Αφού κοινωνούσε η οικογένεια το πρωί της Μ. Πέμπτης και γύριζαν στο σπίτι, η μητέρα άρχιζε αμέσως τη βαφή των αυγών χρησιμοποιώντας ξύδι και δυο φυτικές χρωστικές (γνωστές στους παλαιούς) το ριζάρι και το κιννάβαρι
*Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα και η Μνήμη
Αιώνια του Αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο
οποίος, πέραν άλλων πολλών, πρόβαλλε με το έργο του ότι η μόνη αληθής πραγματικότητα είναι η κατά
Χριστόν ζωή και ότι οι Έλληνες δεν πρέπει ποτέ να ξεκόψουν από τη ζωογόνο ρίζα
της Παράδοσης. Οι αυγοκουλουλούρες και οι «κοκκώνες» Οι «αυγοκουλούρες» και οι «κοκκώνες» ζυμώνονταν τη Μ. Πέμπτη με πολλή φροντίδα από
τη νοικοκυρά του σπιτιού. Οι «αυγοκουλούρες» ήταν μεγάλες και στολίζονταν με
έναν Σταυρό από ζυμάρι, στη μέση του οποίου έβαζαν ένα κόκκινο αυγό. Πασχαλινές
αυγοκουλούρες ζύμωνε η νοικοκυρά όχι μόνο για την οικογένειά της (σύζυγο,
πεθερά κλπ) αλλά και για τις κουμπάρες, τις νουνές, δηλαδή, που είχαν βαφτίσει
τα παιδιά του σπιτιού κι επίσης για όλες τις ξαδερφάδες, τις ανιψιές κλπ. Οι «κοκκώνες» ήταν μικρές αυγοκουλούρες, τις
οποίες η νοικοκυρά ζύμωνε για τα μικρά
παιδιά της οικογένειας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα αλλά και για τους βαφτιστικούς
και για τα φτωχά παιδιά της γειτονιάς που , διαφορετικά, θα έμεναν χωρίς να
νιώσουν τη μεγάλη χαρά του Πάσχα. Ήταν δε τόση η ανυπομονησία των παιδιών να
παραλάβουν την «κοκκώνα» τους, ώστε τη Μ. Πέμπτη, από το πρωί, μαζεύονταν στην
αυλή του σπιτιού, καρτερώντας να ξεφουρνίσει η νοικοκυρά τις «κοκκώνες» και να
τις μοιράσει, από μία στο κάθε παιδί: (…) Κατ΄ έτος την Μ. Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θεια-Σοφούλα ανεσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων, και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της… Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα, και ταύτα δεν ήσαν ολιγάριθμα. Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικάς κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγόνους και τα δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλύτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. (…)Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185… όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήτο ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον διετές, εις ο η νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θεια-Σοφούλας. (…)Την ημέραν εκείνην η θεια-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα.(…) (Η τελευταία Βαπτιστική-1888) (…)
Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνει, και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ΄ αυγών
διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι? εαυτήν, διά τές
κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ΄ αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς. (…) (Παιδική Πασχαλιά-1891) Η Δεύτερη Ανάσταση Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα γινόταν
(όπως και σήμερα) στις εκκλησίες ο «Εσπερινός της Αγάπης» ή, αλλιώς, Δεύτερη
Ανάσταση. Σε πολλούς ναούς τελείται το πρωί. Λέγεται έτσι, διότι οι Χριστιανοί,
παλαιότερα, αντάλλασσαν μεταξύ τους το
Φιλί της Αγάπης. Μετά την Δεύτερη Ανάσταση, συνήθιζαν οι
παλαιοί να στρώνουν πασχαλινό τραπέζι στην εξοχή, να ψήνουν το αρνί στη σούβλα,
να τρώνε και να πίνουν αδελφωμένοι, να ανταλλάσσουν αναστάσιμες ευχές, να
τραγουδάνε και να χορεύουν μέχρι αργά το βράδυ, προεξάρχοντος, βεβαίως, του
παπά του χωριού, τον οποίο τον ένιωθαν (και ήταν) σπλάχνο από τα σπλάχνα τους.
