Αν φοβίζει κάτι τόσο πολύ, είναι ότι η επιστήμη έχει πια πολιτικοποιηθεί και οι επιστήμονες «είτε επιδημιολόγοι είτε κλιματολόγοι, δέχονται πολιτικές επιθέσεις όταν εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις τους»
Ο Ψυχρός Πόλεμος. Η κατεύθυνση των ιστορικών εξελίξεων προς την Παγκοσμιοποίηση Οι τάσεις της σύγχρονης Παγκοσμιοποίησης
συνδέονται με τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε και ιδεολογικές
παραμέτρους. Δεν ήταν δηλαδή ένα απλό ξέσπασμα δυνάμεων, μια γεωπολιτική
σύγκρουση ανάμεσα στις δύο τότε υπερδυνάμεις, στις Η.Π.Α. και στη Σοβιετική
Ένωση. Ήταν και μια σύγκρουση για τις ιδέες και τις αξίες, ήταν για τον τρόπο
ζωής σε οικονομικό επίπεδο, σε πολιτικοκοινωνικό και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Ο
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αναποδογύρισε τον κόσμο αφήνοντας πίσω του σωρούς
ερειπίων. Για να ερμηνεύσουμε την επικράτηση του Ψυχρού
Πολέμου, του οποίου οι συνέπειες συνέβαλαν στη ροπή προς την παγκοσμιοποίηση,
στην αυθαιρεσία, στο δεσποτισμό, στην ανάγκη της δικαιοσύνης, στη σύγχρονη
τεχνολογία, η οποία ευνοεί τη ροπή αυτή, αλλά και στους κινδύνους που εγκυμονεί
το μέλλον, πρέπει να γνωρίζουμε καλά τί έγινε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχουν γραφεί πολλά, έχει γίνει διάλογος μεταξύ
των ιστορικών, άλλων ειδικών, και μάλιστα σε οξεία αντιπαράθεση για την ιστορία
του Ψυχρού Πολέμου. Οι σελίδες αυτές του βιβλίου μας δεν δίνουν, θα έλεγα, ούτε
μια συνοπτική εικόνα της θεώρησης του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος καλύπτει την
περίοδο από το 1945 έως την τελική φάση της Σοβιετο-Αμερικανικής αντιπαράθεσης
του 1990. Βέβαια, έζησα στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού
Πολέμου που ακολούθησε. Θα αντλήσω όμως μερικά στοιχεία από το ενδιαφέρον
βιβλίο του McMahon (Ο Ψυχρός Πόλεμος, μεταφρ. Μαρίας Τσάτσου, Το Βήμα, Ελληνικά
γράμματα, 2007). Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) ήταν η
απόλυτη σύρραξη, όπου αναποδογυρίστηκε ένας ολόκληρος κόσμος. Ήταν ο Άξονας της
χιτλερικής Γερμανίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, και από την άλλη οι Σύμμαχοι,
ΗΠΑ, Αγγλία, Σοβιετική Ένωση. Άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου ήταν να χάσουν τη
ζωή τους περίπου 60 εκατομμύρια άνθρωποι, από τα οποία τα 2/3 ήταν παράπλευρες
απώλειες. Οι χαμένοι του πολέμου ήταν ο Άξονας Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία, που
έχασαν τη ζωή τους πάνω από τρία εκατομμύρια πολίτες, ενώ οι συμμαχικές
δυνάμεις είχαν περισσότερα από 35 εκατομμύρια νεκρούς πολίτες. Οι
συντριπτικότερες απώλειες ήταν των Σοβιετικών, κάπου περισσότερα από 25
εκατομμύρια νεκροί και άλλα τόσα οι άστεγοι με ένα πολύ μεγάλο μέρος των
βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Η μεταπολεμική Ευρώπη, την επόμενη της λήξης του
