Το βιβλίο είναι Εκδόσεις Ιδιομορφή, Σπάρτη 2023
Η ωραία Ελένη Παπαδοπούλου από τον Βρουλιά, κόρη του ιερέα
Γεωργίου Σπανού, εξαναγκάζεται σε γάμο με τον Αναγνώστη Κουμάνταρο ή
Κουμανταράκη από τη Βαμβακού, παρά τη
θέλησή της. «Ο Αναγνώστης ήρθε από τη Βαμβακού στο Βρουλιά συνοδευόμενος από 80
στρατιώτες, πήραν με βίαιο τρόπο την Ελένη και την πήγαν στο μοναστήρι της
Κοίμησης της Θεοτόκου στα Βρέσθενα. Εκεί, αφού την έδεσαν με την απειλή των
όπλων, ανάγκασαν έναν ιερέα βιαστικά να τελειώσει το στεφάνωμα». Οκτώ μέρες μετά τον γάμο, επιστρέφοντας η νύφη στο πατρικό
της σπίτι με τον γαμπρό, για τα λεγόμενα «πιστρόφια», κλειδαμπαρώθηκε εκεί κι
αρνήθηκε να τον ακολουθήσει κατόπιν στη Βαμβακού. Ο γαμπρός έφυγε μόνος του και
σε λίγες μέρες επέστρεψε με αρκετούς Βαμβακίτες. Δεν κατάφεραν να πάρουν πίσω
την Ελένη και προξένησαν πολλές ζημιές στο σπίτι της και στο χωριό. Τα γεγονότα
δίχασαν τους κατοίκους. Παλιές έριδες ήρθαν στην επιφάνεια, σε μια δύσκολη
εποχή για την Επανάσταση, περί τα τέλη του 1825, όταν ο Ιμπραήμ επέλαυνε στην
Πελοπόννησο. Ο Βρουλιάς βρέθηκε διχασμένος και παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί.
Οι Τούρκοι λεηλάτησαν περιουσίες κι άρπαξαν γυναίκες από το χωριό, μεταξύ αυτών
και την ωραία Ελένη. Ο Γιάννης Καπετανάκης, που καταδύεται με συνέπεια στην
τοπική ιστορία, ανασύρει από τη λήθη τη συγκινητική ιστορία της Ελένης του
Βρουλιά, με ένα βιβλιαράκι-κόσμημα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις
Ιδιομορφή. Στο πρώτο μέρος της μελέτης του, φιλοξενούνται τεκμήρια από
αρχειακές πηγές, επιστολές εμπλεκομένων στην υπόθεση καθώς και αναφορά του Επισκόπου Βρεσθένης
Θεοδωρήτου προς το Υπουργείο Θρησκείας. Ακόμα, επιστολές μεταξύ του Βρεσθένης
και του παπα-Γιώργη, του πατέρα της νύφης (16 Μαρτίου 1826): «Την Σεβασμιώτητά σας προσκυνώ Έλαβα την διαταγήν σας, και μου γράφεται διά τους νόμους
της εκκλησίας ότι τους παραβαίνω […] και δεν δίνω τη θυγατέρα μου εις τον
νόμιμον άνδρα, τι νόμιμος γάμος είναι αυτός […] δέσαντες αυτήν ετελείωσαν το
στεφάνωμα, εν ω έρριξε τρεις φορές τα στέφανα […]». Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, παρατίθενται δύο
μεταγενέστερες γραπτές μαρτυρίες, η μία του 1908 από το Σπαρτιατικόν
Ημερολόγιον και η άλλη του 1957, από την τοπική εφημερίδα Ο Ταχυδρόμος της
Λακωνίας. «[…] Την εποχή εκείνη αι γυναίκες του Βρουλιά επήγαιναν και
έπλεναν τον ρουχισμόν του σπιτιού των εις τας πηγάς του Αγίου Ιωάννου, παρά
τους πρόποδας του ορεινού υψώματος Άγιος Κωνσταντίνος. […] Μια ημέρα όμως, ενώ
έπλεναν και ξέγνοιαστες τραγουδούσαν πολλές Βρουλιωτοπούλες μαζί με την Ελένη,
βλέπουν να έρχονται προς το μέρος των καλπάζοντες τριάντα Τούρκοι καβαλλαρέοι.
[…] Μόλις οι Τούρκοι έφθασαν στη Βρύση, κατέβηκαν αμέσως από τ’ άλογά τους,
κύκλωσαν τις γυναίκες κι άρχισαν να παρατηρούν ποία είναι η ομορφότερη για να
την αρπάξουν. […] Η πρώτη που εθάμπωσε όλους με την ομορφιά της ήταν η Ελένη. Ο
επικεφαλής του αποσπάσματος της λέει αμέσως ότι θα πρέπει να τους ακολουθήση
μέχρι την Τρίπολη. […] Σκοπός των Τούρκων ήταν να πάρουν πολλές μαζί κι όχι
μόνον μία. Φυσικό δε ήταν να διαλέξουν τις ωραιότερες. […] Είτε για δώρα τις
προώριζαν, είτε για πούλημα σε σκλαβοπάζαρα, συμφέρον είχαν να τις διαλέξουν.
[…] Αι σπαρακτικαί οιμωγαί των γυναικών ήσαν κάτι το αφαντάστως τραγικόν […]». Την άλλη μέρα, παρουσιάζουν την Ελένη στον πασά της
Τρίπολης, ψευδόμενοι πως είναι πεντάρφανη, μήπως και δεν ενέκρινε την απαγωγή.
