Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/75786--ato-bathos-tou-kosmoua-tou-nikiforou-brettakou-a-to-poiitiko-orama-enos-spoudaiou-poiiti-apo-tin-georgia-kakourou-chroni-/

Spartorama - Print | «΄Το βάθος του κόσμου΄ του Νικηφόρου Βρεττάκου - Το ποιητικό όραμα ενός σπουδαίου ποιητή» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

«΄Το βάθος του κόσμου΄ του Νικηφόρου Βρεττάκου - Το ποιητικό όραμα ενός σπουδαίου ποιητή» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

«΄Το βάθος του κόσμου΄ του Νικηφόρου Βρεττάκου - Το ποιητικό όραμα ενός σπουδαίου ποιητή» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό μια ιδιαίτερη έκδοση της ποιητικής συλλογής του Νικηφόρου Βρεττάκου «Το βάθος του κόσμου» (εκδ. Ποταμός)
Οδός Εμπόρων

Στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης στεγάζεται το Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου, όπου αναβιώνει και ο εργασιακός χώρος του ποιητή· με το γραφείο του, τα λιτά του έπιπλα, τα βιβλία του, τα χειρόγραφά του και προσωπικά του αντικείμενα. 

Η παρούσα έκδοση ακολουθεί πιστά την πρώτη του 1961 (Eκδόσεις A. Mαταράγκα). Έτσι το εξώφυλλο κοσμεί το ίδιο χαρακτικό της Βάσως Κατράκη με μότο τους στίχους:

 

Έγινα ποίηση κι ήρθα

να μείνω μαζύ σας.


Η νέα έκδοση Το βάθος του κόσμου (εκδ. Ποταμός) εκμεταλλεύεται και την πιο μικρή γωνιά χαρτιού που της διατίθεται. Οι στόχοι του Αρχείου –που ευθύνεται για τη διαφύλαξη, την αξιοποίηση και την προβολή του πλούσιου υλικού που διαθέτει– αναγράφονται ενδεικτικά στο ένα αφτί του βιβλίου, ενώ στο άλλο, από τις αποτιμήσεις της συλλογής, επιλέγονται αποσπάσματα από την κριτική του Τάσου Βουρνά (δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης) και από επιστολές προς τον ποιητή του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και του Παντελή Πρεβελάκη. Στο οπισθόφυλλο μεταφέρεται απόσπασμα από την «Εξομολόγηση στον αναγνώστη» –κείμενο εξαιρετικά διαφωτιστικό για Το βάθος του κόσμου– με την οποία ο ποιητής προλογίζει την εκλογή από το έργο του που εκδίδεται το 1964. 

Τα ποιήματα της συλλογής, εξομολογείται σ’ αυτό του το κείμενο ο ποιητής, τα έγραψε σε μια ιδιαίτερα παραγωγική γι’ αυτόν περίοδο, μέσα σ’ ένα χρόνο, από το 1958 έως το 1959, ενώ άλλα δύο χρόνια τού «κόστισε» η προετοιμασία τους. Κίνητρο της συγγραφής, η ανάγκη του να ειπεί γιατί αγαπάει τον κόσμο, γιατί τον θαυμάζει και γιατί τον ευχαριστεί. Με τα δικά του τα λόγια: «Στάθηκα μπροστά στον άνθρωπο και μπροστά στα πράγματα και μπροστά στα ίδια μας συναισθήματα για τον άνθρωπο και για τα πράγματα, απ’ όπου είδα να ξεπηδάει το ουσιαστικό η το λυρικό βάθος τους. […] Στάθηκα μπροστά στην αμοιβαιότητα της φύσης και της ζωής, θέλοντας να συλλάβω τη μαγεία, το χρώμα, την ποικιλία της εκ των ένδον ακτινοβολίας τους. Σ’ αυτό με παρακίνησε ίσως περισσότερο το ότι ο άνθρωπος, στην αρχή ακόμη της διαδρομής του πάνω στη γη και μέσα στο ηλιακό σύστημα, παρουσιάστηκε μ’ έναν σατανικό πυρσό στο χέρι του, έτοιμος να κάψει το ωραίο του σπίτι. […] Στην ποίηση αυτή, λοιπόν, από σιγά-σιγά, και χωρίς να το καταλάβω έδωσα την ψυχή μου. Και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο».

 

Αντίγραφο ποίημα 

Στις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου μάς υποδέχεται αυτόγραφο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Θα μπορούσα», που είναι γραμμένο σε επιστολόχαρτο της «βιβλιοφιλικής γωνιάς», του βιβλιοδετείου των αδελφών Ανδρέα και Ανθούλας Γανιάρη. Και οι δυο καρδιακοί φίλοι του ποιητή από τότε έως το τέλος της ζωής του, έχουν βιβλιοδετήσει όλα του σχεδόν τα βιβλία. Μια «βιβλιοφιλική γωνιά», στην οδό Βουκουρεστίου, στον αριθμό 16, με τα ελάχιστα τετραγωνικά, όπου χώρεσαν πάρα πολλοί από τους νεοέλληνες λογοτέχνες και ζωγράφους, όχι τόσο για τις καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες των βιβλίων τους, όσο για τη συνεύρεση και τις πολύωρες συζητήσεις τους. 