πολέμου, ήταν «ένας σωρός ερειπίων, ένα σφαγείο, ένας τόπος αναπαραγωγής
μίσους». Το 90% των κτιρίων της Κολωνίας, το Ντύσσελντορφ και το Αμβούργο,
καθώς και της Βιέννης ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών
αεροπλάνων. Το Βερολίνο «ήταν η ενσάρκωση της απόλυτης ερήμωσης». Στη Γαλλία το
1/5 των κτιρίων είχε υποστεί φθορές ή ήταν κατεστραμμένο. Ακόμη και η Μεγάλη
Βρετανία, την οποία δεν κατέλαβαν ποτέ οι Ναζί, είχε πολλά ερείπια από τις
βομβαρδιστικές επιθέσεις, ενώ είχε χάσει το ? περίπου του εθνικού της πλούτου,
όσο διαρκούσε η σύρραξη, στέλνοντας μαζί με τις ΗΠΑ βοήθεια στη Σοβιετική
Ένωση, η οποία, για ένα διάστημα, είχε δεχθεί και το μεγαλύτερο βάρος του
πολέμου. Δύο ήταν τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα που έκριναν την τροπή του
πολέμου σε βάρος του Άξονα: η συντριβή της γερμανικής στρατιάς στο Στάλινγκραντ
(Αγία Πετρούπολη σήμερα), όπου ο πόλεμος για τους Ρώσους ήταν πλέον ένας
«πατριωτικός πόλεμος» υπό τον Ζούκωφ, και η πρωτοφανής σε έκταση και δυνάμεις
«Απόβαση της Νορμανδίας» των δυτικών Συμμάχων υπό τον Αϊζενχάουερ, οι οποίοι
νικητές, συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Τέλος, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι γνώρισαν
την πιο σκληρή μοίρα από τις δύο εκρήξεις ατομικών βομβών. Όσο για την Ελλάδα,
το ? της χώρας ήταν κατεστραμμένο και ο φόρος αίματος βαρύς. Μετά τη λήξη του πολέμου, δύο στρατιωτικοί
κολοσσοί, που είχαν το μέγεθος Ηπείρων, και οι ίδιοι ονομάζονταν υπερδυνάμεις,
στόχευαν στη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων. Εδώ τώρα έχει τις ρίζες του
ο Ψυχρός Πόλεμος. Οι εξελίξεις, οι φιλοδοξίες ήταν διαφορετικές μεταξύ τους για
τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Άλλο το Αμερικανικό όραμα και άλλο της
Σοβιετικής Ρωσίας. Στη διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, ο Ρούσβελτ,
ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν, προσπάθησαν να επιλύσουν τις βασικές διαφορές τους και
να σχεδιάσουν το τέλος του πολέμου. Το συνέδριο εκείνο ήταν το υψηλότερο σημείο
στο οποίο έφθασε η συνεργασία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όμως, από τη
συνεργασία τους (1945-1947) το πνεύμα της Γιάλτας τορπιλλίστηκε, γιατί αντέδρασαν
Αγγλία και Αμερική προς τις σοβιετικές ενέργειες στην Ανατολική Ευρώπη. Ήταν
βίαιη η καταστολή από τον Στάλιν των μη κομμουνιστών Πολωνών. Αλλά έγιναν ακόμη
επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία,
που μόλις είχαν απελευθερωθεί. Δεν θα συνεχίσω για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ήδη ο αναγνώστης έχει μια γενική εικόνα για το πώς άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Ευρώπη ήταν ο χώρος που δέχθηκε τις βίαιες
συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου, αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη στον κρατικό και τον
