«Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει»
Ταξιδευτής από το πολύ μακρινό Χθες μας ήρθε και πάλι το
Πανηγύρι του Μυστρά. Πιτσιρικάδες, ακόμα, ακούγαμε από τους μεγάλους ότι
«Έρχεται το πανηγύρι από την Τεγέα και μετά θα πάει στη Σκάλα» και με τη
φαντασία μας βλέπαμε χαρούμενοι το
πανηγύρι, μέσα στα χρώματα και στα φώτα, να ροβολάει τον κατήφορο από τη μεριά
της Τρίπολης κατά το Μυστρά και στενοχωριόμαστε όταν το βλέπαμε να «ξεστήνεται»
και να φεύγει για τη Σκάλα. Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη
σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει όσο κρατάει αυτή μαγεία του
που κάνει τους ανθρώπους να προστρέχουν σ’ αυτό καθώς οι νυχτοπεταλούδες στη
φλόγα του αναμμένου φαναριού. Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του απαντήσεις για το ΤΙ είναι
γι’ αυτόν το πανηγύρι. Για μένα το Πανηγύρι του Μυστρά είναι ό,τι κράτησε γι’
αυτό, ως τα σήμερα, η μνήμη και η ψυχή μου: Η βροχή «Μην ανησυχείς! Στο Πανηγύρι θα βρέξει» λέγανε οι
παλιότεροι. Κι αλήθεια! Όσο ξερικό και να ‘τανε το καλοκαίρι, με το που άρχιζε
το Πανηγύρι έριχνε μια τουλάχιστον καλοκαιρινή μπόρα, σαν προάγγελο για τα
πρωτοβρόχια που τότε ερχούντανε πάντα στην ώρα τους μέσα στον Σεπτέμβρη. Και
λες και ήτανε το θαύμα η μπόρα αυτή έπεφτε σχεδόν πάντα νωρίς, για να μη
χαλάσει το Πανηγύρι. Όταν ο κόσμος ‘τοιμαζότανε για να πάει στο Πανηγύρι η
βροχή είχε σταματήσει και το μόνο που απόμενε ήτανε η γλυκιά μυρουδιά της
νοτισμένης γης και η φρεσκάδα του αέρα, ανακατεμένες με τις άλλες μυρουδιές,
από τα ζώα, τις γαλοπούλες, τα σουβλάκια και τις μπουζοπούλες. Οι γαλοπούλες Τότε που όλα τα σπίτια, ακόμα και στη Σπάρτη, είχανε
κοτέτσια, ο κάθε νοικοκύρης πήγαινε στο Πανηγύρι του Μυστρά για να προμηθευτεί
μια τουλάχιστον γαλοπούλα, που θα την ανέθρεφε στο κοτέτσι του για να κάνει
Χριστούγεννα με την οικογένειά του. Γέμιζαν οι ελαιώνες γύρω από το Πανηγύρι με
κοπάδια από μαύρα και άσπρα γαλόπουλα φραγμένα με κοτετσόσυρμα και γέμιζε και
το Πανηγύρι από τις γαργαριστές φωνές που άφηναν οι γαλοπούλες, σαν να
διαλαλούσαν το πόσο καλές ήτανε για να αγοραστούν. Γέμιζαν μετά τα παλιά
λεωφορεία μ’ ανθρώπους μαζί και γαλοπούλες, γέμιζαν και όλες οι γειτονιές με τα
γλου-γλου-γλου από τις γαλοπούλες του κάθε σπιτιού αφού, σε ‘μας τα παιδιά
άρεσε να τις πειράζουμε με φωνές κι εκείνες φουσκώνανε, ανοίγανε τις ουρές και
τις φτερούγες απειλητικά και κάποια στιγμή ξεσπάγανε σε μακρόσυρτα
γλου-γλου-γλου-γλου κι ας μας ορμήνευαν οι μεγάλοι να μην τις πειράζουμε με τον
τρόπο αυτόν γιατί θα σκλήραινε το κρέας τους. Τα λεωφορεία Αυτοκίνητα ΙΧ δεν υπήρχανε τότε και όλος ο κόσμος πήγαινε
στο Πανηγύρι του Μυστρά με τα παλιά εκείνα λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Ο Σταθμός ήτανε