Στους χορούς της Β΄ Ανάστασης χόρευαν τους λεγόμενους «κλέφτικους χορούς» (τα
τσάμικα) αποκλειστικά οι άντρες, ενώ οι γυναίκες περίμεναν το πασχαλινό,
εξοχικό γλεντοκόπι της Δευτέρας και της Τρίτης του Πάσχα, όπου αυτές θα χόρευαν
τους γυναικείους χορούς τους «συρτούς» και την «καμάρα»: (…)
Περί την μεσημβρίαν μετά την Β΄ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας
πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. Ως τάπητας είχον την χλόην και τα
χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει
μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε
φθόγγους λιγυρούς. (…) Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου,
έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν,
αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ’ έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς
να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν
άλλαι γυναίκες. Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να
ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι’ όλους, και τρώγων άμα
και προπίνων. Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον
και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάρμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν
την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής: —
Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας! (…) Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός,
χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την
Τρίτην όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την καμάρα),(…) (Εξοχική Λαμπρή - 1890) Τα κόκκινα αυγά Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τα κόκκινα
αυγά που συμβολίζουν το αίμα του
Χριστού, το οποίο χύθηκε επάνω στον Σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι
το χρώμα της θυσίας, αλλά ταυτόχρονα και της ζωής και της Ανάστασης. Πιστεύεται πως τα πρώτα κόκκινα αβγά βάφτηκαν
θαυματουργικά όταν μετά την Ανάσταση του Ιησού οι γυναίκες που είδαν τον άδειο
τάφο, μετέφεραν το χαρμόσυνο νέο. Μία γυναίκα που δεν μπορούσε να πιστέψει πως
ο Μεσσίας είχε αναστηθεί δήλωσε πως θα πίστευε μόνο εάν τα αβγά που είχε στο καλάθι
της γίνονταν κόκκινα. Τα αβγά θαυματουργικά έγιναν κόκκινα και έτσι καταλύθηκε
η δυσπιστία της. Αφού κοινωνούσε η οικογένεια το πρωί της Μ.
Πέμπτης και γύριζαν στο σπίτι, η μητέρα άρχιζε αμέσως τη βαφή των αυγών
χρησιμοποιώντας ξύδι και δυο φυτικές χρωστικές (γνωστές στους παλαιούς) το
ριζάρι και το κιννάβαρι: (…)
Πέρυσι, ώ! πέρυσι, την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν,
όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον
έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάπτει εν τη χύτρα
τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. (…) (Παιδική Πασχαλιά-1891) Τα κάλαντα της Μ. Πέμπτης Τη Μ. Πέμπτη, επίσης, γύριζαν, σε ζευγάρια, τα
παιδιά του χωριού, σ’ όλα τα σπίτια, κρατώντας στα χέρια έναν καλαμένιο Σταυρό,
που πάνω του είχε ένα ομοίωμα του Σταυρωμένου Χριστού, στολισμένο με λουλούδια
και μ’ ένα κόκκινο μαντίλι δεμένο στην κορφή. Έψαλλαν τα θλιμμένα «κάλαντα» της
Σταύρωσης και οι νοικοκυρές τα φίλευαν με φρεσκοβαμμένα κόκκινα αυγά: (…) Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά
ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με
ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα
αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ? Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το
μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα: Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα; Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σύρε μητέρα μ, στο καλό και στην καλή την
ώρα, κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ· όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουνε παπάδες, τότες και σύ, μανούλα μου, να ?χεις χαρές
μεγάλες. Και τι χαρές μεγάλες τω όντι, τί χαρές δι΄ όλα
τα παιδία! και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις
όλα τα παιδία? δύο αυγά κόκκινα, και τί ευτυχία! τί νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν
ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και
αλλού.(…) (Παιδική Πασχαλιά-1891) Το πέρασμα κάτω από τον Επιτάφιο και ο
Αγιασμός Το βράδυ της Μ. Πέμπτης οι μανάδες πήγαιναν τα
παιδιά τους στην εκκλησία για να προσκυνήσουν τον ανθοστολισμένο Επιτάφιο και
να περάσουν σταυρωτά τρεις φορές κάτω απ’ αυτόν για να πάρουν την ευλογία του Χριστού από τον Τάφο όπου βρέθηκε
πριν αναστηθεί Τριήμερος. Κάτω από τον Επιτάφιο συνήθιζαν, οι γυναίκες
που θα ξενυχτούσαν τον Μεγάλο Νεκρό, έβαζαν πήλινα δοχεία με νερό για να
αγιασθεί και να χρησιμοποιηθεί ως αγιασμός για τα σπίτια τους, τα ζώα τους κλπ.
