Vekrakos
Spartorama | «Ο μπάρμπα–Φώτης ο Σουσάιν», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ο μπάρμπα–Φώτης ο Σουσάιν», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 26/10/2017 Εκτύπωση Άνθρωποι! Άρθρα
«Ο μπάρμπα–Φώτης ο Σουσάιν», από τον Βαγγέλη Μητράκο
Κάποιος, λοιπόν, σφύριξε στον μπάρμπα-Φώτη πως το γυάλισμα στα αγγλικά το λένε «σανσάιν». Εκείνος το γλωσσόπλασε... και φώναζε δυνατά: «σουσάιν…σουσάιν …σουσάιν»
Οδός Εμπόρων

Από τη Γορτυνία στη Σπάρτη 

Την ανθρώπινη ιστορία της παλιάς Σπάρτης δεν την έγραψαν οι μεγαλοσχήμονες και οι αξιωματούχοι αλλά οι άνθρωποι της φτωχολογιάς, αυτοί που η ζωή τους (όπως έλεγαν οι ίδιοι) ήταν το: «Μεροδούλι, μεροφάι και …δόξα Σοι ο Θεός». Απ’ το πρωί ως το βράδυ στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στις αλάνες και τις πλατείες, για να βγάλουν τον «άρτον τον επιούσιον», έγραψαν με τον ιδρώτα τους τις άδειες σελίδες της πόλης.

Μια ομάδα απ’ αυτούς τους άγνωστους αγωνιστές της ζωής ήταν και οι λούστροι. Το καθώς πρέπει όνομά τους ήταν «στιλβωταί υποδημάτων», όμως οι ίδιοι έλεγαν ότι είναι «λούστροι» κι έτσι τους έλεγε ΚΑΙ η πιάτσα. Κι αν έφτασαν οι «από πάνω» της κοινωνίας να κάνουν τη λέξη «λούστρος» βρισιά, το έκαναν γιατί ήταν γεμάτοι από «παρά φύση κακία» που είναι εκείνη η οποία «βγαίνει από χαλασμένη και πολύξερη ψυχή …που βγάζει την αγνότητα από τον άνθρωπο και τον στεγνώνει και τον κάνει αναίσθητο». (1)

Καθισμένοι ολημερίς οι λούστροι στις πολυσύχναστες γωνίες της πόλης ή βολτάροντας στα καφενεία με το κασελάκι τους κρεμασμένο στον ώμο, έβαφαν και γυάλιζαν τα παπούτσια των περαστικών και των θαμώνων των καφενείων, γεμίζοντας το μικρό συρταράκι του κασελιού τους με πενηνταράκια και φραγκοδίφραγκα, για να κάνουν το κουμάντο της ημέρας, να πληρώσουν τον μπακάλη που έγραφε αβέρτα βερεσέδια στο τεφτέρι , να πάρουν λίγο κρέας για την Κυριακή, ένα παντελόνι ή ένα φορεματάκι για το παιδί, μια ρόμπα για την κυρά, να ξυριστούν κι αυτοί στο μπαρμπέρικο το Σάββατο το βράδυ και να πιουν ένα ποτήρι κρασί με την παρέα τους να πάνε κάτω τα φαρμάκια …

Το λεωφορείο της κοινωνίας, κάποια στιγμή, πήρε απότομη στροφή και πέταξε έξω τους λούστρους (μαζί με άλλους) από μέσα του. Κι έμειναν οι φωτογραφίες μόνο να τους μνημονεύουν.

Εδώ, λοιπόν, σ’ αυτήν την ασπρόμαυρη φωτογραφία, είναι ο μπαρμπα – Φώτης από του Δραγουμάνου (Κοτύλιο) Αρκαδίας, ένας από τους πιο γνωστούς λούστρους της μεγάλης οικογένειας των λούστρων που έστηνε κασελάκια στην πολυσύχναστη γωνία του «ΦΛΟΡΑΛ» (όπως λέγαμε) μιας και εκεί, στο κέντρο της Σπάρτης, στη διασταύρωση Λυκούργου και Παλαιολόγου, ήταν το παλιό χειμερινό ΣΙΝΕΜΑ «ΦΛΟΡΑΛ».

Ο μπαρμπα – Φώτης παντρεύτηκε την Παναγούλα από Κουρουνιού Αρκαδίας (κοντά στο χωριό του) και κατέβηκε στη Σπάρτη κάπου στα χρόνια του Εμφυλίου, για να βρει καλύτερη ζωή. Το επάγγελμα «λούστρος» είχε τότε πέραση (άλλο επάγγελμα δεν ήξερε να κάνει) και ο μπαρμπα- Φώτης έφτιαξε ένα κασελάκι και βγήκε στην πιάτσα. Μ’ αυτό το κασελάκι και με σκληρή καθημερινή δουλειά μεγάλωσε, βόηθησε και αποκατάστησε τα τρία του παιδιά, τον Γιάννη, τη Θανάσω και τη Μαρίτσα κι έφτιαξε μιαν απλή και ταπεινή ζωή γεμάτη από μόχθο αλλά και αξιοπρέπεια και τιμή.

«Αυτοί που έχουν ένα «γιατί» για να ζουν, μπορούν να αντέξουν σχεδόν οποιοδήποτε «πώς». (2)

Ο μπαρμπα – Φώτης ήταν από τους πιο φωνακλάδες λούστρους της πιάτσας και του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Σουσάιν».

