουσα κα Ήβη. Ήταν η πρώτη φορά που αγκάλιαζα έτσι αληθινά μια μεγάλη γυναίκα. Ακόμη θυμάμαι τους κραδασμούς των λυγμών της και νοιώθω τον ώμο και το μανίκι του πουκαμίσου μου υγρό από τα δάκρυά της.

-«Μην ανησυχείτε κα Ήβη, θα το πάω εγώ όταν επιστρέψω στην Ελλάδα», ψέλλισα.

-«Μα δεν γίνεται Νίκο. Είναι για μωράκι. Πρέπει να το πάρει σήμερα», θρήνησε.

Γύρισα να κοιτάξω το κακό. Είχε προλάβει και είχε χαμηλώσει το βλέμμα. Ξέροντας ότι τον παρατηρώ, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα, άρπαξε τις βαλίτσες του, έκανε μεταβολή και χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το σαλόνι.

 

-«Πρέπει να βρούμε τρόπο να το στείλουμε το φάρμακο κα Ήβη»

-«Μην νομίζεις  Νίκο πολλοί φοβούνται να το πάρουν με τόσα που γίνονται»

-«Εσείς που ξέρετε τόσο κόσμο μπορείτε να βρείτε κάποιον που πετάει για Ελλάδα σήμερα»

-«Και ποιος θα το πάει στο αεροδρόμιο, δεν προλαβαίνουμε»

-«Εγώ θα το πάω», προσφέρθηκα αμέσως.

Σε μία ώρα, εφοδιασμένος με χάρτη του μετρό του Λονδίνου και πολλά κέρματα ξεχύθηκα για να προλάβω την βραδινή πτήση για Αθήνα από το αεροδρόμιο του Χήθροου. Και φυσικά μαζί μου είχα το φάρμακο του μωρού σε ειδική τσάντα που διέθετε η κα Ήβη. Η συμφωνία μαζί της ήταν ξεκάθαρη. Αυτή θα προσπαθούσε τηλεφωνικώς να εντοπίσει Έλληνες  που θα ταξίδευαν το βράδυ για Αθήνα και εγώ θα τους εύρισκα στις εισόδους των πυλών και θα τους παρακαλούσα να πάρουν το φάρμακο μαζί τους. Κάθε μισή ώρα θα έβγαινα από το τρένο και θα επικοινωνούσα με το αρχηγείο για νεώτερες οδηγίες. Η κα Ήβη μου κατέστησε σαφές ότι οι περισσότεροι φοβούνται να παραλάβουν δέμα από άγνωστο και για αυτό θα έπρεπε να ήμουν ιδιαίτερα ευγενικός και πειστικός. 

Και τα κατάφερα. Έφτασα εγκαίρως στο Χήθροου  και στο κατάλληλο τέρμιναλ και βρέθηκα στον έλεγχο των αποσκευών αρκετή ώρα πριν τη πτήση. Στήθηκα εκεί και ρωτούσα όλους του Έλληνες που κατέφθαναν, αν είχαν ενημερωθεί για την περίπτωση με το μωράκι. Μέχρι που κάποιο συμπαθέστατο νεαρό ζευγάρι, που ήξερε και την κα Ήβη προσωπικά, δήλωσε ότι τους ενημέρωσε η μητέρα του νεαρού και χωρίς δεύτερη σκέψη πήραν το φάρμακο και συνέχισαν για την πύλη της πτήσης. Ο γυρισμός ήταν επεισοδιακός καθότι οι συγκοινωνίες του Λονδίνου άρχισαν σταδιακά να κλείνουν. Θυμάμαι ότι η κα Ήβη ταξίδεψε περίπου μισή ώρα με το αυτοκίνητό της για να έρθει να με μαζέψει από ένα παγκάκι έξω από κάποιον -κλειστόν πλέον-  σταθμό, όπου είχα ξεμείνει με μισή λίρα στην τσέπη μου. 

