«Δεν είχες, λοιπόν, σαν έμπαινε το Χινόπωρο και ήσουνα μέσα στο σπίτι, να «στήσεις αυτί» και να περιμένεις, σαν ήτανε συννεφιά»
«Γλυκάδα πόχει η βροχή στον τσίγκο σα βαράει».(1) Τραγούδια έχουμε πολλά ακούσει στη ζωή μας. Κι όποιο τραγούδι γράφτηκε στα φύλλα της καρδιάς, ποτέ δεν
του δε θα σβήσει. Τέτοιο τραγούδι είναι και το τραγούδι του τσίγκου. Κάποτε, ο φτωχός και ταπεινός ο τσίγκος, ο τόσο
περιφρονημένος σήμερα, ήτανε μέλος του σπιτιού. Οποιοδήποτε σπίτι κι αν ήτανε,
δεν μπορεί, κάπου θα ’χε έναν, τουλάχιστον, τσίγκο. Μα…σε μια αποθήκη απάνω, μα…σ’ ένα κοτέτσι, μα…στο
μπαλκόνι, μα…σε μια κουζίνα, σ’ ένα φούρνο…κάπου θα ύπαρχε ένας τουλάχιστον
τσίγκος. Καλός τσίγκος, «κακός» τσίγκος, σκουριασμένος, καινούριος,
τσίγκος από ντενεκέ που τον είχανε κόψει κι ανοίξει με το σκεπάρνι («πάφυλλο» τον
λέγανε οι παλιοί), τσίγκοι από βαρέλια πίσσας στρογγυλά που ξέμεναν, κάποτε,
στις άκρες των νιόστρωτων δρόμων…σημασία καμιά. Τη δουλειά του την έκανε
φιλότιμα ο τσίγκος. Κι όχι μόνο στα χωριατόσπιτα αλλά και στα σπίτια της πόλης.
Αυτά τα τελευταία, όλα σχεδόν, στα παλιότερα χρόνια, είχανε
κι έναν όμορφο τσίγκο φτιαγμένο από την τέχνη και το μεράκι του φανοποιού (πάει
κι αυτό το παραδοσιακό επάγγελμα, χάθηκε για πάντα, μαζί με τ’ άλλα). Αυτός ο
ομορφοφτιαγμένος τσίγκος ήτανε πάνω ακριβώς από την κεντρική είσοδο του
σπιτιού, προορισμένος να προφυλάει από τη βροχή όποιον έμπαινε κι όποιον
έβγαινε, για όσες στιγμές ήτανε αναγκασμένος να στέκεται μπροστά στην εξώπορτα.
Κι ακόμα, επειδή οι πόρτες οι παλαιές ήτανε όλες από ξύλο, προφύλαγε και την
πόρτα (όσο μπόραγε τουλάχιστον) απ’ το νερό, για να μη φουσκώσει και σαπίσει με
τα χρόνια. Όλοι αυτοί οι τσίγκοι των παλαιών σπιτιών πλήττανε αφόρητα
το καλοκαίρι, βυθισμένοι στο λιοπύρι και στην απόλυτη σιωπή. Όταν όμως ερχότανε
το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια του, χαιρούντανε οι τσίγκοι «χαράν μεγάλην» και
ζωντάνευαν και τραγουδάγανε κάθε φορά που έπιανε βροχούλα. Δεν είχες, λοιπόν, σαν έμπαινε το Χινόπωρο και ήσουνα μέσα
στο σπίτι, να «στήσεις αυτί» και να περιμένεις, σαν ήτανε συννεφιά. Τότε, κάποια στιγμή, άκουγες πρώτα ένα τακ, μετά ένα τικ,
μετά ένα τικ-τακ, πιο ύστερα ένα τικ-τακ-τικ-τακ- τικ τικ τικ, τακ τακ τακ…και το τραγούδι του τσίγκου είχε αρχίσει «Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής»(1). Σταγόνες της βροχής που ερχούντανε από
ψηλά απ’ τα σύννεφα, μαζί κι εκείνες που κυλούσανε στη στέγη και στάζανε από τις άκρες των
κεραμιδιών, χτυπούσανε με μαεστρία τον τσίγκο, καθώς ο πιανίστας χαϊδεύει με τα
δάχτυλά του τα πλήκτρα του πιάνου του, άλλοι ήχοι στις άκρες του τσίγκου, άλλοι
στη μέση, άλλοι στα ενδιάμεσα…το αποτέλεσμα μια μουσική πανδαισία, ένα
τραγούδι αληθινό της Φύσης και της Ζωής. Μαέστρος ήτανε η Μάνα-Φύση κι από την έμπνευσή της
εξαρτιότανε η μουσική, η γραμμένη στην παρτιτούρα, που είχε ανοιχτή μπροστά της στο αναλόγιο.