Ο πασάς θαμπώνεται από την ομορφιά της και ζητάει να τη βάλουν στο μεγάλο
λουτρό και να τη ντύσουν με τα πιο ωραία φορέματα. Η Ελένη δεν αλλάζει ρούχα,
και, όταν μένει μόνη με τον πασά, του ζητάει να επιστρέψει στο σπίτι της,
αποκαλύπτοντας με παρρησία τα ψέματα των απαγωγέων. Αλλά ο πασάς δεν λυγίζει
στις παρακλήσεις της, σκέφτεται να την κάνει γυναίκα του. Η Ελένη Παπαδοπούλου,
όπως εξελίσσεται η Επανάσταση, ακολουθεί τον Τούρκο «αφέντη» στις διάφορες
μετακινήσεις του. Τελικός σταθμός η Κωνσταντινούπολη, όπου και εγκαθίσταται
οριστικά στο χαρέμι του. Γέννησε τρία παιδιά, τα οποία και αναγνωρίστηκαν από
τον πασά ως νόμιμα και προωθήθηκαν σε υψηλά κρατικά αξιώματα. Επίσης, και δύο
εγγονοί της Ελένης διορίστηκαν διπλωματικοί εκπρόσωποι του Τουρκικού Κράτους
στο Εξωτερικό, ο ένας στη Δαλματία και ο άλλος στην Αίγυπτο. «Και οι δύο ετέλουν εν γνώσει της ελληνικής των καταγωγής
και δι’ αυτό μέσω του Υπουργείου των Εσωτερικών της Ελλάδος εζήτησαν να
πληροφορηθούν αν υπήρχον συγγενείς της γιαγιάς των εις τον Βρουλιάν. Αυτό έγινε
το έτος 1906, ότε δήμαρχος Σελλασίας ήτο ο Γεώργιος Οικονομόπουλος. […] Η
απάντησίς του ήτο, ότι διετηρήτο ακόμη εις τον Βρουλιά το οικογενειακόν δένδρον
της Ελένης. […] Μετά την απάντησιν αυτήν, ο εις Δαλματίαν υπηρετών εγγονός της
επεσκέφθη την πατρίδα της ωραίας γιαγιάς του και εύρεν εκεί τον Γερο-Στάθη
Παπαδόπουλο και τους εγγόνους του[…]. Η υποδοχή που έκαμαν όλοι αυτοί εις τον
Τούρκον εγγονόν της ωραίας Ελένης υπήρξεν μεγαλειώδης, διετήρησαν δ’ έκτοτε
μετ’ αυτού και μετά του ετέρου αδελφού του επί μακρόν θερμήν
αλληλογραφίαν». Τελειώνοντας την ανάγνωση, ένας κόμπος μ’ ανέβηκε στο λαιμό.
«Τρεις πάμε, δυο γυρίζουμε ποιος τάχατε θα λείψει;» Τραγουδούσε η Ελένη αινιγματικά σ’ όλο το δρόμο για τα
«πιστρόφια», που μαζί μ’ αυτήν και τον Αναγνώστη, ήταν ακόμα ένας, τρεις
συνολικά. Τι να είχε στο νου της, τι έγινε τελικά… Δεν μπορεί, σίγουρα θα τραγουδιόταν δημοτικό τραγούδι για
την ωραία Ελένη του Βρουλιά. Τα τραγούδια ήταν και οι «εφημερίδες» της εποχής… Ένωσα με συγκίνηση τα ημιστίχια της Ελένης σε δεκαπεντασύλλαβο
κι αυθόρμητα συμπλήρωσα τους υπόλοιπους. Στη μνήμη της ωραίας Ελένης του Βρουλιά, αντίδωρο στον Γιάννη Καπετανάκη, για το βιβλίο που μας
χάρισε: Πιστρόφια Τρεις πάμε δυο γυρίζουμε, ποιος τάχατε θα λείψει; Εγώ, η Ελένη του Βρουλιά θα σ’ έχω εγκαταλείψει. Τι κι αν με πήρες με στρατό με τα χρυσά τσαπράζια μη λες πως είναι από ντροπή, χωριατοπούλας νάζια που τρεις φορές τα στέφανα πετώ απ’ την κεφαλή μου, κυρ Αναγνώστη μου, εσέ δεν θέλω στη στρωμνή μου. Πίσω να πας, στη Βαμβακού, κι εγώ θε να χορέψω και με τις φιλενάδες μου μπουγάδα θα τελέψω. Μα τ’ είναι αυτός ο κουρνιαχτός που τα νερά θολώνει καβαλαραίοι μάς παίρνουνε, το αίμα μας παγώνει. Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα, κι εγώ θα μολογήσω και ο πασάς θ’ ακουρμαστεί και θα μας φέρει πίσω. Βαριά που είναι η ομορφιά, μα σαν το φύλλο τρέμει τώρα η Ελένη του Βρουλιά κοιμάται στο χαρέμι. Αγάπησε, αγαπήθηκε, ένας Θεός το ξέρει γερνάει στης Πόλης τον οντά κι είν’ ο Βρουλιάς μαχαίρι. Κοιμήσου, Ελένη μου ωριά, στου Βόσπορου τα μέρη ήρθαν τ’ αγγόνια στο χωριό και φέραν το χαμπέρι. Αναστασία Κόκκινου
Σπάρτη, 25-1-2024