Φτάνοντας πολύ μετά τα μεσάνυχτα στην πανσιόν πήγα κατευθείαν για ύπνο, εξουθενωμένος από την όλη ταλαιπωρία της ημέρας. Θα πρέπει να κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου όταν ξαφνικά ακούω να χτυπούν την πόρτα του δωματίου μου και την φωνή της κας Ήβης να λέει σιγανά:

-«Νίκο, άνοιξε να σου πω»

Ανοίγω νυσταγμένα και αντικρίζω την κα Ήβη με τα μαλλιά λυμένα, φορώντας το άσπρο της νυχτικό και από πάνω τη μπλε ρόμπα της και τα μάτια της πρησμένα -από θρήνο, από αϋπνία, από χαρά-, να μου λέει με σιγανή φωνή:

-«Εντάξει, έφτασε το φάρμακο, το μωράκι είναι καλά, σ’ ευχαριστώ παιδί μου»

Η εξαίσια αυτή γυναίκα αγωνιούσε όλη τη νύχτα για το μωράκι. Παρόλη της τη κούραση, ήταν σε επαφή με την Αθήνα και μόνον όταν το φάρμακο έφτασε στο διαμέρισμα και κάποιος γιατρός το χορήγησε στο μωράκι αισθάνθηκε ανακουφισμένη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θεώρησε υποχρέωσή της να μοιραστεί μαζί μου τη χαρά και σαν τελευταία ενέργεια της ημέρας φρόντισε να με ενημερώσει. 

Δεν έκλεισα μάτι όλη την υπόλοιπη νύχτα. Δεν σκεφτόμουν τόσο το μωράκι ή την κα Ήβη, πολύ λιγότερο βέβαια τον υπάνθρωπο, όσο κάποια άλλη γυναίκα -πολύ δική μου γυναίκα-, που είχα αδικήσει. Σ’ αυτήν την γυναίκα, τη μητέρα μου, ακούσια ή εκούσια, είχα επιβάλει έναν άτυπο συναισθηματικό αποκλεισμό, έτσι όπως η κακώς εννοούμενη «ανδρική αξιοπρέπεια» υπαγόρευε στο δογματικό μου μυαλό. Απέφευγα επιμελώς κάθε εκδήλωση θετικού συναισθήματος προς το πρόσωπό της και λοιδορούσα αναιδέστατα κάθε προσπάθεια από την πλευρά της να με πλησιάσει λίγο πιο ανθρώπινα, πιο ουσιαστικά. Μόλις εκείνο το βράδυ ερμήνευσα επί της ουσίας το θλιμμένο της βλέμμα και την απογοήτευσή της κάθε φορά που προσπαθώντας με λαχτάρα να με αγγίξει, εισέπραττε ως μόνιμη αντίδραση έντονη δυσαρέσκεια και στεγνή απόρριψη. 


Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, άυπνος και εξαντλημένος, συνέχισα τον αγώνα μου, των μεθοδικών επισκέψεων σε στοχευόμενος Σχολές των Πανεπιστημίων του Λονδίνου. Λίγο η κούραση, λίγο η αφηρημάδα μου, μπέρδεψα τα τρένα και τους σταθμούς του μετρό και βρέθηκα κοντά στο Πανεπιστήμιο που είχε φοιτήσει ο φίλος μου ο Παναγιώτης προτού πάει στην Αμερική για μεταπτυχιακά. Για καλό ή για κακό, δεν τα είχε πει όλα σωστά, ο Παναγιώτης. Η Σχολή που με ενδιέφερε στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο δεν ήταν από τις καλύτερες της Αγγλίας. Είχε προ πολλού κατακτήσει με διαφορά την πρώτη θέση στη χώρα και ήταν πλέον μια από τις καλύτερες στον κόσμο. 