Το βιβλίο προλογίζει ο Ιταλός ελληνιστής Βιντσέντσο Ρότολο, που, όπως μας πληροφορεί στο «Υστερόγραφό» του, συνδέεται ιδιαίτερα μ’ αυτό: «Σε προσωπικό επίπεδο, δεν μπορώ να ξεχάσω πως η αδιάλειπτη εξοικείωσή μου με την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου, και η στενή φιλία μου με τον έξοχο Άνθρωπο που τη γέννησε, είχαν σαν αφετηρία τους το χειμώνα του 1961, όταν ο ποιητής μου έκανε την τιμή να μου προσφέρει ένα αντίτυπο από Το βάθος του κόσμου». 

Στον «Πρόλογό» του ο Βιντσέντσο Ρότολο αξιολογεί ως «σημαδιακό σταθμό» Το βάθος του κόσμου, γιατί μάς εγχειρίζει το κλειδί για να «ξεκλειδωθούν» όχι μόνο τα πριν αλλά και τα μετά της συγκεκριμένης συλλογής. Κι αυτό, γιατί η ποιητικότητα των στίχων δεν εμποδίζει τον ποιητή να αναπτύξει τις ιδέες του γύρω «από την αισθητική, τη φιλοσοφία, την ηθική, τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, την αποστολή του ποιητή». Ιδέες και θέσεις που θα αναγνωρίζονται και στο μετέπειτα έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό. Επομένως τα τριάντα χρόνια της αδιάλειπτης παρουσίας του ποιητή στα γράμματα, που θα ακολουθήσουν την πρώτη έκδοση της συλλογής (της οποίας έχουν προηγηθεί άλλα τριάντα χρόνια δημιουργικής πορείας), επιβεβαιώνουν πλήρως την εκτίμηση του Βιντσέντσο Ρότολο πως Το βάθος του κόσμου συνιστά «ένα πραγματικό μανιφέστο της προσωπικής του κοσμοθεωρίας». 

Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζεται ο ίδιος ο ποιητής αμέσως μετά την έκδοση της συλλογής. Η εφημερίδα «Η Αυγή» στο σαββατιάτικο φύλλο της, στις 4 Φεβρουαρίου 1961, στην παρουσίαση των νέων βιβλίων χαιρετίζει Το βάθος του κόσμου που κλείνει στις σελίδες του «έναν κόσμο συναισθημάτων όλων των αποχρώσεων, παραστάσεων του έξω κόσμου και λυρικών συσχετισμών του κόσμου και του ανθρώπου, που διέπονται από μια γραμμή υγείας κι’ από μια έμμονη πίστη στο άμεσο μέλλον της ανθρωπότητας. Οι κόσμοι που κινεί μες στο βιβλίο του χρωματίζονται από το φως της γνωστής αισιοδοξίας του ποιητή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πιστεύει πως ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα της νίκης και της ειρηνεύσεως». Το βιβλίο, θα μας πληροφορήσει «Η Αυγή», είναι «μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση με ωραία ξυλογραφία της Βάσως Κατράκη», το επιμελήθηκε ο Τάσσος Χατζής και κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

 

Μια σύντομη συνέντευξη 

Την επομένη, 5 Φεβρουαρίου, στην ίδια εφημερίδα, φιλοξενείται σύντομη συνέντευξη του ποιητή. Σε ό,τι αφορά στον χρόνο της συγγραφής ο ίδιος αναλυτικότερα θα διευκρινίσει: «Το βάθος του κόσμου γράφτηκε πραγματικά από τις 31 Μαρτίου 1958 ως τις 31 Μαρτίου 1959. Το ότι γράφτηκε μέσα σ’ ένα τόσο σύντομο διάστημα είναι ένας λόγος βέβαια. Το πράγμα θα φανεί παράξενο μόνο σ’ όσους δεν γνωρίζουν ακριβώς τα πράγματα αυτής της δημιουργικής λειτουργίας. Ο χρόνος της εργασίας είναι μικρότερος σε σχέση με τον χρόνο της προεργασίας που γίνεται μέσα στον ποιητή και που αν μπορούσε να προσμετρηθεί, θα ’πρεπε να υπολογιστεί κι’ αυτή σαν χρόνος δημιουργικής εργασίας του. Παραστάσεις, εμπειρίες, συγκινήσεις, αναχωνεύονται για καιρό μέσα στο κοινό εργαστήριο του μυαλού και της καρδιάς όσο να συγκεραστούν και να ωριμάσουν σε μια ύλη που κατακλύζει τον δημιουργό και ζητάει την έξοδό της». Ύστερα από εξήντα χρόνια ο Βιντσέντσο Ρότολο ομογνωμεί με τον ποιητή και εκφράζεται ανάλογα στον «Πρόλογό» του για Το βάθος του κόσμου. 