στη διασταύρωση Αγησιλάου και Λυκούργου, μπροστά από το μεγαλομπακάλικο του
Τσιριγώτη. Στρατιές ολόκληρες κίναγαν με τα πόδια, οικογενειακώς, από κάθε
γειτονιά της Σπάρτης (εμείς κινάγαμε από το Νέο Κόσμο) και κατέφθαναν
ανυπόμονοι στο «Πρακτορείο του Μυστρά» όπου τα λεωφορεία, αραδιασμένα το ένα
πίσω από το άλλο, τους περίμεναν για να επιβιβαστούν. Συνωστισμός, σπρωξίδι
ποιος θα μπει πρώτος, αγωνία και αγκομαχητό, κάποιες οικογένειες χωρίζονταν
χωρίς να το θέλουν (σε άλλο λεωφορείο μερικοί, σε άλλο οι υπόλοιποι) κι ύστερα
οι μηχανές έπαιρναν μπροστά και φουλ για το πανηγύρι, με τον εισπράκτορα στο
διάδρομο να προσπαθεί να προλάβει να κόψει τα εισιτήρια, με το αεράκι να
χαϊδεύει τα ξαναμμένα πρόσωπα και να ανεμίζει τα μακριά μαλλιά, με το ραδιόφωνο
στη διαπασών να παίζει «Μαντουμπάλα - αγάπη γλυκιά μου, λαχταρώ - να ΄ρθεις
πάλι κοντά μου…». Ήταν τόσος πολύς ο κόσμος ώστε τα λεωφορεία, οι σωφεραίοι, οι
εισπράκτορες και οι ελεγκτές δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα. Πάνω-κάτω, πάνω –
κάτω, μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε. Κι αν ήτανε φασαριόζικο το «πήγαινε» θυμήσου
πώς ήτανε το «έλα» όταν όλος αυτός ο κόσμος του Πανηγυριού γύριζε πίσω με τα
λεωφορεία φορτωμένος με κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλάρια, ασπρόρουχα,
κατσαρολικά, γαλοπούλες κλπ, κλπ. Χάος!!! Το λούνα παρκ, η
Σκοποβολή, οι Κρίκοι Η πρώτη στάση των οικογενειών που είχανε μικρά παιδιά ήτανε
στα λούνα - παρκ που βρίσκονταν στην είσοδο του Πανηγυριού. Τότε τα λούνα – παρκ δεν είχαν τη φαντασμαγορία
και την ποικιλία που έχουνε τα σημερινά. Ήτανε μόνο το «Γύρω-Γύρω» όπως το
λέγαμε, αυτή η «ομπρέλα» που γύριζε «γύρω-γύρω» έχοντας κρεμασμένα στις άκρες
της διάφορα αυτοκινητάκια, αεροπλανάκια και ποδηλατάκια. Πλήρωνες, ανέβαινες σ’
αυτό που σου άρεσε κι ύστερα το αφεντικό ή ένα παιδάκι (συνήθως γυφτάκι) γύριζε
με τα χέρια το «γύρω-γύρω» τρέχοντας κι εμείς, σαν αρχοντόπουλα καμαρώναμε «αφ’
υψηλού» την ώρα που το καημένο το γυφτάκι του είχε βγει η γλώσσα από το
λαχάνιασμα. Εκτός από το «Γύρω-Γύρω» το λούνα-παρκ είχε και «Βαρκούλες».
Ήτανε κάτι βαρκούλες μικρές σαν εκείνες που φτιάχναμε με τα χαρτιά του
τετραδίου μας και τις αμπολάγαμε στα τρεχούμενα νερά, κρεμασμένες από ένα
σωλήνα με τρόπο που να κουνιούνται πέρα-δώθε. Έμπαινε ένα παιδί στη μια άκρη
της βαρκούλας κι ένα ακόμα στην άλλη άκρη, πιάνανε τα δυο χοντρά σκοινιά που
κρέμονταν από ψηλά και τραβώντας, μία το ένα παιδί και μία το άλλο, κάνανε τη
βαρκούλα να κουνιέται πάνω κάτω σαν κούνια. Όσο πιο δυνατά τραβάγανε το σκοινί
τα παιδιά τόσο πιο ψηλά πήγαινε η βαρκούλα. Τώρα: Εκτός από Άλλα
«Γύρω-Γύρω» και τις «Βαρκούλες» το λούνα-παρκ είχε τη «Σκοποβολή» και τους «οι Κρίκοι».