Πού θα είναι τα πιανίσιμα, πού θα είναι τα φόρτε, τα φορτίσιμα, τα μέτζο πιάνο…πού η μουσική θα πάλλεται, που θα
κυριαρχεί η τρυφερότητα και πού η ένταση, πού (μαζί με τη βροχή) θα «μπει» κι ο
αέρας, οι βροντές κι οι αστραπές…ΟΛΑ, μα ΟΛΑ, τα κανόνιζε, με την εμπνευσμένη
ενορχήστρωση και με την μπαγκέτα του, ο έμπειρος και χαρισματικός
μαέστρος-μουσουργός, η Μάνα-Φύση. Και δεν υπήρχε τραγούδι στην παρτιτούρα αυτή των τραγουδιών
του τσίγκου, που να μην ήτανε όμορφο και να μη συνέπαιρνε τον άνθρωπο, που μέσα
στη θαλπωρή του φθινοπωριάτικου και του χειμωνιάτικου σπιτιού, ένιωθε, βαθιά
μέσα του, μιαν αγαλλίαση, μια ξεκούραση λυτρωτική, ένιωθε δυνάμεις παράξενες να
στηρίζουνε τα θεμέλια του, αισθανότανε πως κάποιος από κει ψηλά τον νοιάζεται
και θέλει να ’ναι και να νιώθει καλά πάνω σ’ αυτή τη Γη, μέσα σ’ αυτόν τον
Κόσμο, που γι’ αυτόν φτιάχτηκε από αγάπη και μόνο. Θυμάμαι, μικρό παιδί ακόμα, το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, τον Παναγιώτη, να λέει: «Ε, ρε, ύπνο που
’κανα απόψε!!! Κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Με νανούριζε ο τσίγκος». Κι όταν καμιά φορά του ’λεγε η μάνα μου, η Παναγιώτα:
«Παναγιώτη, ο τσίγκος σκούριασε! Να τονε βγάλεις και να βάλεις κεραμίδια!»,
της έλεγε: «Μέχρι να πεθάνω δεν τονε βγάζω τον τσίγκο. Θέλω…να τον ακούω όταν
βρέχει». Το ’πε και το ’κανε: Μέχρι που πέθανε, στα 60 του, ο τσίγκος
ήτανε εκεί, πάνω από τη μικρή αποθηκούλα («καλύβα» την έλεγε η μάνα μου), που με τάβλες είχε με τα
χέρια του φτιάξει, κολλητά στο παλιό σπιτάκι μας. Χρειάστηκε να μεγαλώσω λιγάκι, για να νιώσω κι εγώ, τι σημαίνει
να είναι χειμώνας, ν’ αστράφτει και να βροντά ο ουρανός, να βουίζει έξω ο
βοριάς κι εσύ να ’σαι κουκουλωμένος κάτω απ’ το πλάτωμα και ν’ ακούς τον τσίγκο
από την «καλύβα» να τραγουδάει όλη τη νύχτα και να σου λέει στα όνειρά σου
ιστορίες μαγικές και θαυμαστές, «ψιχαλιστές ιστορίες», έτσι όπως τις ήθελε ο
νους και η ψυχούλα σου. «Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι βρεμένοι ως το κόκκαλο. Επιστρέφουν. Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν»(2) Πιστεύω, πραγματικά, πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να ’χει
ακούσει τα τραγούδια του τσίγκου και να μην τα θυμάται και να μην τα νοσταλγεί
και να μη λέει σε κάθε ευκαιρία πώς ύπνος με τον τσίγκο να τραγουδάει κάτω από