Δεν πέρασαν πάνω από δύο ώρες όταν στην Γραμματεία πλέον της Σχολής, βρέθηκα στην γνώριμη θέση να επιχειρηματολογώ ακατάπαυστα στην νεαρή Βρετανίδα υπάλληλο, και αυτή με ιώβεια υπομονή να μου απαντάει στερεότυπα:

-«Λυπάμαι, είστε εκπρόθεσμος»

Απογοητευμένος, ευχαρίστησα και κίνησα να φύγω. Τι ήταν αυτό που παρακίνησε την γηραιά Αγγλίδα στο τέλος της αίθουσας, με το μεγάλο γραφείο, η οποία παρακολουθούσε τόση ώρα τη συνομιλία μας, να σηκώσει το χέρι της και να μου φωνάξει:

-«Για περιμένετε λίγο σας παρακαλώ», ακόμη και σήμερα δεν μπορώ μετά βεβαιότητας να το πω. Το μόνο που μπορώ να εικάσω είναι ότι μίλησε η απίστευτη ευελιξία που διαθέτουν οι Άγγλοι ως λαός. Υπηρετούν ένα σύστημα που το διέπουν σκληροί και άκαμπτοι κανόνες. Κανόνες που ως κύριο σκοπό έχουν να προστατεύσουν το ίδιο σύστημα από το να αλωθεί από άτομα που δεν αξίζουν. Και σε αυτό είναι ιδιαίτερα επιτυχημένοι. Αναλογιστείτε, επί έναν αιώνα διοικούσαν τα δύο τρίτα της υφηλίου με αυτούς τους κανόνες. Όταν όμως αντιληφθούν ότι κάποιος που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στο σύστημα βρέθηκε τυχαία ή από λάθος εκτός, τότε -και μόνον τότε- είναι διατεθειμένοι να παραβιάσουν τους κανόνες και μάλιστα αναλαμβάνοντας συλλογικά την ευθύνη.

-«Παρακαλώ μη φύγετε, περιμένετε εκεί και θα σας φωνάξω»

Την παρακολουθούσα να αναζητά μεθοδικά τηλέφωνα σε έναν μικρό κατάλογο και να τηλεφωνεί συνεχώς. Μετά από πολλή ώρα σηκώθηκε επιτέλους και ήρθε προς το μέρος μου.

-«Δυστυχώς, αυτή την εποχή οι περισσότεροι λείπουν. Παρ’ όλα αυτά, ο κοσμήτορας της σχολής ο Δόκτωρ …, συμφώνησε να σας δει. Αν αυτός δώσει το ΟΚ, δεν νομίζω ότι θα έχουμε πρόβλημα. Λοιπόν μπορείτε αύριο στις 11:00»; 

Την άλλη μέρα, φορώντας τη γραβάτα που μου δάνεισε ο άνδρας της κας Ήβης και ένα σακάκι στα μέτρα μου που απέσπασε με παρακάλια η κα Ήβη από έναν ένοικο, κομψός, καθαρός και κυρίως διαυγής και ξεκούραστος, έφτασα στο ραντεβού με τον κοσμήτορα. Επί μιάμιση ώρα είχαμε μια πολλή διαφωτιστική συζήτηση -εφ’ όλης της ύλης- και στο τέλος τον άκουσα να λέει:

-«Εάν μπορείτε να αποδείξετε εγγράφως όλα όσα λέτε για τις σπουδές σας, και μας αποστείλετε τα χαρτιά σας εγκαίρως, από μένα δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τα μαθήματα αρχίζουν 1η Οκτωβρίου» 


Το ίδιο βράδυ πετούσα για Ελλάδα. Την άλλη μέρα με το λεωφορείο, ξεκίνησα για το πατρικό μου. Έπρεπε να μαζέψω τα απαραίτητα χαρτιά τα οποία μεταφρασμένα θα έστελνα εξπρές στην Αγγλία. Φτάνοντας σπίτι, σαν να είχα να την δω χρόνια, άρπαξα κυριολεκτικά τη μητέρα μου, την αγκάλιασα, τη φίλησα και της είπα όλο χαρά:

-«Μάνα, με δεχτήκανε στο καλύτερο Πανεπιστήμιο της Αγγλίας»

Τα μεγάλα της μάτια γίνανε ακόμα μεγαλύτερα. Χάρηκε βέβαια πολύ με τη χαρά μου -αν και αδιαφόρησε για το καλύτερο πανεπιστήμιο της Αγγλίας-. Πιο πολύ όμως εξεπλάγη με τη χειρονομία μου. Δεν την είχα συνηθίσει σε αβροφροσύνες. Με βοήθησε να βρω τα χαρτιά μου και τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από την πρωτόγνωρη συμπεριφορά μου, ώστε το βράδυ την άκουσα να εξομολογείται στον πατέρα μου:

-«Ο Νίκος ωρίμασε! Του έκανε καλό η Αγγλία» 


Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες βρισκόμουν πάλι στην πανσιόν. Αυτή τη φορά έπρεπε να γραφτώ στο πανεπιστήμιο και το κυριότερο να ψάξω να βρω ένα δωμάτιο, κάπου στο κέντρο, κοντά στη σχολή. Η κα Ήβη -φυσικά- με βοήθησε και σ’ αυτό. Έμεινα ένα ολόκληρο χρόνο στο Λονδίνο. Από Οκτώβριο σε Οκτώβριο, χωρίς διακοπές το καλοκαίρι ούτε το Πάσχα, μόνο τα Χριστούγεννα. Και ναι, έβλεπα την κα Ήβη -και τον άνδρα της- περίπου μία φορά το μήνα, όταν με καλούσαν στην πανσιόν για να μου κάνουν το τραπέζι. Και φυσικά τα ταπεράκια με τα φαγητά στην πρώτη γραμμή,  γιατί όπως έλεγε η κα Ήβη απευθυνόμενη στον άντρα της:

-«Ο Νίκος έχει χάσει κιλά, δεν τρέφεται καλά»

Και το μωράκι το γνώρισα τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα, όταν με κάλεσαν στο σπίτι τους, ένα αξιοπρεπέστατο ζευγάρι γεμάτο ευγνωμοσύνη και δοτικότητα. Και ο μπέμπης, υγιέστατος, γοητευμένος από την μύτη μου -την οποία και ταλαιπώρησε αρκετά- έσκαγε στα γέλια με τους μορφασμούς μου κάθε φορά που τη ζουλούσε, κάνοντας τους γονείς του να πετάνε στον έβδομο ουρανό.

 

Οι σπουδές ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές και απορροφούσαν το σύνολο σχεδόν του χρόνου μου, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για κάτι διαφορετικό. Ξέροντας το αυτό οι δικοί μου, δεν μου αποκάλυψαν τα δυσάρεστα συμβάντα παρά μόνον όταν γύρισα στην Ελλάδα για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ελάχιστες εβδομάδες αφού έφυγα για το Λονδίνο, η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος. Στο τρίμηνο που έλειπα  είχε εγχειριστεί και είχε τελειώσει την πρώτη φάση των χημειοθεραπειών και ακτινοβολιών που συνοδεύουν τέτοιου είδους επεμβάσεις. Όλοι συμφωνούσαν και διαβεβαίωναν ότι είχε θεραπευτεί. 

Επέστρεψα στο Λονδίνο χωρίς να σκέφτομαι το χειρότερο, μέχρι που κάποιος Άγγλος γιατρός που έτυχε να γνωρίσω, μου αποκάλυψε τις στυγνές στατιστικές της εποχής -φυσικά αυτές οι στατιστικές έχουν βελτιωθεί πολύ από τότε-. Ακόμη θυμάμαι τα λόγια του:

-«Το 70% των γυναικών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του στήθους, σε τρία χρόνια έχουν αποβιώσει»

Ταρακουνήθηκα. Συνειδητοποίησα τη σοβαρότατα της ασθένειας και σε πείσμα όλης της υποκρισίας του ιατρικού κόσμου στην πατρίδα μας, διατηρούσα σοβαρές επιφυλάξεις για την πορεία της υγείας της μητέρας μου. 


