Άγνοια ανεπίτρεπτη για ανθρώπους που ασχολούνται επαγγελματικά με την τέχνη να μην γνωρίζουν πως στην δική μας παράδοση ο εικαστικός τρόπος ουδέποτε είχε πρόσημο ιδεολογικό
Είχα ένα όραμα. Να φτιάξω στην Κρήτη μια
τοιχογραφία με την ιστορία του Θησέα με τον Μινώταυρο. Με την ερμηνεία μου, με
τον τρόπο μου τον ζωγραφικό που βαστά από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο,
τον μεσαιωνικό δηλαδή Ελληνισμό, και
είναι εμπλουτισμένος με τους διαλόγους μου με τον Δυτικό εικαστικό πολιτισμό. Βρέθηκε με την συνδρομή φίλου καλού, κάποιος
χώρος δημόσιος και έκανα την πρότασή μου. Απορρίφθηκε η πρόταση με το αιτιολογικό πως δεν ταιράζει η
ζωγραφική μου στον χώρο αυτό που είναι
δημόσιος χώρος και άρα κοσμικός
(Secular). Δεν έμαθα περισσότερα ούτε και ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις. Είναι μάταιο και ανώφελο. Συνεπέρανα πως στο νου αυτών που
απέρριψαν την πρότασή μου η τεχνοτροπία
μου με τα όποια «βυζαντινά» εικαστικά στοιχεία της έκανε την ζωγραφιά θρησκευτική
και άρα ακατάλληλη να κοσμήσει δημόσιο–secular χώρο. Δεν ζήτησα εξηγήσεις αλλά εθλίβην όμως πολλά.
Γιά την άγνοια, για την προκατάληψη, για τον τρόπο σκέψης και τις συνέπεις
αυτού του τρόπου. Άγνοια ανεπίτρεπτη για ανθρώπους που
ασχολούνται επαγγελματικά με την τέχνη να μην γνωρίζουν πως στην δική μας
παράδοση ο εικαστικός τρόπος ουδέποτε
είχε πρόσημο ιδεολογικό, πως αυτό που σήμερα, εντελώς λανθασμένα ονομάζεται,
«Βυζαντινή» ζωγραφική δεν υπήρξε ποτέ μια τεχνοτροπία στην αποκλεισιτκή χρήση
της Εκκλησίας για την απόδοση θεμάτων απο την Θεία Οικονομία. Ήταν τρόπος που
δημιουργήθηκε σε βάθος αιώνων από σύνθεση ρευμάτων του Ελληνικού κόσμου (
ύστερη αρχαιότητα) και χρησιμοποιήθηκε εξίσου για την απόδοση θρησκευτικών και
κοσμικών (secular) θεμάτων. Όλων των υποθέσεων χωρίς καμμία διάκριση. Δείγματα
υπάρχουν πολλά και εύκολα μπορεί κανείς πλέον να τα βρεί ακόμη και στο
διαδύκτιο χωρίς ιδιαίτερη έρευνα. Εξάλλου καμμία απολύτως πηγή της «Βυζαντινής»
περιόδου δεν βλέπει στο εικαστικό στοιχείο θεολογικό ή μεταφυσικό περιεχόμενο.
Η φόρτιση της τεχνοτροπίας με θεολογικά
σημαινόμενα συνέβη στην διάρκεια του 20
αιώνα κάτω από ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Ρώσων στοχαστών βασισμένες στον Ρομαντισμό και στον Σχολαστικισμό της Δύσης. Για τους Έλληνες διαχρονικά μέχρι και τον
στρατηγό Μακρυγιάννη που διάλεξε τον Παναγιώτη Ζωγράφι, έναν «αγιόγραφο» της
εποχής του, για να γράψει τις εικόνες
της Επανάστασης και τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο η
ζωγραφική τεχνοτροπία ήταν τρόπος
ουδέτερος και δεν ταυτιζόταν με κάποιο ιδεολογικό περιεχόμενο και δη θρησκευτικό. Είναι λυπηρό λοιπόν σημερα να υπάρχει τόση
άγνοια και δη από ειδικούς του χώρου. Και είναι ακόμη πιό λυπηρό την εποχή που
αυτοδιαφημίζεται ως προοδευτική και ανεκτική να γίνονται τέτοιες κάθετες
διακρίσεις ανάμεσα στο «κοσμικό» και στο «θρησκευτικό» με βάση τις εικαστικές
γλώσσες. Διακρίσεις που καταλήγουν σε άλογη προκατάληψη απέναντι σε ένα
ολόκληρο πολιτισμό, τον «Βυζαντινό» και στην συνέχεια τον λεγόμενο «Λαϊκό» ,
κομμάτια ατόφια της συνέχειας του
ελληνικού κόσμου. Οι συνέπειες αυτής της διάκρισης είναι πολλές
κι όχι ευχάριστες. Δεν θα τις περιγράψω. Βαριέμαι. Τις γνωρίζουν, τις έχουν υποστεί στην πέτσα τους όσοι τις πολλές
τελευταίες δεκαετίες θέλουν να επιμένουν έχουν δική τους μητρική ζωγραφική γλώσσα που έχει ρίζες και λόγο
δικό της. Γεώργιος Κόρδης, kordis.gr Εικόνα άρθρου: Εικαστικό: Επιτάφιος. Ψηφιακή ζωγραφική