Ο χρόνος έκδοσης της συλλογής μοιάζει καρμικός. Καταρχάς, όπως αναφέρθηκε, Το βάθος του κόσμου στέκει ορόσημο στο μέσον της εξηντάχρονης δημιουργικής πορείας του ποιητή αλλά ταυτόχρονα, και κυριότερο, στην αιχμή δυο κόσμων, σύμφωνα με την εκτίμηση του ιδίου, ο οποίος σε ερώτηση (στην προαναφερθείσα συνέντευξη) για το «κλίμα» εντός του οποίου κινείται η συλλογή θα απαντήσει: «Περνάμε σε μιαν άλλη εποχή. Έρχεται ένας καινούργιος κόσμος. Δεν βλέπω στενά τα πράγματα. Βλέπω τους δύο κόσμους μέσα στη συνύπαρξή τους σ’ ένα ενιαίο σύνολο, να προετοιμάζουν, πέρα από τις αναγκαστικές αλλαγές –γιατί οι θέσεις που βάζει η ιστορική αναγκαιότητα δεν μετατοπίζονται– ένα φωτεινότερο μέλλον για την ανθρωπότητα. Ο κόσμος, αυτός ο κόσμος που βρίσκεται σ’ αυτό το μεταίχμιο σήμερα, πέρασε από μια τρομαχτική δοκιμασία. Ο κόσμος υπέστη φθορές, ρήγματα, ταλαντεύσεις. 

Μια μελέτη πάνω στην τέχνη των τελευταίων ετών, αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία. Η ίδια η τέχνη κατοπτρίζει πότε μερική, πότε ολική διάλυση –αποσύνθεση θα ήτανε ίσως η καλύτερη λέξη. Ακόμη και το στερεώτερο ανθρώπινο πράγμα, η λογική, μπήκε υπό αμφισβήτηση. […] Ο κόσμος ξαναπαίρνει την οδό της ανασύνθεσης. Πρέπει να τον δούμε με καινούργια μάτια. Να ξαναφρεσκάρουμε τις παραστάσεις του, τα χρώματά του να τον ξαναδούμε όπως είναι –αιώνια νέον δηλαδή– απαλλαγμένον από τις ομίχλες που μας τον έκρυβαν. Ακριβώς, όπως όταν χαράζει μια ωραία ημέρα ύστερα από μακρυά κακοκαιρία. […] Να σταθούμε μπροστά σ’ αυτό το μεγάλο πράγμα της ανθρώπινης παρουσίας της ταπεινωμένης και εξευτελισμένης με απερίγραπτη χυδαιότητα και μπροστά στο ωραίο όραμα του ατελεύτητου αυτού κόσμου. Να καταλάβουμε πως αποτελεί μια ευτυχία το ότι ανοίγουμε τα μάτια μας σ’ αυτόν τον κόσμο, σε μια εποχή που τα πάντα έχουν συντελεστεί και ολοκληρωθεί, ύστερα από ανεξιχνίαστες εξελίξεις. Το ότι αύριο θα τα ξανακλείσουμε αυτά τα μάτια κάνει πιο έντονη τη διάθεση της ζωής και τον ήλιο απείρως φωτεινότερο».

 

Ένα άτομο ύλης ο κόσμος 

Στην ίδια συνέντευξη ο ποιητής αποκαλύπτει και το πόθεν του τίτλου της συλλογής. Σε ερώτηση για τη σχέση τέχνης και επιστήμης θα απαντήσει: «Μπορεί η Γη να είναι ένας κόκκος άμμου, ωστόσο ένα άτομο ύλης είναι ένας κόσμος. Κι’ ο κόσμος αυτός έχει μέσα του πολλή δύναμη για τους επιστήμονες και πολλή ομορφιά για τους ποιητές. […] Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα του κόσμου αυτού, που εκφράζει αυτό τον κόσμο. Σ’ ένα στίχο μου λέω πως ο άνθρωπος, γινωμένος απ’ αυτόν τον κόσμο έχει όλο το βάθος του». 

Η διατύπωση απαντά σε ποιήματα της συλλογής. Καταρχάς στο ποίημα με τον τίτλο «Διαστάσεις» ακριβώς με τον τρόπο που αναφέρει ο ποιητής στη συνέντευξή του:

 

Υπάρχεις – και ξέρεις πως έχει το βάθος

του ανθρώπου ο κόσμος· κι ο άνθρωπος

το βάθος του κόσμου»

(σ. 260).

 

Αλλά και σε άλλα ποιήματα της συλλογής. Σταχυολογώ ενδεικτικά: Από το ποίημα «Η αναζήτηση της τελειότητας»:

 

Και πως

θα μπορούσα ανασέρνοντας μες απ’ το βάθος

του κόσμου, να δείξω, παντού, την τελειότερη σταγόνα ομορφιάς»

(σ. 33).

 

Από το ποίημα «Μισοτελειωμένο γράμμα»:

 

Το θαύμα του κόσμου είναι μια πυρκαγιά

που πηγαίνει σε βάθος»

(σ. 230)·

 

και απ’ το ίδιο επίσης ποίημα:

 

Το φως δεν προφέρεται. Το βάθος του κόσμου, αυτό

το άνθος των ήχων...

Δε συλλαβαίνεται...».

 

Από το ποίημα «Η διπλή μήτρα»:

 

Γύρω απ’ το μίσχο του πράσινου άνθους

που έχεις στα μάτια σου, συναντιώνται τα τέσσερα

βάθη του κόσμου»

(σ. 61).