Αν κάποιο παιδί δεν πρόσεχε και έσπαζε ή έχυνε κάποιο δοχείο εθεωρείτο κακό
σημάδι. (…) Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν
του ηλίου, η μήτηρ οδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν
τρείς γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν
Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ? αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ?
ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), και είτα επέρασαν τρίς υπό
τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δ? Ευαγγελινός (όλα τα ενθυμείτο η μικρά
Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν
υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό,
ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας, αι νεότεραι μυροφόροι, γυναίκες
διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν τον Χριστόν» μένουσαι άγρυπνοι εν τώ ναώ πέραν
του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα
Σάββατον, περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δέ γυνή ής ήτο κτήμα
ωργίσθη, και είπεν ότι το έχει «σέ κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού,
αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είναι κακό, ας
είναι για μένα!» και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!(…) (Παιδική Πασχαλιά-1891) Το αρνί του Πάσχα Το Μ. Σάββατο, ξημερώνοντας πήγαινε σε όλα τα
σπίτια ο έμπειρος χασάπης του χωριού (ή της γειτονιάς στην πόλη) , για να
σφάξει και να ετοιμάσει, κατάλληλα, το αρνί του Πάσχα που καρτερούσε δεμένο
στην αυλή ή στον κήπο. Ήταν μια μέρα ανείπωτης θλίψης για τα μικρά παιδιά που
είχαν περάσει μερικές μέρες με το μικρό αρνάκι: (…) Και ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος του
Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής, (ήτις
καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο
Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να
σφάξει διά την οικογένειαν του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος
της Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τί ωραίον, τί
ήμερον, τί λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πώς εβέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο.
Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος
Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός
εσφάγη…(…) ( Παιδική Πασχαλιά-1891) Οι στολισμένες αναστάσιμες λαμπάδες Στις πόλεις, το βράδυ του Μ. Σαββάτου, ο
πατέρας έφερνε στο σπίτι τις αναστάσιμες λαμπάδες των μεγάλων αλλά και των
παιδιών στολισμένες με λουλουδάκια τεχνητά, κορδελίτσες και χρυσόχαρτα. Τα
παιδιά τις περίμεναν πώς και πώς και κοιμούνταν με τις λαμπάδες τους αγκαλιά
μέχρι να τα ξυπνήσουν για να πάνε στην Ανάσταση: (…) Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας
πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος!
φαντασθείτε ωραίας μικράς λαμπάδας, με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο
Ευαγγελινός ήθελε να πάρει την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι
μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ΄ ο μικρός την έσπασε, εκεί πού έπαιζε
με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ του
ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθεί ότι δεν θα την πιάσει εις την
χείρα, έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη
κλαίων και χαίρων.(…) ( Παιδική Πασχαλιά (1891) Βαρελότα, τρακατρούκες και μπαταριές Όταν ο παπάς μετά το Ευαγγέλιο της Ανάστασης
άρχιζε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη…»
άρχιζαν να σκάζουν, μαζί, τα αυτοσχέδια βαρελότα και οι τρακατρούκες της
εποχής (ακόμα και μέσα στο Ναό) που
φόβιζαν το εκκλησίασμα, ιδιαίτερα τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους, ενώ
όποιος είχε όπλο (κουμπούρα, καρυοφίλι, κλπ) έριχνε μπαταριές στον αέρα, ν’
ακούσουν όλοι, πως αναστήθηκε ο Χριστός. Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά εθιμικά