Στη «Σκοποβολή» πηγαίνανε μικροί αλλά και μεγάλοι. Πάνω σε έναν πάγκο ήτανε
αραδιασμένα τα φλόμπερ. Πλήρωνες, σου έβαζε η όμορφη κοπέλα μια βολίδα με φουντίτσα μέσα στο αεροβόλο
(μιας και πηγαίνανε μόνο «σερνικά, η κοπέλα ήτανε κράχτης), σημάδευες κάποιον
απ’ τους στόχους που βρίσκονταν απέναντι, πυροβολούσες κι αν η φουντίτσα
καρφωνόταν στο κέντρο κέρδιζες κάποιο δωράκι (συνήθως κάποιο μπουκάλι με ποτό,
μια κούκλα, ένα ζωάκι…). Όσοι συχνάζανε στη «Σκοποβολή» λέγανε (και μάλλον
ήτανε αλήθεια) πως τα σκόπευτρα των όπλων ήτανε χαλασμένα και δύσκολα
κατάφερνες να πετύχεις «κέντρο» και να κερδίσεις. Κάπου εκεί κοντά στη «Σκοποβολή» ήτανε και οι «κρίκοι». Ένα
στρογγυλό διάζωμα και στο κέντρο του ένας πύργος με μπουκάλια γεμάτα ποτό
(τώρα…τι ποτό ήτανε αυτό…τρέχα γύρευε). Αγόραζες από τον άνθρωπο που ήταν
εκεί 5 κρίκους πλαστικούς («Πέντε κρίκοι, ένα τάλιρο») και τους εκτόξευες
σημαδεύοντας προς τα μπουκάλια. Αν κάποιος κρίκος πέρναγε στο λαιμό κάποιου
μπουκαλιού, κέρδιζες το μπουκάλι. Φαινότανε εύκολο έτσι όπως έβλεπες μπροστά
σου και κοντά σου τα δεκάδες μπουκάλια, όμως δεν ήταν. Πολλοί μάνιαζαν με την
ατυχία τους και ξόδευαν πολλά τάλιρα. Κι όταν τύχαινε να «πιάσουν» κανένα
μπουκάλι το είχαν ήδη χρυσοπληρώσει. Η μπουζοπούλα «Πάμε στο Πανηγύρι, να φάμε μπουζοπούλα» λέγανε (και λένε)
οι πανηγυριστές σαν να ήτανε νηστικοί σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Γιατί
Πανηγύρι του Μυστρά χωρίς μπουζοπούλα δε γίνεται και μπουζοπούλα νόστιμη σαν
του Πανηγυριού του Μυστρά ΔΕΝ υπάρχει πουθενά, λες και την νοστιμεύει ο αέρας
του Πανηγυριού. Ολόκληρη, παχιά γουρουνοπούλα, ψημένη στο φούρνο, χωρίς κανένα
καρύκευμα, κι έτσι καυτή να «ξαπλώνει» στον ξύλινο πάγκο, να ανεβοκατεβαίνει η
μεγάλη και βαριά μαχαίρα, ν’ αντιλαλεί το πανηγύρι, απ’ άκρη σ’ άκρη, από τα
«γκάπα-γκούπα», να τρέχει το λιωμένο λιπάκι πάνω στις πέτσες και στα ψαχνά και
οικογένειες ολόκληρες στα τραπέζια να αλατοπιπερώνουν, να βουτάνε με τα χέρια
τα ψαχνά και τις ξεροψημένες, τραγανές πέτσες (με πιρούνι και μαχαίρι η
μπουζοπούλα χάνει τη νοστιμιά της), να μασάνε βουλιμικά και να ροκανίζουν και
να εύχονται «χρόνια πολλά-και του χρόνου-καλά πανηγύρια-καλό χειμώνα». Εκτός
από τις παράγκες με τη μπουζοπούλα, κάθε μπαξεδάκι και κάθε αυλή μέσα στον
Μυστρά μεταβαλλόταν, τότε, σε αυτοσχέδια ταβέρνα, κι εκεί, κάτω από τις
κληματαριές και τις λεμονο-πορτοκαλιές, οι οικογένειες σε πλήρη σύνθεση
(παππούδες, γιαγιάδες, νύφες, γαμπροί, εγγόνια, ξαδερφοκουνιάδια κλπ) ανανέωναν
τις σχέσεις ζωής τους, μαζί και τα κουράγια τους για τις ανηφοριές και τις
κακοτοπιές της. Πολλές απ’ αυτές τις παράγκες και τις ταβέρνες της μπουζοπούλας
φιλοξενούσαν τότε και λαϊκές ή δημοτικές ορχήστρες και τότε κάθε μια γινότανε
ένα χοροστάσι ελληνικό. Η λατέρνα «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Άνοιγα το στόμα μου από
