«Την είχα ξεχασμένη την παράξενη αλλά γοητευτική αυτή λέξη που μοιάζει λες και έχει βγει από κάποιο παλιό παραμύθι»
–Παππού, μπελετσούκα, «διατάζαμε» τα εγγόνια. Κι ο παππούς, ο Γιάννης Κοντοές, από «χωρίον Κουρουνιού
Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας», ξέχναγε όποια κούραση και έγνοια είχε και
γονάτιζε. Κι εμείς πηγαίναμε από πίσω του, καβαλάγαμε στην πλάτη του,
πιανόμαστε γερά από τον λαιμό του, εκείνος έβαζε τα χέρια του κάτω από τα
λυγισμένα μας γόνατα, σηκωνότανε και άρχιζε, πότε τρέχοντας και πότε αργά και
ρυθμικά, να μας κάνει βόλτες γύρω-γύρω στο μικρό δωμάτιο ή πέρα δώθε στο
διάδρομο του πατρικού μας σπιτιού. Όταν κουραζότανε (εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ) σταμάταγε
αναψοκοκκινισμένος και, ασκοφέρνοντας, καθότανε λίγο στην άκρη του ντιβανιού,
στο χειμωνιάτικο, για να ξαποστάσει και μετά γονάτιζε ξανά, για να κάνει
μπελετσούκα και το άλλο εγγόνι που περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του. Άλλες φορές μπελετσούκα μας έκανε κι ο πατέρας μας, που
στους κουρασμένους και πληγιασμένους από τον ντενεκέ της οικοδομής ώμους του
ένιωθε ότι τα παιδιά του γινούντανε φτερά και τον πετάγανε σε ουρανούς ψηλούς και ηλιοφώτιστους. Όλα τα παιδιά κάνανε, τότε, μπελετσούκα (τη λέγαμε και
αμπελέτσα) στα σπίτια τους και όταν μεγαλώσαμε λιγάκι και δεν μπορούσανε πια οι
παππούδες και οι πατεράδες να αντέξουνε το καβαλίκεμα, εμείς μεταφέραμε την
μπελετσούκα στις αλάνες και στα παιχνίδια της γειτονιάς: Χωριζόμαστε σε ομάδες, κάναμε ζευγάρια μπελετσούκας και
παραβγαίναμε στο τρέξιμο ποιο ζευγάρι θα βγει πρώτο. Μια άλλη παραλλαγή της
μπελετσούκας, στα παιχνίδια μας, ήτανε να «μονομαχούν» δυο ζευγάρια, έτσι όπως
κάποτε κάνανε τα αρχαία Σπαρτιατόπουλα στον Πλατανιστά: Τα «υποζύγια» πλεύριζαν
τον ένα το άλλο, έχοντας στις πλάτες τούς αναβάτες, και μετά (υποζύγια και
αναβάτες) άρχιζαν να σπρώχνονται ποιος θα ρίξει τον άλλονε κάτω, για να
ανακηρυχτεί νικητής. Αυτή ήτανε η «μπελετσούκα» (και μπελεκούτσα και μπελέτσια
και αμπελέτσα) που παίζαμε, παλιά, τότε που το παιχνίδι ήτανε υπόθεση καρδιάς
και αυθόρμητης, πηγαίας χαράς και έμπνευσης και όχι χρημάτων, ατομικής
ικανοποίησης και αποξένωσης. Την είχα ξεχασμένη την παράξενη αλλά γοητευτική αυτή
λέξη που μοιάζει λες και έχει βγει από
κάποιο παλιό παραμύθι. Είχε χαθεί μαζί με τα χρόνια εκείνα της αθωότητας και
της χαράς και την ξαναβρήκα τυχαία ξεφυλλίζοντας το βιβλίο: «Η ΜΠΑΡΜΠΊΤΣΑ ΚΑΙ Η
ΣΚΟΥΡΑ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ - Ιστορία και Λαογραφία» - Αθήνα 1983, του Δασκάλου Πότη
Γεωργ. Ρουμελιώτη. (Αλήθεια πόση δουλειά είχανε κάνει κείνοι οι παλιοί Δάσκαλοι
για την Ιστορία και τη Λαογραφία του Τόπου μας και πόσα ανεξόφλητα τους
χρωστάει, ακόμα, η συλλογική εθνική μνήμη!). Όταν, λοιπόν, είδα στο λεξιλόγιο των τοπικών και ιδιωματικών
λέξεων του βιβλίου τη λέξη «μπελετσούκα»,
ήταν σαν ν’ άστραψε ένα φως μέσα μου και φωτίστηκαν στιγμές της ζωής μου που
είχανε αρχίσει να σκοτεινιάζουν. Από τη μια χάρηκα, γιατί θυμήθηκα το παλιό αυτό παιχνίδι που
μας χάριζε ο παππούς και ο πατέρας, ένιωσα, όμως, και λύπη, συνειδητοποιώντας πόσα
όμορφα πράγματα του «χθες» έχουν χαθεί στους άγονους αυτούς καιρούς και πόσο η
γλώσσα μας (αυτή η μοναδική, όμορφη και πλούσια γλώσσα) φτωχαίνει και
συρρικνώνεται συνεχώς (μαζί και η σκέψη μας και η ύπαρξή μας) και τα
Ελληνόπουλα και οι Νεοέλληνες, μιλάνε
πλέον με εικόνες και λέξεις κωδικές, συνθηματικές ή ξένες, κάπως έτσι όπως
μίλαγαν και οι άνθρωποι των σπηλαίων. «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη», Β’. Σπάρτη 8-4-2024 Βαγγέλης Μητράκος