Ιδού ο λόγος και η αιτία:

Μετά το 1967 υπήρξε στην Ελλάδα μια έκρηξη του τουρισμού και πολλοί επαγγελματίες προσπαθούσαν να μάθουν κάνα αγγλικό, για να τραβάνε πελάτες. Κάποιος, λοιπόν, σφύριξε στον μπαρμπα-Φώτη πως το γυάλισμα στα αγγλικά το λένε «σανσάιν». Εκείνος το γλωσσόπλασε κι από τότε χτυπώντας δυνατά τις βούρτσες του, από την ανάποδη, πάνω στο κασέλι φώναζε δυνατά: «σουσάιν…σουσάιν …σουσάιν» (είτε περνούσε ξένος είτε Έλληνας) μέχρι που του ’μεινε το παρατσούκλι «Σουσάιν». Όσοι είχαμε τότε παππούδες λούστρους (είχα κι εγώ τον παππού μου τον Γιάννη Κοντοέ αλλά και τον πατέρα μου τον Παναγιώτη) περνάγαμε από κει για να τους δούμε κι εκείνοι μας έλεγαν: « Έλα να σου βάψω (ή να σου ξεσκονίσω) τα παπούτσια»!

Κι εμείς πατάγαμε πάνω στο κασελάκι, μας έκαναν τα λερωμένα μας παπούτσια σαν καινούρια και μετά άνοιγαν το συρταράκι του κασελιού τους και μας έδιναν ένα φράγκο, ένα δίφραγκο (καμιά φορά και περισσότερα), για να φάμε μια πάστα στου «ΚΑΙΣΑΡΗ» ή να πάμε σινεμά ή να αγοράσουμε τον Μικρό Ήρωα, τον Μικρό Σερίφη ή τον Γκαούρ-Ταρζάν από του «ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ» και του «ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ». Ήτανε μια τρυφερή στιγμή από εκείνες που δε σβήνουν ποτέ από την καρδιά και το μυαλό. Από εκείνες τις τρυφερές στιγμές που συμβαίνουν έτσι απλά και ανεπιτήδευτα, χωρίς φωνές και φανφάρες από καρδιές που αγαπούσαν με αλήθεια και σοβαρότητα.

Τον καιρό εκείνο (κάπου στα 1967) ο πατέρας μου ο Παναγιώτης Μητράκος, είχε πάρει μια φτηνή φωτογραφική μηχανή (του άρεσε η φωτογραφία ανάμεσα σε άλλα πολλά) και φωτογράφιζε ό,τι νόμιζε πως έχει ενδιαφέρον. Μάλιστα για ένα μικρό διάστημα, ανάμεσα στις πολλές δουλειές του ποδαριού που έκανε, έγινε και πλανόδιος φωτογράφος. Έτσι λοιπόν, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του ’67, ο εγγονός του μπαρμπα – Φώτη, ο Μαρίνης, πηγαίνοντας για ψώνια με την χαρακτηριστική πλαστική τσάντα εκείνου του καιρού στα χέρια, πέρασε από τον παππού του τον Φώτη για την καθιερωμένη ιεροτελεστία: «Βάψιμο – ξεσκόνισμα – διφραγκάκι». Ο πατέρας μου, που καθόταν στο δικό του κασελάκι από δίπλα, σηκώθηκε, σήκωσε τη μηχανή και κράτησε τη στιγμή ζωντανή για πάντα: Τον μπαρμπα-Φώτη, με την τραγιάσκα του και το βαρύ παλτό ανάριχτο στους ώμους, καθισμένο στο καρεκλάκι του μπροστά στο κασέλι, εκεί στη γωνία του «ΦΛΟΡΑΛ», να γυαλίζει με τις παχιές βούρτσες τα παπούτσια του εγγονού του τού Μαρίνη, που μειδιώντας δειλά ατενίζει τον φακό, κρατώντας στο δεξί του χέρι την άδεια ακόμα τσάντα για τα ψώνια.

Το «λάθος» του πατέρα μου να κρατήσει χαμηλά τη μηχανή έδωσε στη φωτογραφία ένα φουτουριστικό ύφος, αποτυπώνοντας (εκτός από το θέμα) τα αραγμένα στον τοίχο του ΦΛΟΡΑΛ ποδήλατα, ένα μεγάλο μέρος του πλακοστρωμένου πεζοδρομίου αλλά (κυρίως) τις μακριές σκιές και τα πόδια των περαστικών.

Η ζωή είναι ένα ψηφιδωτό από «στιγμές» κι αυτή η ασήμαντη φωτογραφία κράτησε την ψηφίδα μιας στιγμής της παλιάς ζωής ζωντανή και λαμπερή. Κι αυτοί οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που το όνομά τους δεν γράφτηκε σε κανένα κατάστιχο, αξιώθηκαν να έχουν τα δικά τους «Ηρώα» στις καρδιές και στη μνήμη των ανθρώπων που τους γνώρισαν και τους αγάπησαν.

"Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε".

Οδυσσέας Ελύτης

 

(1) Φ. Κόντογλου

(2) Φρήντριχ Νίτσε

24-10-2017

Βαγγέλης Μητράκος

Αναδημοσίευση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης


Οδός Εμπόρων