θαυμασμό και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της βλέποντας τον,
πάντα χαμογελαστό, λατερνατζή να γυρίζει τη μανιβέλα της καταστόλιστης
λατέρνας του κι εκείνη να σκορπίζει γύρω της έναν ήχο παράξενο και μαγευτικό, μια μουσική
που σε συγκινούσε, στο σκοπό: «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι», «Γαρύφαλλο στ’
αυτί», «Φραγκοσυριανή», «Το τραμ το τελευταίο» κ.α. Κι όταν τέλειωνε ο
σκοπός, έβγαζε, ο λατερνατζής, πιατάκι, μάζευε όσα ψιλά του ρίχναμε, σαν
«ευχαριστώ» για την ομορφιά και τη διασκέδαση που μας πρόσφερε, και μετά
πήγαινε παραπέρα. Ήτανε λες και είχαν
κατεβεί από το πανί του σινεμά ο Φωτόπουλος και ο Αυλωνίτης με τη Λατέρνα τους
και γύριζαν μέσα στο πανηγύρι, στις ταβέρνες και τις παράγκες, για να δώσουν
χαρά και κέφι στους πανηγυριστές. Δεν ήτανε πολλές οι λατέρνες, τότε, στο πανηγύρι του Μυστρά.
Έφταναν, όμως, όσες κι αν ήταν, για να γεμίζουν το Πανηγύρι με τις όμορφες και
νοσταλγικές μουσικές τους και να γράφουν στις καρδιές και στο νου, μικρών και
μεγάλων, μνήμες άσβεστες και βαθιά νοσταλγικές. Η «ζωοπανήγυρις» Τα ζώα, τότε, έπαιζαν τεράστιο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων,
ιδιαίτερα εκείνων των χωριών. Δεν υπήρχε σπίτι στο χωριό που να μη χρειάζεται
για τις δουλειές και τις ανάγκες του, άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, βόδια κλπ.
Στο παλιό πανηγύρι του Μυστρά, λοιπόν, πήγαιναν οι χωρικοί για να πάρουν τα ζώα
που χρειάζονταν από τους «τσαμπάσηδες», αλλά και για να πουλήσουν δικά τους
ζώα, που, πιθανώς, τους περίσσευαν, ενισχύοντας έτσι τα ισχνά οικονομικά τους.
Γύρω από το πανηγύρι, στους ελαιώνες, που τότε δεν είχαν περίφραξη, έφερναν τα
ζώα που ήταν για πούλημα, μύριζε η κοπριά (τότε οι μύτες μας δεν είχαν γίνει
ακόμα γαλλικές και ευαίσθητες) κι αντιλαλούσε
το πανηγύρι από τα χλιμιντρίσματα, τα γκαρίσματα, τα μουγκανίσματα, από το
ποδοβολητό των ζώων και από τις φωνές των τσαμπάσηδων που διαλαλούσαν το
εμπόρευμά τους. Πολύς κόσμος μαζευότανε εκεί, γύρω από τα ζώα, έβλεπε,
εκτιμούσε, διάλεγε, δοκίμαζε, διαπραγματευόταν και αγόραζε, τελικά, το ζώο ή τα ζώα που χρειαζόταν. Σήμερα, η ζωοπανήγυρις (αυτή που μάλλον ήταν η γενεσιουργός
αιτία των απανταχού ελληνικών εμποροπανηγύρεων) έχει, σχεδόν, εκλείψει από το
πανηγύρι του Μυστρά ΚΑΙ επειδή άλλαξε η
ζωή, η κοινωνία, οι ασχολίες και οι ανάγκες των ανθρώπων αλλά ΚΑΙ λόγω…«υγειονομικών διατάξεων» που, τότε, ούτε καν απασχολούσαν τις Αρχές και την
«κοινή γνώμη». Το «μαλλί της Γριάς» «Άμα είσαι καλό παιδί, θα σου πάρω για να φας, από το
πανηγύρι, μαλλί της Γριάς. Αυτό μας έταζε η μάνα μας, όταν έμπαινε ο Αύγουστος
και περιμέναμε πώς και πώς το πανηγύρι. Κι όσα πιτσιρίκια ήτανε «πρωτάρικα»
κοιτάγανε τη γιαγιά τους κι αναρωτιούντανε: «Τι λέει η μάνα μας; Ζουρλάθηκε; Θα
μας ταΐσει τα μαλλιά της γιαγιάς»; Όταν όμως τα πήγαινε η μάνα τους στο πανηγύρι βλέπανε να ρίχνει ο «μάστορας» μια