δρώμενα στα οποία, μέσω του κρότου και του φωτός, γιορτάζεται η Ανάσταση και
μεταφέρεται το χαρμόσυνο μήνυμα. Ο βασικός πυρήνας τους εδράζεται στις λαϊκές
αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η ευεργετική επενέργεια του φωτός, το οποίο
επανέρχεται στη φύση κατά την εαρινή περίοδο που γιορτάζεται το Πάσχα, και ο
κρότος διώχνουν κάθε κακό: (…) Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η
Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φώς των
κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα
έξω εις το πρόναον, και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια,
άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα
καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τάς πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ? όλον
τον διωγμόν όν εκίνουν κατ? αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ? έτος οι επίτροποι,
αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον και
παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. (…) ( Παιδική Πασχαλιά (1891) (…) Μίαν χρονιάν, όταν ήλθεν η Μεγάλη Εβδομάς, από την Τετάρτην εσπέρας, καθώς διεκόπησαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι «πανούκλες» του χωριού, του σχολείου και του δρόμου, είχαν κολλήσει γύρω, εις την μικράν πλατείαν και εις το σιδηρουργείον, κ΄ έκαμνον δαιμονικόν θόρυβον. Απαιτούσαν από τον Γιάλα-Δρίτσαν να τους δώση μεγάλα καρφιά, «τζαβέτες»*, διά να καίουν τα καψύλιά των. Άλλοι εζητούσαν επιτακτικώς να τους κατασκευάση μικρά «κανονάκια». Έψαλλον τον στίχον του ασματος: Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ΄ μας καρφιά, φτιάσ΄ μας πιρούνια τρία, ο σκύλος ο παράνομος. (…)Τέλος ήλθεν η νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Τα μεσάνυκτα εψάλη η Ανάστασις, επί της εξέδρας, κατά τα σχέδια του νέου Δημάρχου. Όλος ο κόσμος εστάθη γύρω εις την εξέδραν, αι γυναίκες ολίγον παραπίσω. Η θεια-Μαχώ, μαζί με άλλας δύο η τρεις, χήρας η γραίας, εστάθησαν έξω της γυναικείας θύρας του ναού, κ΄ εθεώντο μακρόθεν. Γυναίκές τινες εγόγγυσαν ότι δεν ήκουον η ότι δεν έβλεπον καλά, τα εν τη εξέδρα. Εσυμπέραναν μόνον ότι εψάλλετο το «Χριστός ανέστη», από τας σταυροειδείς ανακινήσεις των λαμπάδων, και από τα ολίγα τρομπόνια που έπεσαν. (Η άκληρη-1905) Το κάψιμο του Ιούδα Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, μετά την
Β΄Ανάσταση, γινόταν το «κάψιμο Ιούδα» που πρόδωσε τον Χριστό. Ο «Ιούδας» ήταν
ένα ιδιόχειρο λαϊκό κατασκεύασμα, ένα σκιάχτρο, με μια χύτρα για κεφάλι, με
λινάρι για γένια και με γυαλιά στα μάτια, ντυμένος με παλιόρουχα μακριά και
ριγωτά. Αριστερά στο πλευρό του κρεμόταν ένα πουγκί με τα τριάκοντα αργύρια της
προδοσίας. Τον κρεμούσαν ψηλά, τον λοιδορούσαν, τον ντουφέκιζαν και στο τέλος
του έβαζαν φωτιά: (…) Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β/ Ανάστασις
κι έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κι εθεώντο την πυρπόλησιν του
Εβραίου. Τί άσχημος και τί ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν
χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω
τα ενθυμείτο όλα), όμοια μ? εκείνα που φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτει ή
εμβαλώνει τα παλαιά ρούχά της. Είχε κι ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το
αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και
αφού τον εκρέμασαν υψηλά υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να
τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, εωσότου τον έκαυσαν.(…) ( Παιδική Πασχαλιά - 1891) Αρνί στη σούβλα και κοκορέτσι Το αρνί του Πάσχα, συμβόλιζε ανέκαθεν τον Χριστό
ο οποίος θυσιάστηκε για την Σωτηρία του Ανθρώπου: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός
εναντίον του κείροντος άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (προφητεία
Ησαΐου-κεφ. νγ7). Το σούβλισμα του αρνιού είναι, ίσως, το
χαρακτηριστικό ελληνικό πασχαλινό έθιμο. Το «ηρωικό γύρισμα» στη σούβλα
