«Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (κριτική) – Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη» (εκδ. Κέδρος)
Αναλογίζομαι πολλές φορές τον διάλογό μου με
φίλο, σπουδαίο μας διηγηματογράφο, τιμημένο από την κριτική και από το
αναγνωστικό κοινό. Παραιτήθηκα από την «αντιδικία» για την αξία του
καζαντζακικού έργου, γιατί η απαξίωση και η εμμονή του ήταν τέτοια, και τόση,
που δεν είχε νόημα να συνεχιστεί ο διάλογος. Σκέπτομαι τώρα που ο καλός φίλος δεν είναι στη
ζωή, πόσο η μνήμη του ξεθωριάζει, αντίθετα με αυτή του Καζαντζάκη που δεν είναι
απλώς ανάμνηση αλλά κυκλοφορεί ο ίδιος ανάμεσά μας. Απόδειξη το τελευταίο
βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου με τίτλο Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο
ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη (εκδ. Κέδρος). Kατώτεροι του Καζαντζάκη Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος ομολογεί –χωρίς να
εξαιρεί τον εαυτό του– ότι «όσοι ασχολούνται με τον Καζαντζάκη αποδεικνύονται
κατώτεροί του». Και η «κατωτερότητα» αυτή είναι ίσως εκείνη που προκαλεί την
αποστροφή των ομοτέχνων του, δηλαδή, το «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει
κρεμαστάρια», για να παραμείνουμε και σε μια από τις εξηγήσεις του Ραπτόπουλου,
αλλά και στο πνεύμα των «μεταγραμμένων» από τον ίδιο «Αλληγοριών». Ο όρος «μεταγραφή» αδικεί ωστόσο το νεώτερο
συγγραφέα, γιατί, ενώ πρόκειται για κείμενα αποσπασμένα από όλο το ευρύ φάσμα,
ακόμη και την αλληλογραφία, του Νίκου Καζαντζάκη, μάς δίδονται με τις
αναγκαίες, περιορισμένες, επεμβάσεις που καθιστούν τις «Αλληγορίες» ένα
εξαιρετικά ευχάριστο και διασκεδαστικό –μαζί και διδακτικό– ανάγνωσμα. Η παρεμβολή του Βαγγέλη Ραπτόπουλου είναι
άκρως δημιουργική, αν και αρκείται σε λίγες εισαγωγικές γραμμές (δημιουργείται
τουλάχιστον αυτή η υφολογική ψευδαίσθηση) που εξασφαλίζουν ενότητα και
αυτοδυναμία στις αφηγήσεις και στη χρήση της καθομιλουμένης μας δημοτικής
προκειμένου να αποφύγει κάποιες από τις γλωσσικές ιδιοτυπίες, την ιδιόλεκτο,
του Καζαντζάκη που ίσως δυσχέραιναν την πρόσληψη από έναν σημερινό, και μάλιστα
νεαρό, αναγνώστη. Δεν λείπουν βέβαια και ελάχιστες αφηγήσεις,
όπου ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι περισσότερο παρών. Σ’ αυτές κυρίως
που μάς βοηθάει να αναγνωρίσουμε την αρμονική προσωπογραφία του Καζαντζάκη που
ωστόσο συνθέτουν αντιτιθέμενες μεταξύ τους γραμμές. Αλλά έκαστος αναγνώστης
μπορεί να κρίνει τη σκοποθεσία, τον τρόπο συγγραφής, σε σχέση με την δική του
αναγνωστική πρόσληψη, από τα δυο κείμενα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που ανοίγουν
και κλείνουν το βιβλίο του και στα οποία εντίμως και ευθαρσώς αναφέρεται στους
όρους με τους οποίους πραγμάτωσε το εγχείρημά του. Οραματίζομαι μια τάξη εφήβων, παιδιών του
γυμνασίου ή του λυκείου, κυκλικά καθισμένων σ’ έναν από τους τόσο ελκυστικούς,
υπαίθριους, αρχαιολογικούς μας χώρους, να διαβάζουν και να αναλύουν τις
καζαντζακικές αλληγορίες προσεγγίζοντας, μέσω του μύθου, τις μεγάλες αλήθειες.