κοινωνικό ιστό, ενώ άλλαζε τον πολιτισμό, την κουλτούρα και την ψυχολογία της
αμερικάνικης ζωής με τις γενικότερες επιπτώσεις στην Ευρώπη και αλλού. Αρκεί να
θυμίσουμε ότι «απλοί φιλελεύθεροι άνθρωποι χαρακτηρίστηκαν ριζοσπάστες, ακόμα
και προδότες» (όπ. α., σ. 146). Η αντιπαράθεση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο είναι
υπαίτια για το μεγαλύτερο μέρος των πολέμων, της ερήμωσης και της αντίθεσης που
έπληξαν και τα νεοπαγή κράτη εκτός Ευρώπης κατά το διάστημα 1945-1990, όπως
π.χ. στην Νοτιοανατολική Ασία κ.α.. Η Ευρώπη, λοιπόν, ήταν ο χώρος που δέχτηκε
τώρα την πιο βίαιη αντίθεση της Αμερικανο-Σοβιετικής αντιπαράθεσης. Δυστυχώς ο
χώρος του βιβλίου δεν προσφέρεται σε πολιτικές, οικονομικές, στρατηγικές, που
αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αναζητώντας, λοιπόν, σήμερα τις απαρχές της
κρίσης που δημιουργεί η σαγήνη της παγκοσμιοποίησης, φθάνουμε στον Ψυχρό
Πόλεμο, μέσα στον οποίο βρέθηκε και η Ευρώπη, η οποία Ευρώπη, έπειτα από τόση
πείρα που έχουμε, δεν πρέπει να ξαναβρεθεί σε ένα τυχόν Β΄ Ψυχρό Πόλεμο.
Οφείλει η ίδια να βρεί την αυτοδυναμία της, την πολιτιστική της κληρονομιά και
να αποτελέσει μια πολιτική ένωση των Ευρωπαϊκών Εθνών. Δεν θα συνεχίσουμε την εξιστόρηση των
γεγονότων. Θα περιοριστούμε μόνο σε ένα-δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Εκείνο που με ανησυχεί είναι οι εύκολοι
αναθεωρητισμοί από τις σύγχρονες γενεές. Ερμηνεύουν δηλαδή με σημερινά κριτήρια
γεγονότα που ζήσαμε οι παλαιότερες γενεές. Και για να μη χαθούμε σε θεωρητικές
διερευνήσεις, ας μου επιτραπεί να αρχίσω από μια προσωπική μου εμπειρία. Ήταν
στα 1956, όταν νεαρός φιλόλογος δίδασκα για πρώτη φορά ιστορία στην ΣΤ τάξη του
εξεταξίου Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης. Ο λόγος τόφερε για την ευθύνη του
ιστορικού, του επιστήμονα γενικότερα και καταλήξαμε ότι η επιστήμη είναι
ανεύθυνη, υπεύθυνος είναι ο επιστήμονας. Ένας μαθητής παίρνει το λόγο και λέει:
Για τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι το 1945,
υπεύθυνη είναι η Αμερική. Προς στιγμή συμφωνήσαμε όλοι. Η απόφαση είχε ληφθεί
με κριτήρια στρατιωτικά-επιχειρησιακά. Δηλαδή δεν υπήρξε καμιά ανθρώπινη-ηθική
διάσταση του κυβερνήτη των ΗΠΑ, του Χάρρυ Τρούμαν, βάζει πάνω απ’ όλα τις ΗΠΑ,
την πατρίδα του; Και δεν υπάρχει και μια άλλη πατρίδα, εκείνη που αγκαλιάζει
ολόκληρη την ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος; Παραθέτω τώρα ένα σχετικό
απόσπασμα από άρθρο του Σάκη Μουμτζή («Καθημερινή», 27.8.2023). «Υπήρχε βέβαια
στη σκέψη του Χάρι Τρούμαν και μια ηθική διάσταση, καθώς αναλογιζόταν τί θα
συνέβαινε αν γινόταν γνωστό στην αμερικανική κοινή γνώμη πως, ενώ διέθεταν αυτό
το υπερόπλο, δεν το χρησιμοποίησαν για να μη σκοτώσουν αμάχους Ιάπωνες, τη
στιγμή που θα είχαν σκοτωθεί περισσότεροι από 500.000 αμερικανοί στρατιώτες.