 

Και κυρίως από το τελευταίο ποίημα της συλλογής που επιγράφεται «31 Μαρτίου 1959» (ημερομηνία που αναφέρθηκε και παραπάνω) και είναι αφιερωμένο «Στους φίλους των άλλων καιρών»:

 

Φίλοι,

καλημέρα. Το βιβλίο επιγράφεται:

“Το βάθος του κόσμου”»

(σ. 327).

 

Ειδικά, αν το παραβάλει κανείς με το πρώτο ποίημα της συλλογής, «31 Μαρτίου 1858» (σ. 5), το οποίο ενέχει τη θέση ποιητικού προλόγου (δεν εντάσσεται, δηλαδή, στις ενότητες που ακολουθούν) και στο οποίο ο ποιητής δηλώνει την πρόθεσή του, να φωτίσει το σκότος του Άδη:

 

Νοιώθω παράξενα σήμερα. Κάπως

έτσι περίπου.

Όπως όταν ανοίγει

ένα παράθυρο στον ήλιο κανείς,

νοιώθω σα ν’ άνοιξα

μια τρύπα στη γη

και φωτίζω τον Άδη. 

 

Τη συλλογή συνθέτουν έντεκα ενότητες που φέρουν τους τίτλους: «Τα τρύπια χέρια», «Διάλογος με την ποίηση», «Το σύμπαν κι η ανθρώπινη παρουσία», «Η λιτανεία των σκεπασμένων προσώπων», «Ο πόνος και η συμπαράσταση», «Παιχνίδια με τα χρώματα», «Η πάλη με τον καθημερινό δαίμονα», «Διάλογος Απόλλωνος και Διονύσου», «Διάλογος με τον κόσμο», «Το ταξίδι, ο χρόνος και η απόσταση», «Η ειρήνη έρχεται στον κόσμο». Όπως παρατηρεί στον «Πρόλογό» του ο Βιντσέντσο Ρότολο, οι τίτλοι των ενοτήτων παρουσιάζονται με μια «δυαδική ονομαστική μορφή, που αντικαθρεφτίζει την επιθυμία να φέρονται σε σύγκριση, ή σε παραβολή, δύο οντότητες που είναι χωριστές, ή βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Χαρακτηριστική, απ’ αυτή την άποψη, η παρουσία της λέξης “διάλογος” στους τίτλους τριών απ’ αυτές τις ενότητες». 

Η παρατήρηση έχει τη σημασία της, γιατί, κατά κάποιο τρόπο, είναι ενδεικτική της βιοθεωρίας του ποιητή. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος προσπάθησε με τη στάση της ζωής του να λειαίνει τις αιχμές. Η λέξη «διάλογος» τον καθορίζει· «διαλέγομαι», που σημαίνει συζητώ λογικά με κάποιον, αντι-στέκομαι, αντι-μιλώ· γιατί η αλήθεια δεν είναι η γνώμη του ενός αλλά είναι και η γνώμη του άλλου. Η μεγάλη πλατωνική προσφορά, ο διάλογος, με τον οποίο διαλύεται η πλάνη στην προσπάθεια της αναζήτησης της αλήθειας, υιοθετήθηκε πλήρως από τον Νικηφόρο Βρεττάκο· και οδηγείται ακόμη μακρύτερα: στη «συμπαράσταση στον δοκιμαζόμενο αυτόν άνθρωπο. Όχι συμπόνια, αλλά αγάπη, δηλαδή κατανόηση, δηλαδή συνεργασία, δηλαδή αγώνας για την καλυτέρευση της μοίρας του» (στην ίδια συνέντευξη).

 

Επιστολή προς τον Βρεττάκο 

Μετά τον «Πρόλογο» του Βιντσέντσο Ρότολο ακολουθεί επιστολή που απευθύνει ο Κώστας Βρεττάκος στον πατέρα του. Ο Κώστας Βρεττάκος είναι είκοσι τριών ετών, όταν γράφει την επιστολή. Και εάν τονίζεται εδώ η ηλικία του αποστολέα είναι γιατί η υποδοχή της επιστολής από την πλευρά του αναγνώστη εντυπωσιάζει, όταν συνειδητοποιεί ότι αυτό το ώριμο γράμμα γράφεται από έναν τόσο νέο άνθρωπο. Η επιστολή, πέρα από τη διεισδυτική κριτική της ματιά, είναι αποκαλυπτική και για τη σχέση πατέρα και γιου. 