κουταλιά ζάχαρη στην τρυπούλα σε ένα «μηχανηματάκι» που γύριζε σαν τρελό μέσα
σε μια αλουμινένια λεκάνη κι αμέσως πεταγούντανε από κάτι μικρές τρυπίτσες,
γύρω από το «μηχανηματάκι», άσπρες «κλωστές», πραγματικό «μαλλί της γριάς»,
που τυλιγότανε πάνω σ’ ένα καλαμάκι που έβαζε εκεί ο «μάστορας» κι όταν
γινότανε μια τούφα στο ’δινε στο χέρι κι εσύ έκοβες μια δαγκωνιά «μαλλί της
γριάς» κι αμέσως ένιωθες τη γλύκα της ζάχαρης και ύστερα το «μαλλί» έλειωνε όλο
μέσα στο στόμα κι εσύ πάλι δάγκωνες κι άλλο μαλλί μέχρι που σου ’μενε το
καλαμάκι αδειανό στο χέρι και ήτανε τα χείλια και τα μάγουλα και η μύτη σου
γεμάτα με ζάχαρη και γλειφόσουνα συνέχεια και πάνω και κάτω και αριστερά και
δεξιά, αναρωτούμενος πώς μπορεί το μαλλί μιας γριάς να είναι τόσο νόστιμο, τόσο
γλυκό και τόσο λαχταριστό. Ήτανε κι αυτό ένα «θαύμα» που ΜΟΝΟ στο πανηγύρι του Μυστρά
γινότανε και (ευτυχώς) συνεχίζει να γίνεται ακόμα. Οι φακίρηδες Φόραγε ένα σαρίκι χρυσαφί στο κεφάλι του και μια, επίσης
χρυσαφιά, μπέρτα στους ώμους. Είχε κοντό γενάκι και μουστάκι λεπτό, στεκότανε
έξω από το τσαντίρι του και από γύρω κόσμος πολύς, που τον παρακολουθούσε
«μαγεμένος». Ο φακίρης ήτανε έτοιμος να διαφημίσει την παράσταση που θα
’δινε σε λίγο μέσα στο τσαντίρι του: Έβγαλε από το τσεπάκι του μια τούφα μπαμπάκι και από το άλλο
τσεπάκι κάμποσα ξυραφάκια (από κείνα τα ASTOR που βάζανε οι άντρες, παλιά, στις
ξυριστικές μηχανές για να ξυριστούνε). Αργά και τελετουργικά, έβαζε στο στόμα
του, εναλλακτικά, μια τουφίτσα βαμβάκι
κι ύστερα ένα ξυραφάκι. Αφού μπούκωσε καμιά δεκαριά βαμβάκια και ξυραφάκια,
άρχισε να παίρνει διάφορες εκφράσεις πόνου (ότι, δήθεν, τον «έκοβαν» τα
ξυραφάκια και αμέσως μετά, πάλι αργά και τελετουργικά, έβαλε τα δυο του δάχτυλα
στο στόμα και άρχισε να βγάζει, το ένα μετά το άλλο, τα ξυραφάκια που είχε
μπουκώσει, δεμένα μεταξύ τους με μια μπαμπακένια κλωστή!!! Ο κόσμος ξέσπασε σε
ενθουσιώδη και αυθόρμητα χειροκροτήματα. Ο φακίρης υποκλίθηκε με χάρη και με
δυνατή φωνή κάλεσε τον κόσμο να βγάλει εισιτήριο και να μπει στο τσαντίρι για
να δει την παράσταση: «Περάστε κόσμε για να δείτε την παράσταση του μεγάλου φακίρη…Θα δείτε πώς καταπίνει σπαθιά, πώς εξαφανίζει μπροστά στα μάτια σας μια γυναίκα, πώς θα την κόψει στη μέση με ένα
πριόνι και πώς θα την «κολλήσει» και πάλι…περάστε κόσμε, για να δείτε την
παράσταση του μεγάλου φακίρη…! Γέμισε το τσαντίρι κόσμο (ήμουν κι εγώ εκεί), έκανε ένα σωρό φακιρικά εντυπωσιακά και στο
τέλος έφτασε η ώρα να πριονίσει την όμορφη γυναίκα, τη βοηθό του. Εμείς, μικροί
και μεγάλοι, είχαμε παγώσει. Έβγαλε ένα μακρόστενο ξύλινο κουτί μπροστά του και
η γυναίκα, με χαριτωμένες κινήσεις μπήκε και ξάπλωσε μέσα του, μέχρι που εμείς
βλέπαμε στη μια άκρη του κουτιού τα πόδια της και στην άλλη το κεφάλι της. «Και τώρα έφτασε η φοβερή στιγμή να την κόψω με το πριόνι.