Τόσους υπολόγιζαν τους νεκρούς τους, αν αποτολμούσαν απόβαση στα κεντρικά
ιαπωνικά νησιά. Μάλιστα, είχαν ετοιμάσει 500.000 μετάλλια της «πορφυρής
καρδιάς», που τα απένειμαν μετά θάνατον στους πεσόντες στα πεδία των μαχών. Οι
65.000 νεκροί της Οκινάουα στοίχειωναν τον Αμερικανό πρόεδρο». Με βάση, λοιπόν,
τέτοιων ποσοτικών εξισώσεων αποφασίστηκε από τον Χάρρυ Τρούμαν η ρίψη της
ατομικής βόμβας. Ένα εκτυφλωτικό φως και πλήθος πρόσωπα-να λειώνουν σάρκες μέσα
σε δευτερόλεπτα. Εκείνο που φοβίζει είναι η απουσία από τη ζυγαριά του
κυβερνήτη, δηλαδή, στην κρίσιμη απόφαση, απουσιάζει η δοκιμασία της συνείδησης,
η ηθική αντινομία περί του πρακτέου. Υπάρχουν οριακές στιγμές κάποτε στη ζωή
του ανθρώπου που δεν είναι όλα αυτονόητα. Υπάρχουν κάποτε και ηρωϊσμοί που
φέρνουν σε δύσκολη θέση τον κυβερνήτη. Και όμως για τον πρόεδρο Χάρρυ Τρούμαν
ήταν όλα αυτονόητα, εύκολα. Το μέτρο ήταν μόνο η δική του πατρίδα και όχι όλη η
ανθρωπότητα. Αν φοβίζει κάτι τόσο πολύ, είναι ότι η επιστήμη έχει πια
πολιτικοποιηθεί και οι επιστήμονες «είτε επιδημιολόγοι είτε κλιματολόγοι,
δέχονται πολιτικές επιθέσεις όταν εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις τους». Όταν ο
«πατέρας της ατομικής βόμβας», ο Όπενχάϊμερ, θα επισκεφθεί τον Χάρρυ Τρούμαν
για να του ειπεί ότι τα χέρια του είναι βαμμένα με αίμα, ο Τρούμαν τον
ειρωνεύεται και δίνει εντολή «να μη ξαναφέρουν ποτέ αυτόν τον κλαψάρη στο Οβάλ
Γραφείο». Έκτοτε «ο Όπενχάϊμερ από ο πιο φημισμένος επιστήμονας της χώρας του
το 1945, έπεσε στην δημόσια ταπείνωση το 1954». Τότε είναι που έστειλε το
μήνυμα σε όλους τους επιστήμονες: «Αν ξεφύγουν από το στενό πεδίο της επιστήμης
τους και επιχειρήσουν να παρέμβουν στη διαμόρφωση πολιτικής ή στα πολιτικά
δρώμενα, μπορεί να στοχοποιηθούν και να καταστραφούν» (Γιάννης Παλαιολόγος,
Καθημερινή, 3/9/2023). Αναφερθήκαμε στα γεγονότα εκείνα του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου που οδήγησαν στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός. Η Δημοκρατία
δεν είναι εύκολο πολίτευμα. Κερδίζεται με άγρυπνη εγρήγορση και αγώνα. Και ο
κομμουνισμός στη Ρωσία επέτρεψε να προοδεύσει η χώρα οικονομικά και σε υψηλή
τεχνολογία, αλλά απαγόρευσε την ελεύθερη επικοινωνία, ύψωσε το Τείχος του
Βερολίνου. Η Δημοκρατία δεν ύψωσε κανένα τείχος, επέτρεψε την ελεύθερη
διακίνηση των πολιτών, δεν ύψωσε τείχη. Ξαναγυρίζουμε τώρα στην περίοδο του
Ψυχρού Πολέμου. Η συμμαχία ανάμεσα στις δύο ηγέτιδες Δυνάμεις
του κόσμου, στις ΗΠΑ από την πλευρά του καπιταλισμού και στη Σοβιετική Ένωση
από την πλευρά της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, είχε κρατήσει μόλις
πέντε χρόνια (1945-1950). Η Ευρώπη, όπως είπαμε μόλις, βρέθηκε διχασμένη σε δύο
σφαίρες επιρροής, εχθρικές μεταξύ τους. Διαφορετικά τα οράματα της Αμερικής και
της Σοβιετικής Ρωσίας για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Έτσι άρχισε ο
λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος που θα επεκταθεί στην νοτιοανατολική Ασία και αλλού.