αποτελούσε αρχικά κατεξοχήν έθιμο της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Ήταν μια
συνήθεια που κράτησαν και οι Κλέφτες στην τουρκοκρατία και συνεχίστηκε μέχρι τα
χρόνια μας. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας την Κυριακή
του Πάσχα ψήνουν το αρνί στη σούβλα, μαζί με το κοκορέτσι. Οι αρχαίοι Έλληνες
ήταν πιθανότατα οι πρώτοι που δοκίμασαν το κοκορέτσι και το ονόμαζαν «πλεκτή». Το κοκορέτσι το ξαναβρίσκουμε στην
Βυζαντινή εποχή με το όνομα «χορδαί» ή «χορδία». Το ψήσιμο του αρνιού και του κοκορετσιού και
το λιάνισμά τους μετά το ψήσιμο ήταν μια ιεροτελεστία για τους Έλληνες που
γιόρταζαν το Πάσχα στην εξοχή και αποτελούσε τον καλύτερο σύντροφο του κρασιού
που έρεε άφθονο στην αναστάσιμη χαρά: (…) άμα
τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των
μεγαλοπρεπών πλατάνων, κι έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης
εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν
υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον
αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως «προφταστήρα» το
ορεκτικόν κοκορέτσι,(…) Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά,
και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον
Προφήτην Ηλίαν? έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ’ ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης
περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κι εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από
φτέρες και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. (…)Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι
κλώνοι, με βόμβυκας και με θυσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό
πρωινής αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του
κάτω εις την κοιλάδα, εκάθισαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και
τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και
ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια.
Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν,
την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι’ ερυθράς δερματίνης λωρίδος
κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του
εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, όστις
εγερθείς προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν: - Κ’στος ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου
Κύριους! Ζη κι βασιλεύει! –Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά!
καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κι τ’ χρόν’ νά ’μαστι καλά. Καλή
χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρισι το πετραχήλι σ’!(…) (Στην Αγι-Αναστασά -1892) Το αναστάσιμο ασβέστωμα Μαζί με τους ανθρώπους έπρεπε να γιορτάσουν
την Ανάσταση ΚΑΙ τα σπίτια τα φτωχικά (τότε) και ταπεινά. Γι’ αυτό η κάθε
νοικοκυρά με το που έμπαινε η Μεγαλοβδομάδα έπαιρνε ασβέστη και με μια βούρτσα
άσπριζε τους τοίχους, τις μάντρες, τις αυλές, τα καλντερίμια … (ό,τι ήταν
δυνατό να ασπριστεί) ώστε ΟΛΑ να φεγγοβολούν, όπως φεγγοβολούσε και ο
Χριστός όταν αναστήθηκε και έκανε του
Ρωμαίους στρατιώτες να πέσουν μπρούμυτα καταγής, μη αντέχοντας να βλέπουν το
θεϊκό φως: (…)Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τ? ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν? αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κ? έβαπτε κατακκόκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φορές τ? αλεύρι, κ? εζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες, κ? ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. (Χωρίς στεφάνι- 1896) Κεριά και λιβάνι στα παραθύρια Όποιος χριστιανός για κάποιον σοβαρό λόγο δεν
μπορούσε να πάει στον Επιτάφιο, έβγαινε στο παράθυρο ή στο μπαλκόνι του μ’ ένα
αναμμένο κερί, έβαζε και το θυμιατήρι του σπιτιού με μπόλικο λιβάνι και το
άναβε να βγει πυκνός λιβανωτός και σταυροκοπιότανε σαν περνούσε η πομπή του
Επιταφίου, ευχόμενος, με συντριβή, του χρόνου, ο Χριστός να δώσει, ώστε να