Η ανάγνωση της συλλογής από τον Κώστα Βρεττάκο είναι κριτική, αλλά όχι η συνήθως αποστεωμένη και εμφορούμενη από θεωρίες, μέτρα και σταθμά που κρίνουν το έργο του δημιουργού, αφού πρώτα το εναποθέσουν στο χειρουργικό κρεβάτι ή ακόμη χειρότερα στην κλίνη του Προκρούστη. Ο ίδιος κρατά αποστάσεις από τη συγγενική του σχέση με το δημιουργό. Η επιστολή (παρόλες τις διαβεβαιώσεις του αποστολέα για το αντίθετο) μοιάζει να γράφεται αμέσως μετά την ανάγνωση της συλλογής… εν θερμώ· τότε που οι εντυπώσεις κρατούν όλη τη φρεσκάδα και την παρθενικότητά τους χωρίς όμως αυτό να τις εμποδίζει να συλλάβουν και το καίριο· αυτό τουλάχιστον που επισφραγίζεται ως καίριο και από τις προθέσεις του ίδιου του ποιητή, όπως διατυπώθηκαν στην ήδη επικαλεσθείσα συνέντευξη. Επιδίωξη του αποστολέα, το ύφος του να μην έχει κριτική χροιά, αλλά εκείνο της «ζεστής συνομιλίας». Και ο Κώστας Βρεττάκος θεωρεί Το βάθος του κόσμου ένα όριο, παραβάλλοντας το πριν μιας εφιαλτικής νύχτας με το τώρα, ανάλογο με την «Πρώτη μέρα» που ο Νώε, μετά τον κατακλυσμό, τυφλώθηκε από το «ακάθεκτο» φως που ξεχύθηκε από παντού. Μόλις καταλαγιάσει ο «τυφλός διονυσιασμός» των χρωμάτων και του φωτός, όπως ο Νώε, ο δημιουργός-ποιητής «θ’ αρχίσει το έργο του», θα γράψει Το βάθος του κόσμου. 

Πέρα όμως από τη διατύπωση των εντυπώσεων από την ανάγνωση της συλλογής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο ως μια αυτοτελής κατάθεση, ως μαρτυρία εποχής, μιας κρίσιμης εποχής (και ποια δεν είναι κρίσιμη;) από έναν νέο άνθρωπο. Οι ιδέες, ο τρόπος εκφοράς τους αποδεικνύουν επίσης τη διττή καλλιτεχνική φύση –λόγου και εικόνας– του Κώστα Βρεττάκου. Ο λόγος του (ποιητικός και πεζογραφικός) και η εικόνα (η φωτογραφία και οι ταινίες του), αλλά και η ίδια του η ζωή, κινήθηκαν ισομερώς και στα δυο, στο λυρισμό και στο έπος. Άξονες που αναγνωρίζει ο ίδιος και στο Βάθος του κόσμου.

 

Όραμα 

Ωστόσο τρεις μήνες αργότερα, με όλη την αισιοδοξία της «Πρώτης μέρας» του Βάθους του κόσμου, στην ίδια εφημερίδα, με αφορμή την Πρωτομαγιά, ο ποιητής θα οραματίζεται εκείνον τον Μάιο που δεν έχει ακόμη φθάσει· έναν μεγάλο Μάιο, που «όλοι οι άνθρωποι θα τον υποδεχτούν χωρίς δάκρυα και χωρίς αίμα, αναγνωρισμένοι πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη σαν ένα μέρος του ίδιου κορμού, του κορμού που συναπαρτίζει το σύνολο του ανθρώπινου γένους, του ενός γένους, αυτού του γένους που είναι μοιρασμένο σε φυλές έγχρωμες, αλλά που είναι το ίδιο […]. Γιατί αν η ζωή ξεπέρασε τη φωτιά οι άνθρωποι δεν ξεπέρασαν σ’ όλο τον κόσμο αυτό το στοιχειώδες: Τις αντιθέσεις που τους χωρίζουν. Οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων αποτελούν το άκρον άωτον της αταξίας μπροστά σ’ αυτή τη φυσική τάξη, που δεν ευτύχησε να αντιπαραταχθεί σε μίαν αντίστοιχη ηθική τάξη, στην ηθική τάξη του άλλου σκέλους της δημιουργίας, που είναι ο άνθρωπος με τη λογική του, με τις ψυχικές λεπτότητες και ευαισθησίες του. […] Μας έφτασε και φέτος ο Μάιος, αλλά κι αυτός δεν βρίσκει τη γη απαλλαγμένη από την παραφροσύνη της […]. Αυτός ο Μάιος βρίσκει ωστόσο το πνεύμα του ανθρωπίνου γένους να λύεται, τείνοντας προς έναν άλλο συμβολικό Μάιο δοσίματος των χεριών πάνω από τα θλιβερά υπολείμματα του παρελθόντος, σ’ ένα μεγαλειώδες ξεκίνημα, συγκερνώντας το εσωτερικό του με το εξωτερικό φως». Προς αυτόν τον συμβολικό Μάιο προσανατολίζεται Το βάθος του κόσμου. 

