Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/76764-to-psomi-ton-buzantinon--o-chairetismos-tous--i-oikogeneia--o-gamos--meros-iii-apo-ton-dimitri-katsafana/

Spartorama - Print | «Το ψωμί των Βυζαντινών, ο χαιρετισμός τους, η οικογένεια, ο γάμος, Μέρος IΙI» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Το ψωμί των Βυζαντινών, ο χαιρετισμός τους, η οικογένεια, ο γάμος, Μέρος IΙI» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Το ψωμί των Βυζαντινών, ο χαιρετισμός τους, η οικογένεια, ο γάμος, Μέρος IΙI» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα
(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Το Δεσποτάτο του Μυστρά», Περιφέρεια Πελοποννήσου, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2021)
Οδός Εμπόρων

(Συνέχεια από το προηγούμενο


Στην πλειονότητά τους οι Βυζαντινοί έκαναν οικογένεια. Σε όλες τις τάξεις, πλουσίων και φτωχών, φαίνεται ότι οι πολυμελείς οικογένειες αποτελούν τον κανόνα. Η χωρητικότητα του σπιτιού, αν κρίνουμε από τον συνωστισμό των σπιτιών του Μυστρά, ήταν μικρή. Δεν ζούσαν όλα τα παιδιά. Η θνησιμότητα τότε, αλλά και πολλούς αιώνες ύστερα, και όχι μόνο στο Βυζάντιο, ήταν μεγάλη, κυρίως στις μικρές ηλικίες. Γι’ αυτό η ευχή για το νεογέννητο ήταν πάντα «να τους ζήσει». Ήταν οι ασθένειες, οι λοιμώδεις επιδημίες. Η Εκκλησία συνεχίζει και σήμερα να παρακαλεί τον Θεό να απομακρύνει από τους πιστούς την ασθένεια και την πείνα, να τους σώζει «από λοιμού και λιμού». Θυμίζουμε εδώ το θανατικό, τον Μαύρο Θάνατο του 1348, όταν ερχόταν ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο πρώτος δεσπότης, στον Μυστρά. Ήταν η εποχή που στην Ιταλία ο Βοκκάκιος έγραφε το Δεκαήμερο, αρχίζοντας με την περιγραφή του μεγάλου λοιμού, του «Μαύρου Θανάτου». Κατά τη διάρκεια του λοιμού εκείνου, γράφει, «πολλοί γενναίοι άνθρωποι, ωραίες κυρίες και λεπτοί νέοι ξυπνούσαν γεμάτοι υγεία ανάμεσα στους συγγενείς τους, τους συντρόφους τους και τους φίλους τους, για να βρεθούν το βράδυ στον άλλο κόσμο μαζί τους προγόνους τους».

Δεν ήταν, βέβαια, μόνο ο λοιμός, η πανώλη, φαινόμενο συχνό, που αποδεκάτιζε τις οικογένειες, τον πληθυσμό. ήταν σε κάποιο βαθμό και η αγαμία πολλών. Τα μοναστήρια ασκούσαν έλξη σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας μέχρι και του τελευταίου χωρικού. Ακόμη και ολόκληρες οικογένειες ακολούθησαν τη μοναστική ζωή. Και δεν ήταν πάντα η ελπίδα της ουράνιας αμοιβής. Ήταν συχνά και ο πειρασμός του μεγάλου πλούτου των μοναστηριών, η αποφυγή υποχρεώσεων, της στράτευσης κ.λπ.

Ο Πλήθων διαμαρτύρεται στους Παλαιολόγους με τα υπομνήματά του ότι, ενώ το κράτος δεν διαθέτει τις απαραίτητες δαπάνες για την εθνική άμυνα, είναι υποχρεωμένο να διατρέφει «σμήνος κηφήνων», στρατιές ολόκληρες μοναχών. Εξαιρεί μόνο τυχόν περιπτώσεις μοναστηριών που θα κατέβαλλαν φόρο, όπως όλοι οι άλλοι πολίτες. Τις εξαιρέσεις αυτές των μοναχών τις αφήνει στο περιθώριο, για να «φιλοσοφο?ν», όπως λέει. Ας σημειωθεί εδώ, όμως, ότι για την αποφυγή του γάμου δεν έφταιγε ο Χριστιανισμός, ο οποίος μάλιστα, για να αντισταθμίσει τη διάδοση της αγαμίας, είχε καθιερώσει την ιερότητα του γάμου.

Σκοπός της οικογένειας υπό την επίδραση του Χριστιανισμού, δεν ήταν αποκλειστικά, όπως στην αρχαιότητα, η τεκνογονία. Υπάρχει τώρα και μια άλλη, βαθύτερη, διάσταση της οικογένειας. Ανεξάρτητα από την απόκτηση ή όχι παιδιών, σημασία είχε η ολοκλήρωση της προσωπικότητας των συζύγων μέσα σε μια εν Χριστώ αγαπητική σχέση. Ιερός, ανέκαθεν, ο θεσμός της οικογένειας για τους Έλληνες. Αυτή πρώτα απ’ όλα προστάτευαν. Ακούμε τη φωνή του Αισχύλου που πολεμάει τους Πέρσες στη Σαλαμίνα. Και είναι η ίδια με εκείνη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, λίγες ώρες πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η φωνή του Αισχύλου: «Των Ελλήνων παιδιά, εμπρός, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, των πατρικών θεών τους ναούς […]». Και η φωνή του Κωνσταντίνου προς τους ολίγους υπερασπιστές της Πόλης, όπως μας τη διέσωσε ο ιστορικός Δούκας: «Πεθαίνουμε για την πίστη και την ευσέβειά μας, για την πατρίδα, για την ελευθερία μας για τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, τους συγγενείς και τους φίλους» (Υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, υπέρ της πατρίδος, υπέρ του βασιλέως ως χρηστού κυρίου και υπέρ συγγενών και φίλων […] των φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα). Αλλά ας μη μακρύνουμε ακόμη τον λόγο. Μας αρκεί η υπόμνηση ότι ο θεσμός της οικογένειας στον Έλληνα ήταν πάντοτε ιερός.

Στο Βυζάντιο, οι γονείς ήταν εκείνοι που φρόντιζαν για να βρουν νύφη ή γαμπρό για το παιδί τους. Συνήθως δική τους ήταν η εκλογή. Ζητούσαν και τη βοήθεια φίλων και συγγενών. Αναφέρονται μεσάζοντες και μεσιτεύοντες, προξενούντες ή προξενηταί και προξενήτριαι, που αναλάμβαναν αντί αμοιβής να βρουν την κατάλληλη νύφη ή γαμπρό.

Η μνηστεία θεωρείτο ιερή και ήταν έγκλημα η προσβολή της μνηστής. Συντάσσονταν προικοσύμφωνα, όπως και αργότερα, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και ύστερα, απαριθμούνταν κινητά και ακίνητα, σκεύη, ενδύματα, κτήματα, που αποτελούσαν την προίκα, ή ήταν αρκετός ο λόγος των γονέων για την προίκα της νύφης, αλλά και του γαμπρού συνήθως.

 

(Συνεχίζεται)