τη βροχή δεν έχει υπάρξει καλύτερος. Και μη νομίσετε πως μόνο οι άνθρωποι οι απλοί και ταπεινοί
μάθανε ν’ ακούνε και να χαίρουνται τούτο το τραγούδι του τσίγκου. Κι οι
Ποιητές, εκείνοι που γράφουνε βουτώντας την πένα τους στο «καλαμάρι» της
καρδιάς, αγγιχτήκανε από την ομορφιά του τραγουδιού της βροχής πάνω στον τσίγκο
τον ταπεινό και καταφρονεμένο: «Να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους. Ρυθμικά, μ’
ανωτερότητα.» Οδυσσέας Ελύτης, «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», 1982 «Από παιδί κυνηγούσα κρυμμένους θησαυρούς στ’ αμπάρια των πλοίων. Κι ας μην είχε θάλασσα ο τόπος μου, ξέρα –ευτυχώς- δε γνώρισε η ψυχή μου. Κι ας ήταν ο θησαυρός μου από τσίγκο τον ήθελα τον αποζητούσα. Να τον κάμεις τι, θα με ρωτήσεις. Τι αξία έχει ένας θησαυρός από τσίγκο; Δε μέτρησα κι ούτε μ’ ενδιέφερε ποτέ η ποσότητα του κέρδους, θα σου απαντήσω. Μονάχα να γητεύω τη βροχή, σαν έπεφτε πάνω στην τσίγκινη σκεπή των ονείρων μου. Ν’ ακούω το τραγούδι της και να μοσχοβολά ο τόπος. Μαγεία!» (Κατερίνα Παπουτσή, «ΓΙΑ ΝΑ ‘ΧΕΙ ΣΤΡΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Η ΒΡΟΧΗ»,
εκδ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ, 2023 «Να κι η βροχή που μας θυμήθηκε στη μοναξιά μας μια διακριτική βροχή χτυπάει στον τσίγκο για νάρθει συντροφιά στα όνειρά μας» (Τάσος Πορφύρης, «Βροχή», «ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ», Ύψιλον , 2004) Σήμερα οι τσίγκοι έχουνε φύγει από τη ζωή μας, μαζί με τα
σπίτια τα παλιά. Φτιάξαμε σπίτια ωραία, μεγάλα και ψηλά, παλάτια γεμάτα από
πολυτέλεια και κάθε λογής δώρο του πολιτισμού μας. Όμως, μέσα σ’ άλλα
πολλά, χάσαμε και το τραγούδι του
τσίγκου, που πάει να πει πως γίνήκαμε κι εμείς εξάρτημα της «Μηχανής» και πως
πια χάσαμε, μαζί με το τραγούδι του τσίγκου, το χαμόγελο και την ψυχή μας. Μακάριοι, λοιπόν, όσοι «μείνανε πίσω» και δεν μας
ακολούθησαν στη «λεωφόρο της προόδου» και ζούνε, ακόμα, σε σπιτάκια που, κάπου
πάνω τους ή γύρω τους, έχουνε τσίγκους και μπορούνε, γι’ αυτό, ν’ ακούνε τα
τραγούδια που λέει ο τσίγκος, όταν πιάνει η ευλογημένη βροχούλα του Θεού. Βροχή. Ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή. ………………………………….. Τρέχουν τα δάκρυα βροχή. Βροχή μου. Βροχούλα μουσκεμένη. Μιχάλης Γκανάς Σπάρτη
27-9-2023 Βαγγέλης
Μητράκος 1. Ηλίας Κ. Λιάκος, «Η μάνα μου η Αράχοβα» 2. Κική Δημουλά, «Τα πάθη της βροχής», 1971 3. Χρήστος Μπράβος, «Πρώτη βροχή ή Αντιπερισπασμός», 2009