Η κριτική του Τάσου Βουρνά, σύμφωνη με το πνεύμα της Επιθεώρησης Τέχνης, είναι φυσικά και αποκύημα της εποχής της. Καταρχάς ο κριτικός ανατρέχει στην έως τότε πορεία του ποιητή και, αφού επισημάνει την απομάκρυνσή του από τον καρυωτακισμό, θα αναγνωρίσει τη στροφή προς τον αγωνιστή άνθρωπο, όπως αυτή εκφράζεται κυρίως σε δύο προηγηθείσες συλλογές που τις θεωρεί «ορόσημα»: Έξοδος με το άλογο (1952) και Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1954). Ο ποιητής (όπως και ο Γιάννης Ρίτσος) θα στραφεί προς το προοδευτικό και ανθρωποκεντρικό ρεύμα της ελληνικής ποίησης και θα βρει τελικά τη δική του ιδιάζουσα φωνή· μια λυρική φωνή που επιχειρεί να σώσει «ό,τι καλύτερο διαθέτει ο πολιτισμός του κόσμου και του τόπου» σφυρηλατώντας τις ουμανιστικές αξίες. Προς επίτευξη του στόχου του θα επιστρατεύσει κοσμογονικά και άλλα σύμβολα (αγάπη, μητέρα, Μαργαρίτα), τις δυνάμεις της φύσης και τις μυθικές μνήμες σχηματοποιημένες κι αυτές σε σύμβολα. Πρόκειται για μια συμπαντική δομή με κοσμικές και ανθρωποκεντρικές δυνάμεις που επιχειρούν να εκφράσουν την τελείωση του ανθρώπου, με έναν «ήρεμο ανασασμό», με διάθεση λυρική που επιστρατεύει εικόνες σπάνιας ευρηματικότητας. Το βάθος του κόσμου, θα καταλήξει ο κριτικός, στέκει στην κορυφογραμμή της ωριμότητας του ποιητή και στις σελίδες του συνυπάρχουν οι εντυπώσεις από τη φύση, τη ζωή μαζί με τον ανθρώπινο πόνο και τον κοινωνικό καταναγκασμό. 

Αυτά το 1961. Σήμερα, ύστερα από εξήντα χρόνια, τι έχει να πει στον αναγνώστη Το βάθος του κόσμου; Καταρχάς, όπως δηλώνει ο ίδιος ο ποιητής, το «τραγούδι» του είναι «απλό», διαβάζουμε δηλαδή μια ποίηση σε γλώσσα καθημερινή, απλή· αντίθετη από τη δύσκαμπτη πολλές φορές σημερινή ποίηση με τις λέξεις της να αγκυλώνουν σαν να θέλουν με την επιτήδευσή τους να εντυπωσιάσουν, σαν να αναζητήθηκαν στο λεξικό και να μην ανταποκρίνονται αυθόρμητα ούτε στον μέσα ούτε στον έξω μας κόσμο. Ο ποιητής επίσης παραμένει στον στίχο του ολόκληρος, δεν διασπάται, δεν πολυμερίζεται. Βλέπει ότι «ο ήλιος του αιώνα μας δεν φέγγει καλά», συναισθάνεται το πένθος «έξω από χρόνο και χώρο» και μένει σταθερά προσηλωμένος στον άνθρωπο, αφού για εκείνον «ένα πρόσωπο, είναι μια ευθύνη»· έτσι η ποίησή του «κατά βάθος […]/ είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη / όλο τον κόσμο».

 

Αδιαίρετος κόσμος 

Αλλά ο κόσμος αυτός είναι αδιαίρετος· κι αδιαίρετος προσέρχεται προς αυτόν ο ποιητής και έτσι τον προσλαμβάνει:

 

Η ποίηση γεννιέται

μαζύ με τα πράγματα, μαζύ με τον έρωτα,

μαζύ με τον πόνο.


Εκείνο που επιδιώκει είναι μέσα στην ποίηση

 

όλα να στρέφονται, όπως

και μέσα στο σύμπαν

 

και το ποιητικό υποκείμενο να μην διαχωρίζεται από το αντικείμενο, από τον άλλο άνθρωπο ούτε από τον κόσμο που τον περιβάλλει: Μαζύ με τ’ αστέρια, γράφω τον κύκλο μου»· και η ψυχή του

 

στης μουσικής την παγκόσμια

άρθρωση ανάμεσα, είν’ ένας ήχος.


Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένα ποίημα της συλλογής στο οποίο ο ποιητής να μην ταυτίζεται με τη φύση· δεν στέκεται ποτέ θεωρός απέναντί της ως έλλογο ον, ενεργοποιώντας μόνο το νου για την κατανόησή της ή την καθυπόταξή της. Έτσι κι αλλιώς οι αριθμοί, οι αναλυτικοί μαθηματικοί υπολογισμοί, δεν είναι σε θέση να συλλάβουν το μεγαλείο του κόσμου, εξαντλούνται ακόμη και στη μέτρηση μιας σταγόνας που σταλάζει πάνω στο φύλλο και που το βάθος της είναι τόσο μεγάλο ώστε ο ίδιος ο ποιητής νιώθει πως δεν αξιώνεται την αποκάλυψή του. 

Με τη συνδρομή της φύσης εξάλλου καθίσταται ποιητής. Εκείνη αρθρώνει μέσω του ποιητικού υποκειμένου (που είναι μέρος της έτσι κι αλλιώς) το λόγο: Ο ουρανός είναι μέσα του, οι λέξεις του διακλαδίζονται στο τραπέζι του σε ρυάκια φωτός, είναι αντηλιές μιας πένας βουτηγμένης στον ήλιο· οι στίχοι του αχτίνες, το αίμα του θάλασσα, πράσινο, ήλιος· με τον ήλιο, τον έσπερο και τ’ ασπρολούλουδα της μηλιάς γνέθει τους στίχους του· με νερό βάζει τη μικρή του υπογραφή και με τους ήχους των «αμπελιών, πλατανιών, ελατιών, ελαιώνων και πεύκων» αρθρώνει τους ψιθύρους του. 

