Δεν τον φαντάζεται κανείς άψυχο: παγερή αιωνιότητα ύλης.
Κανένα βουνό απ’ όσα είδα στη ζωή μου - από το Μόν Μπλάν με
τα - αιώνια απάτητα χιόνια ίσαμε τις πιο άγριες ισπανικές «σιέρρες» δε μου
έκανε ποτέ την εντύπωση που αισθάνθηκα, που δέχθηκα, κατάστηθα θα έπρεπε να πω,
όταν από μια ψηλή καμπή του αμαξιτού δρόμου προς τη Σπάρτη αντίκρισα τον Ταΰγετο
σ’ όλο τούτο επιβλητικό ύψος. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε βουνό με τέτοιο
χαρακτήρα, τέτοιαν ατομικότητα. Η εικόνα του ήταν άφθαστα μεγαλοπρεπής.
Παρουσιάζεται στηριγμένος σε τεράστιες, συμπαγείς πλαγιές, παρόμοιες με
στηρίγματα τειχών, χρώματος μοβ και μολυβένιου, και «οι κορφές του, που έχουν
σχήματα πυραμίδων ξεκόβονται στο γαλανό ουρανό κατακάθαρα και σκληρά. Δεν
υπάρχουν, όπως συμβαίνει μ΄ άλλα ψηλά βουνά, μικρότερες βουνοσειρές να τον
μισοκρύβουν και να εμποδίζουν ν’ αγκαλιάσει κανείς με μια ματιά ολόκληρο το
ύψος του. Από την κοιλάδα της Σπάρτης, όπου κάνει φιδίσιους ελιγμούς ο Ευρώτας,
και που απλώνεται σα μια θάλασσα πρασινάδας, ο Ταΰγετος σηκώνεται ανεμπόδιστος,
ίσιος, ώριμος και δυνατός με μια περήφανη ανάταση - ίσαμε το ύψος των χιονοσκεπασμένων
κορυφών του. Καθώς εμφανίζεται έτσι, δε δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά
και μια βαθιά συγκίνηση. Δεν τον φαντάζεται κανείς άψυχο: παγερή αιωνιότητα
ύλης. Καθώς υψώνεται θεόρατος και δυνατός, σκιάζοντας τη μεγάλη πεδιάδα,
φαντάζει σα μια έμψυχη παρουσία, σα να είναι ο τιτανικός φρουρός της - και
δίνει πραγματικά το μάθημα εκείνο της ενέργειας και της δύναμης, που ένοιωσε ο
Μωρίς Μπαρρές, όταν τον είδε και με το όποιο εξήγησε το πολεμικό θαύμα της
αρχαίας Σπάρτης. Αληθινά, αφού δει κανείς τον Ταΰγετο, εννοεί καλύτερα, εννοεί
εντελώς, πως υπήρξε η φυλή αυτή περήφανη, η εξαίσια ανδρική, η λιτή, η αυστηρή
και πολεμόχαρη, που έζησε στην κοιλάδα αυτή της Σπάρτης χωρίς να νοιώσει ποτέ
την ανάγκη να περιτειχίσει Ακροπόλεις για να καταφεύγει σ΄ αυτές σε ώρες
εχθρικών επιδρομών. Οι άνθρωποι που αντίκριζαν καθημερινά τον Τιτάνα αυτόν που
λέγονταν Ταΰγετος, που ανέπνεαν τον αέρα που κατεβαίνει από τις κορυφές του,
που αισθάνονταν όχι το βάρος του πάνω στην πεδιάδα τους, αλλά το αγέρωχο ύψος
του, δεν ήταν δυνατό, στις εποχές εκείνες των πολέμων και των στενών πατρίδων,
να μη αναπτυχθούν σε χαλύβδινους και περήφανους πολεμιστές και να μη θέσουν τη
φυλή τους ανώτερη και από τον πολιτισμό των Αθηνών... Άλλοτε, πριν δω ακόμα τον Ταΰγετο, θεωρούσα κι εγώ, μαζί με
όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή που χάθηκε από το πρόσωπο της γης
χωρίς να αφήσει στους αιώνες τίποτα για να θυμίζει τη διάβασή της: ούτε ναό,
ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι oι Σπαρτιάτες «άφησαν» ως μνημείο
τους τον Ταΰγετο γιατί, εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα μ΄ αυτόν… Κώστας Ουράνης (απόσπασμα από το βιβλίο «Ελλάδα»)