Vekrakos
Spartorama | «H παραμυθία του Παπαδιαμάντη», από τον Γεώργιο Κόρδη

«H παραμυθία του Παπαδιαμάντη», από τον Γεώργιο Κόρδη

Γεώργιος Κόρδης 23/11/2017 Εκτύπωση Άρθρα
«H παραμυθία του Παπαδιαμάντη», από τον Γεώργιο Κόρδη
«Διάλεξα τη βυζαντινή γραφή γιατί πίστεψα πως ο κόσμος του Παπαδιαμάντη δεν θα μπορούσε με άλλη να παρουσιαστεί γραφή»
Οδός Εμπόρων

Ήταν άνθρωπος σεμνός. Έζησε ήσυχα. Πάλεψε μέσα του. Ονειρεύτηκε. Πόθησε, ντράπηκε. Έφυγε πολλές φορές. Επανήλθε. Έμεινε πάντα στο σχεδόν και στο περίπου. Ασύμμετρη ζωή. Πολύς καημός, βάσανα μεγάλα. Λίγη χαρά. Πλεόνασμα λύπης. Έψαλλε. Το Θεό, την ελπίδα του, στη μοναξία. Την αγάπη του για τη ζωή. Έψαλλε και έγραψε τη ζωή. Όπως την έζησε, όπως τη φαντάστηκε, όπως την θέλησε αλλά δεν την βρήκε. Έχτισε κάστρο για την ομορφιά, βυθίστηκε στην έκσταση των χρωμάτων και των ήχων, των ανθρώπων της μικρής πατρίδας του στο φλοίσβο των δικών του θαλασσών. Έγραψε κείμενα και ζωντάνεψε ήρωες. Αλλοιώτικους, παράδοξους. Απλούς και αντιφατικούς, εκκρεμείς μεταξύ ουρανού και γης. Αιωρούμενους μεταξύ μετάνοιας και ενοχής. Έπλασε ανθρώπων χαρακτήρες που δεν αποφασίζουν κατά την κοινή λογική. Παραδόξως ποιούν ανεξήγητα επιλέγοντας τη ζωή των άλλων, χάνοντας το ελάχιστο της δικής τους μετοχής στη χαρά. Η ζωή είναι πλατειά στα κείμενα του. Ίδια η αληθινή ζωή. Απροσδιόριστη και αντιφατική. Με ελπίδες εσχατολογικές, με ονείρατα στο κύμα, πόθους αγνούς και αβρούς και άλλους σαβανωμένους κάτω απ΄ το λευκό του χιονιού της παραμονής των Χριστουγέννων. Η ζωή είναι πλατειά και σκληρή στα κείμενα του. Με αστεράκια ομορφίες που δεν ξέρουν τι να κάνουν την νεότητα και την αγνότητά τους, με παιδικές σκληρές πασχαλιές και ουτοπικές νοσταλγούς που δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν στον απέναντι πόθο. Με σκοτεινές οπτασίες που δεν κατορθώνουν ποτέ να γευτούν τη λύτρωση της μετάνοιας και ξεμένουν να αιωρούνται μπροστά σε θάλασσα θεριό με τη σπαρακτική κραυγή κρεμασμένη στ αχείλι το πικρό “Σα νάχαν τελειωμό τα πάθια κι καημοί του κόσμου”.

Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Όλα είναι εδώ. Ίδια η κανονική ζωή. Ασύμμετρη, γόησσα, σκληρή σα πέτρα και σα ξενιτειά. Με θυσίες και δειλίες και παραλοϊσμούς πολλούς. Με σκοτεινιές και με φώτα ολόφωτα, με παπάδες και ψαλτάδες με γενναίους ναυτικούς, με ευσεβείς και ασεβείς και με τεταπεινωμένους ένα σωρό. Εκείνους που δεν έχουν ταυτότητα σαφή αλλά έχουν πάντα όνομα στα διηγήματά του και που γεμίζουν κίνηση και ζωή το χωρόχρονο της παράδοξης ουτοπίας που είναι ο κόσμος που έχτισε ο κυρ-Αλέξανδρος. Ο κοσμοκαλόγερος της Σκιάθου. Ασκητής, αλήτης νοσταλγός της κανονικής παράδεισου της των πάντων ενότητας. Μοναχικός, σιωπηλός, με πάθια και καημούς. Με βάσανα και λίγη εσπερινή και αγρύπνιας χαρά.

Σ΄ ένα τέτοιο κόσμο πως να βυθιστείς και νάβγεις αλώβητος; Πως να μην τρωθείς από τη θαυμαστή της γλώσσας κίνηση και τον απαλό χορευτικό ρυθμό που ενώνει λέξες, νοήματα, χρώματα και ήχους μελωδικούς σε πάντρεμα μοναδικό, ηδύ φευγαλέο και μνημειακά σταθερό; Πως άραγε να μεταλάβεις στη κοινωνία των ανθρώπων του και ίδιος να μείνεις μετά; κι ακόμη πιο πολύ πώς να φέρεις σε χρώματα ετούτη την οικουμένη της ζωής που κλείνουν και λευτερώνουν τα διηγήματά του; Δεν ξεύρω και δεν έμαθα ποτέ και πάντα ανάξιος έκρινα εαυτό να πλησιάσω τον κόσμο αυτό.