Δεν γίνεται να υπάρξει άλλο ο άνθρωπος και άλλο ο κόσμος: Η αιωνιότητα ταυτόχρονα γράφει:

 

έξω και μέσα μας τον κύκλο της με ήλιους,

μ’ αλυσίδες βουνών, με λευκές και γαλάζιες

πτυχώσεις, με το άπειρο·

 

και η καρδιά όλων μας

 

η καρδιά μου, η καρδιά σου, οι καρδιές – μια μεγάλη

καρδιά μες στο σύμπαν·

 

η με άλλη διατύπωση

 

όλοι μαζύ

οι άνθρωποι έχουν ολόκληρο τον ήλιο καρδιά.

 

Γι’ αυτό και στον «Επίλογό» του συμπεραίνει:

 

Όλα μας τα κύτταρα είναι

πέτρες και φώτα, συναγμένα απ’ τα τέσσερα

σημεία του σύμπαντος.

 

Έτσι, όχι μόνο κατά την ποιητική διαδικασία, με όλα τα ποικίλα και έντονα συναισθήματα που την διαμορφώνουν –και που γεννώνται από την ευφορία της ποιητικής πράξης έως την απογοήτευση για την απόσταση ανάμεσα στη σύλληψη και την πραγμάτωσή της– αλλά και κατά το δύσβατο του βίου, η φύση είναι πάλι που του συμπαραστέκεται. Όταν καταφεύγει απογοητευμένος στο στήθος της μητέρας του με τα δάχτυλα των χεριών του να «στάζουν έρημο, αγέρα, λύπη και θάλασσα», γνωρίζει ότι φτάνει έως αυτή, γιατί στις δοκιμασίες ήταν η «φιλία ενός δέντρου» που του στάθηκε, η αφή της πέτρας κι ο άνεμος που είχε γίνει πανωφόρι του. 

Κι επειδή το βάθος της αγάπης όλων των απεικασμάτων τούτου του κόσμου είναι απροσμέτρητο, ακόμη και στην πέτρα θα μπορούσε να προσευχηθεί κανείς. Αλλά το ακατανόητο παραμονεύει, ακόμη κι εκείνη την ιερή στιγμή, και στην απόγνωσή του ο ποιητής δεν μπορεί παρά να επικαλεστεί τον δημιουργό: «“Κύριε, / τι σου χρειάζεται ο πόλεμος;”»· όμως και τότε γνωρίζει πως τις απαντήσεις στην «άγια γραφή του στερεώματος» θα τις αναζητήσει, για να τις μοιραστεί μαζί μας.

 

«Φτωχούλης οβολός» 

Αλλά για έναν κόσμο ειρήνης ο καθείς επιβάλλεται να συνεισφέρει το «φτωχούλη οβολό» του κι ο ποιητής, ακόμη περισσότερο, καλείται να φτιάξει το φλάουτό του για όλο τον κόσμο και να σπείρει «τον ήλιο, φωνή στα χωράφια» της αδελφής του της γης. Μιας γης χωρίς στρατιώτες και σύνορα, γιατί σύνορα και στρατιώτες συνεργάζονται προκειμένου να «μην αφήνουν να κάνουν τη δουλειά τους οι νόμοι / του ήλιου κι η ποίηση». Αλλά, εάν δεν επικρατήσουν αυτοί οι νόμοι, ειρήνη δεν υπάρχει, αφού

 

Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή

γίνεται έξω στο σύμπαν, ήλιος· κι ο ήλιος,

ψυχή μες στον άνθρωπο.

 

Όλες οι διαπιστώσεις του ποιητή, οι βεβαιότητές του, εκπηγάζουν από μια μεγάλη αποκάλυψη. Για να γίνει ο κόσμος, στα ενενήντα στοιχεία του πρέπει να προστεθεί κι ένα ακόμη: «ο λόγος, αγάπη». Η απόφανσή του είναι κατηγορηματική: «“...Λοιπόν, το στερέωμα είναι αγάπη. Ποτέ δε θα πέσει...”». Επομένως, αυτό έχει να μας παραδώσει ο ποιητής: «Ένα βιβλίο: παράδοση / και παραλαβή της αγάπης». Και ελπίζει στη «μεταμόρφωσή» του σε πεταλούδα που θα συνοδεύει κάθε πρωί όλα τα παιδιά στο σχολείο τους· όπου όλοι θα πορεύονται μιαν οδό ειρηνική, με ανύπαρκτη τη μοναξιά, αλλά και χωρίς εφησυχασμούς και έχοντας συνεχώς προ οφθαλμών την επιγραφή του οδοδείκτη:

 

Υπάρχουν σοφοί

που σκάφτουν τον ήλιο με ακάθαρτα χέρια.

Μην εμπιστεύεστε. Μόνον η αγάπη

είναι σοφή..