Αρχές Νοεμβρίου τελείωσα τις σπουδές μου και μέσα Δεκεμβρίου άρχισα την είκοσι δυο μηνών στρατιωτική μου θητεία. Λίγο μετά την ορκωμοσία μου, η μητέρα μου αισθάνθηκε αδιαθεσία και διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες. Όλοι στην οικογένεια ήλπιζαν σε μια δεύτερη γρήγορη ίαση. Ήμουν ο μόνος -εκτός ίσως από την ίδια- που κατάλαβε ότι θα την χάναμε. 

Τότε ήταν που ξανάζησα τα συναισθήματα εκείνης της νύχτας που ξενύχτησα στην πανσιόν της κας Ήβης, και κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Όποτε είχα από διήμερη άδεια και πάνω από τον στρατό, κατέβαινα στο πατρικό μου και την έβλεπα. Πάντα την αγκάλιαζα και τη φιλούσα και πάντα τα μάτια της μεγάλωναν από χαρά. Και συζητούσα μαζί της, επί ώρες. Κι έμαθα για τα νεανικά της χρόνια, τα όνειρά της, τις αγάπες της, τα μίση της, τις αδυναμίες της, τα λάθη της, τις αμαρτίες της, τα χαμένα της τάλαντα, τις χαμένες της ευκαιρίες, τα καλά της και τα κακά της. Φιλοσοφήσαμε μαζί, τραγουδήσαμε μαζί, χορέψαμε μαζί, είπαμε για τη ζωή και για το θάνατο. Μέσα από τα μάτια της κοίταξα κατάματα τον χάρο και έκλαψα πικρά για τα χρόνια που μας έκλεβε. 


Όταν απολύθηκα από το στρατό τον μεθεπόμενο Οκτώβριο, είχαμε πια φτάσει στη τελική ευθεία. Εγκαταστάθηκα μόνιμα στο πατρικό μου με κύριο στόχο να απαλύνω όσο το δυνατό το τέλος της. Και την είδα να παρακαλάει για να της κάνουν γρήγορα την παυσίπονη ένεση. Να ψάχνει στα τυφλά τα μαλλιά μου για ένα από τα τελευταία της χάδια. Είδα τον γιατρό της να βγαίνει από το δωμάτιο, να κλείνει σιγανά την πόρτα και να ξεσπάει σε κλάματα. Άκουσα από το στόμα της τον ρόγχο του θανάτου. Και δικαιωματικά, της έκλεισα τα μάτια με ευλάβεια. Είχαν περάσει τρία ακριβώς χρόνια από τότε που διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος. 


Αισθάνομαι ωραία που τα έκανα όλα αυτά. Ευτυχώς δεν ανήκω σε αυτούς που παραπονιούνται λέγοντας «δεν πρόλαβα να της πω… να της δείξω…». Είμαι από τους τυχερούς που όταν κλήθηκα να επιλέξω ανάμεσα στην χαμένη τιμή του Χατζιδάκι και το «μα είναι για μωράκι…», επέλεξα ασυναίσθητα το δεύτερο. Και αυτό κάνω συστηματικά εδώ και δεκαετίες. Αντί να πολεμώ λυσσαλέα και άσκοπα το κακό, προτιμώ να βοηθάω το καλό -τον εκεί γύρω καλά κρυμμένο σπόρο- να ανθίσει. Και πάντοτε, μα πάντοτε -αργά ή γρήγορα- το κακό ρίχνει το βλέμμα στο χώμα, αρπάζει τις βαλίτσες του, κάνει μεταβολή και φεύγει. 

N.M.


Οδός Εμπόρων