Εγείρονται τώρα πλήθος προβλήματα κρατικής κυριαρχίας, για μια παγκόσμια διακυβέρνηση.
Η διχοτόμηση της Ευρώπης, ο οικονομικός ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων, οι
θερμοί κατά τόπους πόλεμοι, οι αναταραχές σ’ όλον τον κόσμο, ο φόβος ενός
πυρηνικού πολέμου που συνείχε τον κόσμο, είναι μερικά μόνο από τα
χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου. Δεν εξιστορούμε τα γεγονότα. Αναφερόμαστε
ενδεικτικά μόνο σε μια από τις κρίσεις του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν η κρίση των
πυραύλων της Κούβας. Μνημειώδης ο λόγος στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού
Κόμματος τον Φεβρουάριο του 1956 του Νικήτα Χρουτσώφ. Κατάγγειλε, σε σκληρή
γλώσσα, τα εγκλήματα και τα λάθη, την εξωτερική πολιτική του Στάλιν. Ήταν μια
μυστική ομιλία που κράτησε τέσσερες ώρες. Διακήρυξε την ανάγκη μιας «ειρηνικής
συνύπαρξης με τις καπιταλιστικές χώρες». Ο ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει. Ο Ν. Χρουτσώφ
προκάλεσε τους Αμερικανούς. Ήταν το 1962 που η Σοβιετική τότε Ρωσία πήρε το
ρίσκο να αναπτύξει πυρηνική βάση στην Κούβα. Έμφορτα πλοία μεταφέρουν πυρηνικά.
Οι Αμερικανοί, αλλά και ο κόσμος γενικότερα πάγωσε. Από την ανοικτή εκείνη παρά
λίγο σύγκρουση ακολούθησε η ύφεση. Μια φωτεινή συνείδηση, ένας μεγάλος πράγματι
ηγέτης, βρήκε τη δύναμη να κάνει τη μεγάλη πολιτική υπέρβαση. Ήταν ο Τζών
Κέννεντυ, που τον προαναφέραμε, ήταν αυτός που μπορούσε να τιθασσεύσει τα
γεράκια. Έπειτα από όλα αυτά, μαζί με διεθνιστικά οράματα, έκαμαν ώστε οι
τάσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλληλέγγυες με τις τάχιστες εξελίξεις
της τεχνολογίας, να γίνουν πιο ισχυρές. Καταλήγουμε λοιπόν, ότι για να
κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και την κατεύθυνση των ιστορικών μεταβολών, πρέπει
να κατανοήσουμε όχι μόνο το χθες, αλλά και το αύριο. Γιατί το άγνωστο «αύριο»
εισβάλλει σήμερα, λόγω της επιτάχυνσης, στο παρόν. Αναρωτιέμαι: πόσο μίσος,
πόσο σκοτάδι χρειάζεται ακόμη για να βγούμε στο φως της ειρήνης, πόσους
κινδύνους εγκυμονεί το μέλλον από την εξάντληση των φυσικών πόρων ώς τις
ομαδικές ψυχώσεις και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, «γιατί αυτό που συνέβη στη
χιτλερική Γερμανία αποτελεί μια δυσοίωνη προειδοποίηση για το μέλλον», όπως μας
υπενθυμίζει ο Κάρλ Γιάσπερς (Χρήστου Μαλεβίτση, Κάρλ Γιάσπερς, «Δωδώνη», Αθήνα
1968, σ. 64).