 

Εξάλλου έχουν περάσει ήδη είκοσι χρόνια από τότε που στο ποίημα «Το μεσουράνημα της φωτιάς» (1940), ο ποιητής αντικατέστησε το καρτεσιανό «σκέπτομαι» («σκέπτομαι άρα υπάρχω») με το ρήμα «αγαπώ» («αγαπώ άρα υπάρχω») και με το πλάτος της έννοιάς του να ορίζεται πολύ ευρύτερο από το χριστιανικό, αφού όχι μόνο περικλείει αδιαίρετα την κοσμική, τη φυσική και την κοινωνική ευταξία, αλλά καθίσταται και νόμος ρυθμιστικός του σύμπαντος.

 

Τα ερωτήματα 

Σε όλη την ποιητική διαδρομή του Βάθους του κόσμου, ο Νικηφόρος Βρεττάκος θέτει ερωτήματα για τον κόσμο, τη φύση και τον άνθρωπο και εκμαιεύει απαντήσεις. Τα ερωτήματά του δεν είναι ξένα προς εκείνα του σύγχρονου ανθρώπου και οι απαντήσεις του ενδέχεται να συστήνουν έναν προσανατολισμό ή και να υιοθετούνται από τους/τις αναγνώστες/αναγνώστριες· ειδικά στις μέρες μας που αποτελεί πια κοινή παραδοχή ότι ο πλανήτης μας τελεί εν κινδύνω και οι ανθρώπινες σχέσεις διαρκώς οξύνονται καταλήγοντας σε αιματηρούς πολέμους. 

Οι θέσεις του ποιητή συνάδουν ακόμη –ύστερα από εξήντα χρόνια– με εκείνες σύγχρονων στοχαστών. Αρκούμαι σ’ ένα πρόσφατο παράδειγμα, στους προβληματισμούς που διατυπώνει στο βιβλίο του ο Σωτήρης Γουνελάς, με τίτλο Το τέλος του ανθρώπου ή η παραμόρφωσή του (Αρμός, 2022). Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος το Βάθος του κόσμου επέλεξε από το σύνολο του έργου του ποιητή και το ανέταξε ανάμεσα στα εκατό βιβλία που συνέθεταν, για το περιοδικό Ευθύνη, τον «κανόνα» της νεοελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Θεωρώ επίσης πως αν η νεολαία ανακάλυπτε Το βάθος του κόσμου –ειδικά την ενότητα «Η λιτανεία των σκεπασμένων προσώπων»– θα «ράπαρε» πολλούς από τους στίχους. 

Συνοψίζοντας: Ο συμπαντικός λόγος–αγάπη· και η πιο προσιτή έννοια η αγάπη για τη φύση, όχι ως ωραιολατρία αλλά ως βίωμα, ως ταύτιση που καθιστά τη φύση μέρος του εαυτού και που η σωτηρία της εξασφαλίζει ή προϋποθέτει και τη δική του σωτηρία. Η τρίτη διάσταση η κοινωνική, εξίσου σωτήρια, γιατί δίχως την αγάπη προς τον άλλο, ο άνθρωπος δεν καθίσταται πρόσωπο, αλλά παραμένει άτομο· η αγάπη καθιστά εφικτή τη δυνατότητα μετατόπισης από το άτομο προς το πρόσωπο. Στο Βάθος του κόσμου μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος –που καταλύει (εάν δεν έχει κιόλας καταλύσει) όλες τις σταθερές, αλλά δεν παύει να έχει, ακόμη, την ανάγκη τους– να αναζητήσει τη σταθερά της αγάπης με τον τρόπο που την θέτει ο ποιητής. Σε όλα αυτά έγκειται η επικαιρότητα του Βάθους του κόσμου· ενός κόσμου που μας ανοίγεται ορθάνοιχτα μ’ ένα λόγο αισιόδοξο, βαθύ, ευγενή, κατανοητό, παραμυθητικό που τον έχουμε ανάγκη. 

Το βιβλίο εμπλουτίζει το «Επίμετρο» της Ελένης Τζινιέρη–Τζανετάκου, υπεύθυνης του Αρχείου Βρεττάκου, και κλείνουν τα «Περιεχόμενα». Το «Επίμετρο», αποτέλεσμα κοπιαστικής και ενδελεχούς έρευνας της Ελένης Τζινιέρη-Τζανετάκου, περιλαμβάνει συγκριτικό πίνακα, στον οποίο καταγράφονται, μετά την τεκμηριωμένη αντιπαραβολή με όλες τις μεταγενέστερες συγκεντρωτικές εκδόσεις, οι αλλαγές των ποιημάτων της συλλογής. Με τον τρόπο αυτό η παρούσα έκδοση απευθύνεται τόσο στον εραστή της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, όσο και στον μελετητή που συχνά αναζητούσε τα ποιήματα της συλλογής που δεν έχουν συμπεριληφθεί σε καμιά από τις μετέπειτα συγκεντρωτικές εκδόσεις, αλλά και με κάποια ένδειξη για τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο ποιητής στα ποιήματα του τόμου στις μετέπειτα εκδόσεις τους.


Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, bookpress.gr

 

Η Γεωργία Κακούρου-Χρόνη διετέλεσε επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο Παράρτημα της Σπάρτης και καθηγήτρια στο Μεταπτυχιακό Τμήμα «Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.