Κάνετε ησυχία, για να μην γίνει κανένα λάθος και το πληρώσει με τη ζωή της»
φώναξε ο φακίρης. Κιτρινίσαμε όλοι. Εκείνος πήρε από το τραπεζάκι ένα μεγάλο
πριόνι, το έβαλε αργά και προσεχτικά στη μέση του κασονιού που μέσα ήτανε η γυναίκα
και άρχισε να πριονίζει. Γράτσα-γρούτσα-γράτσα-γρούτσα…Εμείς είχαμε παγώσει
κυριολεκτικά και τα πιτσιρίκια ψάχνανε να πιάσουνε το χέρι ή την φούστα της
μάνας τους. Ξαφνικά η γυναίκα έβγαλε μια φοβερή και διαπεραστική κραυγή πόνου (ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου) κι ύστερα κρέμασε
το κεφάλι της σαν ξέψυχη. Μάρμαρο όλοι!!! Ο φακίρης άφησε, αργά και
τελετουργικά, το πριόνι και (πάλι αργά και τελετουργικά) άρχισε να ξεχωρίζει το
πριονισμένο στη μέση κασόνι, μέχρι που κασόνι και γυναίκα έγιναν δυο κομμάτια ξεχωριστά.
Μερικοί σκέπασαν τα μάτια τους για να μη βλέπουν, άλλοι ήτανε έτοιμοι να λιγοθυμήσουνε και
άλλοι ετοιμάζονταν να τρέξουνε για να φωνάξουνε την αστυνομία. «Και τώρα, θα προσπαθήσω να ενώσω τα κομμάτια της
δυστυχισμένης αυτής γυναίκας και να την ζωντανέψω ξανά. Κάνετε απόλυτη ησυχία
αν θέλετε να την ξαναδείτε ζωντανή» είπε με ύφος σοβαρό και πένθιμο ο φακίρης.
Ύστερα, επανέφερε στη θέση τους τα δυο κομμάτια, σήκωσε τα χέρια του ψηλά σαν
να έριχνε σκόνη μαγική πάνω στο κουτί, φώναξε δυνατά κάτι ακατανόητες μαγικές
λέξεις και – ω του θαύματος !!! Το κεφάλι της γυναίκας κουνήθηκε και μετά
γύρισε προς εμάς και μας χαμογέλασε. Κόντεψε να πέσει το τσαντίρι από τις
ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. Η γυναίκα βγήκε (φυσικά ολόκληρη) από το
κασόνι, υποκλίθηκε μαζί με τον φακίρη και «η παράστασις έλαβεν τέλος». Βγήκαμε σαν
υπνωτισμένοι από τσαντίρι ενώ απ’ έξω πλήθη περίμεναν για να μπουν, αφού είχανε
ακούσει τις κραυγές της γυναίκας και είχανε πληροφορηθεί τι κάνει εκεί μέσα ο
μεγάλος φακίρης. «Εγώ έχω μαζί μου φιδοπουκάμισο, έλεγε ένας γέρος, και δε θα
υπνωτιστώ. Θα τον καταλάβω αμέσως τον φακίρη πως κάνει τα κόλπα του»!!! Αυτά μου ’χουνε μείνει εμένα από τα πανηγύρια των παιδικών
μου χρόνων κι αυτά αναζητώ κάθε χρόνο στο Πανηγύρι του Μυστρά φωνάζοντας μέσα
μου, με όλη τη δύναμή μου: «Καλώς το πανηγύρι!!!» Χρόνια πολλά σε όλους, καλό χειμώνα και…του χρόνου!!! 28-8-2023 Βαγγέλης Μητράκος