Απλά, τυχαία η με τη χάρη του θεού βρέθηκα εκεί. Ανεξήγητα σχεδόν. Με γοήτεψε η γλώσσα του, το παραμύθι του άνθους του γυαλού, η τρυφερή παλαβομάρα του Στάθη Μπόζα του Γιδοβοσκού, η ατμόσφαιρα της κοσμοχαλασίας στο Χριστό στο κάστρο με την αίσθηση της κοινοτικής ζωής… και μπήκα.. Στα διηγήματα της Αγάπης. Απρόσκλητος αλλά με τα καλά μου ρούχα, όπως μάλλον θάθελε κι εκείνος. Με μπαλωμένη δηλαδή καρδιά και άδειο μυαλό. Μπήκα και ανάξια κάθησα σε θέση αρχοντική, και αξιώθηκα χαρά δεσποτική. Και άρχισα να πλάθω τον κόσμο μου πάνω στο δικό του κοσμο. Μια χαρά κι έναν καημό δίπλα σε έναν αλλο. Και επέλεξα με απλότητα να θωρήσω το δικό του κόσμο τον ολόφωτο. Με γραφή βυζαντινή που δεν ψάχνει νοήματα βαθειά και θολές μεταφυσικές. Που λειτουργικά ιστορεί, που φτιάχνει εικόνες κατενώπιον των θεατών που δεν χωρίζει και δεν διαιρεί τον χώρο και τον χρόνο αλλά όλα τα βάζει μαζί σε κοινωνία πανηγύρης χρωματιστής να διαλέγονται, να συζητούν, να βρίσκουν αρμονία και ρυθμό. Να ενώνονται παράδοξα και μυστικά. Να χωρούν πέρα απ το νατουραλισμό και τον καταναγκαστικό του νομικισμό. Διάλεξα τη βυζαντινή γραφή γιατί πίστεψα πως ο κόσμος του Παπαδιαμάντη δεν θα μπορούσε με άλλη να παρουσιαστεί γραφή. Είναι σαν τις μάχες που κουβαλούσε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στο μυαλό και στην καρδιά και έπρεπε να στρατολογήσει τον λαϊκό Παναγιώτη Ζωγράφο για να τις ιστορήσει. Ετσι κι εγώ θάρρεψα πως με γραφή βυζαντινή μπορούσε να αποδοθεί η λογική μαγεία, η ρεαλιστική παραμυθία, η ελαφριά τραγωδία, η ανείπωτη χιλιοειπωμένη ομορφιά του κόσμου του. Και κίνησα ταξίδι μακρυνό μεσα στα κείμενα του… κι ακόμη πορεύομαι.. κι αναρωτιέμαι τι έκανα και που θα βγώ.

Χρώματα καθαρά και ανόθευτα. Σχήματα καθαρά γραμμένα και σφικτά. Τα φώτα να λάμπουν στα πρόσωπα και στα βουνά. Ένας κόσμος ολόφωτος σαν εκείνον που θέλησε κι ο Κυρ Αλέξανδρος. Έτσι ξεκίνησα. Ύστερα μαλάκωσα τα γραψίματα και το χρώμα έγινε πιο πρωταγωνιστικό. Διηγήματα των Χριστουγέννων. Η ακρίβεια, η αρμονία και ο ρυθμός πάντα οδηγός. Όσο μπορούσα να γράψω. Όσο μπορούσε η καρδιά. Ύστερα ήρθαν οι γυναίκες του. Τις ονόμασα της προσμονής και του καημού. Ολόσωμες και αψηλές ίσιες μέχρι τον ουρανό. Άλλες να σκυβούν στης ζωής το σκληρό και μονότονο Ρυθμό. Διάλεξα τη χάραξη πάνω στο χρώμα. Το φως χτιζόταν με τρόπο χαρακτικό, έβγαινε απο τα μέσα προς τα έξω. Μορφές σαν σμιλεμένες σε πέτρα. Διηγήματα του Πάσχα κι ο Παπαδιαμάντης είναι εδώ. Μορφές πιο φωτεινές, ποιητικές γεμάτες νόστο παράδεισου και λαμπρή. Και μετά το αγαπημένο μου διήγημα το μοναδικό. Ο ξεπεσμένος Δερβίσης. Σαν παραμύθι αληθινό. Με το νεΐ το γλυκύ, το πράο να καλεί στο μεγάλο της συμφιλίωσης ναί, το αληθινό. Ένα παραμύθι για την παραμυθία του κυρ-Αλέξανδρου που δεν έχει τελειωμό.

Ύστερα ήρθαν καιροί νοσταλγικοί και χαθήκαμε στου παράπονου του άλογου το μηδενισμό… που να βρεί χώρο ο σκιαθίτης ο προφήτης ο τρυφερός…

Φωτο: Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης. Αυγοτέμπερα σε ξύλο.


Οδός Εμπόρων