μπορέσει να είναι στην περιφορά: (…) τότε και η πτωχή αυτή η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν) εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της με το φως ίσα με την παλάμην της, κ? έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του. (Χωρίς στεφάνι- 1896) Στόλισμα της εκκλησιάς Στα χρόνια τα παλιά δεν υπήρχανε πασχαλινά
στολίδια για τις εκκλησίες παρά μόνο όσα πρόσφερε η φύση. Πήγαιναν, λοιπόν, οι
χωρικοί στις πλαγιές και στα χωράφια, μάζευαν δάφνες και μυρσίνες (τα πανάρχαια
φυτά της δόξας, της νίκης και του θριάμβου) και στόλιζαν τις εκκλησιές. Κι αντί
για τους σημερινούς εκθαμβωτικούς πολυελαίους άναβαν μπόλικα κεριά στα φτωχικά
μανουάλια, για ν’ απλωθεί στην εκκλησιά: «Φως ιλαρόν, αγίας δόξης, Αθανάτου
Πατρός…»: (…)
Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την
ημέραν, πριν να πάγη ακόμα δια πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας
και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα. Ο ιερεύς
έβαλεν Ευλογητόν, και μαζί με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι
θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κι αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων,
εισήλθον εις τον ναόν, κι εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.(…) (Ο Αλιβάνιστος-1903) Το τσούγκρισμα των αυγών, τραγούδια αλλά και
ψαλμοί Όταν αποτρώγανε στο Πασχαλινό τραπέζι, οι
συνδαιτυμόνες, έπαιρναν από ένα κόκκινο αυγό ο καθένας και τσούγκριζαν ο ένας
με τον άλλον. Ο νικητής, θα είχε υγεία, προκοπή, ευλογία και προστασία για τη
χρονιά ολόκληρη, μέχρι το άλλο Πάσχα. Ύστερα, αδελφωμένοι, τρώγανε τα σπασμένα
αυγά και συνέχιζαν να τσιμπολογάνε τους μεζέδες και να πίνουν το μυρωδάτο
κρασί, τραγουδώντας διάφορα χαρούμενα τραγούδια αλλά και αναστάσιμους ψαλμούς
και ύμνους, σμίγοντας, έτσι, την κοσμική με την πνευματική χαρά: (…) Όταν απεφάγαμεν, κι εσυγκρίσαμεν τα κόκκινο αυγό, και είχαμεν κενώσει τα τρία τέταρτα της χιλιάρικης ―ήτο ωραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός― αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το Χ ρ ι σ τ ο ς α ν ε σ τ η (ο κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμή το, «Ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κ΄ εγώ να είπω το Α ν α σ τ α σ ε ω ς η μ ε ρ α, το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις ήνοιξα το στόμα μου κι επρόφερα Αναστάσεως ημέρα, Λαμπρυνθώμεν, λαοί? Πάσχα Κυρίου, Πάσχα… η μικρά Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς, κι έλαμψε τι προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά της, όλα εμόρφασαν κι εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως.(…) (Τραγούδια του Θεού-1908) Αναστάσιμα πανηγύρια Είναι τόσο μεγάλη η γιορτή της Ανάστασης και η
αγαλλίαση και η χαρά που νιώθανε οι παλαιοί, ώστε δεν τους έφτανε μόνο η
Κυριακή του Πάσχα για να πανηγυρίσουν και να γιορτάσουν. Γι’ αυτό συνέχιζαν τα
πασχαλινά γλέντια και τα πανηγύρια, την Δευτέρα και την Τρίτη του Πάσχα, της
Ζωοδόχου Πηγής, την Κυριακή του Θωμά και, φυσικά, του Α. Γεωργίου: (…)Την Δευτέραν και Τρίτην του Πάσχα, ακόμη και την Παρασκευήν της Ζωοδόχου Πηγής, οπότε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, και την Κυριακήν του Θωμά, ότε η εκκλησία ψάλλει? «Σήμερον έαρ μυρίζει και καινή κτίσις χορεύει», ο Γιάννης ο Λιοσαίος εχόρευε κι επήδα με την γκάιδά του, έξωθεν του μαγαζίου του Θωμαδάκη, υπό το πυκνόν των μορεών φύλλωμα. Και την ημέραν του Αγίου Γεωργίου –«ανέτειλε το έαρ δεύτε ευωχηθώμεν…»– είχε γίνει μεγάλη σύναξις, υπό τα πελώρια δένδρα, ανδρών και παιδίων και μικρών κορασίων, διά ν΄ απολαύσουν το θέαμα των αιπολικών χορών του Γιάννη και ολίγων άλλων αγροδιαίτων νέων και πανηγυριστών, κατελθόντων την δείλην από το βουνόν, όπου είχεν εορτασθή εις το εξωκκλήσιόν του ο Άγιος.(…) (Η νοσταλγια του Γιάννη-1906) Καλή Ανάσταση Σπάρτη 14-4-2025
Βαγγέλης Μητράκος