Η καταφυγή στον μύθο αναπληρώνει την αδυναμία του ορθού λόγου να διατυπώσει με
σαφήνεια την αλήθεια. Πόσες φορές, για το λόγο αυτό, δεν χρειάστηκε να
καταφύγουμε στον πλατωνικό μύθο (του σπηλαίου, της πτερόεσσας ψυχής) ή στα
Διηγήματα της Ανατολής της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (εκδ. Χατζηνικολή). Στον μύθο καταφεύγει και ο Καζαντζάκης και το
ομολογεί ευθαρσώς δια στόματος ενός ραβίνου: «Όταν έχω μια ιδέα, τη δουλεύω για πολύ καιρό
αμίλητος, με υπομονή, με εμπιστοσύνη, με αγάπη. Κι όταν ανοίγω το στόμα, τι
μυστήριο είναι τούτο, παιδιά μου! Όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει
παραμύθι. […] Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι. Η τριανταφυλλιά το λέει
τριαντάφυλλο». Κι ο δάσκαλος εκεί θα έπρεπε να οδηγήσει τους
μαθητές του. Να τους κάνει να δουν, να μυρίσουν, να αντιληφθούν τη βελουδένια
υφή του τριαντάφυλλου, να νιώσουν στην καρδιά τους το νόημα του κειμένου. «Να
μπαίνεις μέσα στη λέξη με όλα σου τα μέλη», όπως επιγράφει ο Ραπτόπουλος μια
από τις «Αλληγορίες», που καταλήγει συμπερασματικά: «Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να
στριμώχνει μαγικά, μέσα στα γράμματα του αλφαβήτου, ανθρώπινη ουσία. Κι όλη η
τέχνη του αναγνώστη, να ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να ελευθερώνει το
φλογερό ή γλυκύτατο περιεχόμενό τους». Και σ’ αυτή την «απελευθέρωση», θα επανέλθει
με την αφήγηση που επιγράφεται «Η φυλακισμένη ψυχή» και θα φωτιστεί και
κατανοηθεί ακόμη πληρέστερα με δυο ακόμη «Αλληγορίες»: «Η μητρική γλώσσα» και
«Αρχιτέκτονες του Κόσμου»· η πρώτη επικεντρώνεται σε ό,τι δηλοί ο τίτλος, στη
μητρική γλώσσα, και η δεύτερη στην αρχαία ελληνική τέχνη. Οι τίτλοι των «Αλληγοριών» είναι άκρως
επιτυχείς, γιατί δεν ανταποκρίνονται απλώς στο περιεχόμενο εκάστης
«Αλληγορίας», αλλά τις περισσότερες φορές μοιάζουν ως να θέτουν ένα ερώτημα το
οποίο απαντάται στο επιμύθιο. Καταλαβαίνω πόσο θα φόρτωνε το βιβλίο ένας
κατάλογος με τις βιβλιογραφικές αναφορές για το πού ακριβώς, σε ποιο έργο,
απαντά η καθεμιά από τις «Αλληγορίες». Αλλά ομολογώ ότι για εκείνες που δεν
ανακαλούσα πρόχειρα, θα ήθελα να ξέρω από πού αντλούνται και να μπορώ να
ανατρέξω και στο πρωτότυπο κείμενο. Διακόσιες πενήντα εννέα «Αλληγορίες» που
διαπραγματεύονται ισάριθμα θέματα· ιδεολογικά, κοινωνικοπολιτικά, θρησκευτικά,
επιστημονικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά και πολλά άλλα, κατά τον
πολυεπίπεδο και ποικιλόμορφο στοχασμό του Καζαντζάκη. Και ενώ διαβάζεις ένα
ευχάριστο παραμύθι, δεν μπορείς παρά να καθυστερήσεις την ανάγνωση για να
αναστοχαστείς, να ανασύρεις γνώσεις, να τις συμπληρώσεις, να συν-κινηθείς· να
διαλογιστείς, ακολουθώντας τα πατήματα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα του
μεγάλου δημιουργού. Το χρονικό βάθος Το χρονικό βάθος που καλύπτουν είναι πολύ
μεγάλο· από το παραπέτασμα του Παράσσιου (τον ζωγραφικό του πίνακα που ξεγέλασε
τον ανταγωνιστή του Ζεύξι) έως τις μέρες του Καζαντζάκη. Το ίδιο και το εύρος
του χώρου· από ανατολή σε δύση κι από βορρά σε νότο. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι ο χωρόχρονος
στις περισσότερες «Αλληγορίες» καταργείται, γιατί η αλήθειά τους είναι πέρα από
χρόνο και χώρο, είναι τωρινή, και προφανώς, εάν ο άνθρωπος δεν μεταλλαγεί σε
κάτι άλλο, θα είναι και αυριανή. Αντλώ ένα παράδειγμα από τη δωδέκατη αφήγηση,
με τίτλο «Όλοι είμαστε ένα», όπου ένας ασκητής διατείνεται ότι ο δημιουργός
ενός έργου τέχνης πρέπει: «Να νιώσει ότι μυρμήγκια, άστρα, φαντάσματα, ιδέες,
όλοι είμαστε από την ίδια μάνα. Όλοι υποφέρουμε. Κι ελπίζουμε ότι θα έρθει μέρα
να ανοίξουν τα μάτια μας και να δούμε ότι όλοι είμαστε ένα. Και να λυτρωθούμε». Ο κόσμος είναι τόσο ωραίος, επιβεβαιώνει ο
νεώτερος συγγραφέας επιλέγοντας αυτό το νόημα στον τίτλο του βιβλίου του. Γι’
αυτό και ο πρόγονός του αναθεματίζει αυτόν που ξεδιψάει. Η τελευταία λέξη του
Καζαντζάκη ήταν «νερό». Με μια τόσο γεμάτη ζωή κι ακόμη δεν είχε ξεδιψάσει. Τι
πιο επίκαιρο, από το να παραμένουμε διψασμένοι, γιατί ο κόσμος είναι τόσο
ωραίος που είναι εδώ για να τον απολαμβάνουμε κι όχι για να τον ασχημαίνουμε.
Και μακάρι να τα καταφέρουμε να φτιάξουμε κι εμείς μέσα μας έναν Θεό που να μην
ντροπιάζει ούτε το νου, ούτε την καρδιά μας! Γεωργία Κακούρου - Χρόνη, bookpress.gr Σημείωση: Όλες οι φράσεις εντός εισαγωγικών
προέρχονται από το βιβλίο. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) έχει δημοσιεύσει περισσότερους από είκοσι τίτλους μυθοπλασίας, πέντε βιβλία με εξομολογητικά δοκίμια και άλλα κείμενα, και μία συλλογή-σύνθεση με μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Έργα του έχουν εκδοθεί σε ξένες γλώσσες και έχουν διασκευαστεί για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Η Γεωργία Κακούρου - Χρόνη διετέλεσε
επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο Παράρτημα της Σπάρτης και καθηγήτρια
στο Μεταπτυχιακό Τμήμα «Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων» του Ελληνικού Ανοικτού
Πανεπιστημίου.