Ο ίδιος ο Ταλαάτ πασάς επιβεβαίωσε την εντολή των Γερμανών για βίαιες εκτοπίσεις των Ελλήνων σε συνάντηση του με τον Έλληνα πρέσβη Καλλέργη
Το κράτος της
Γερμανίας είχε δείξει από νωρίς το ενδιαφέρον του για το νευραλγικό χώρο της
Τουρκίας και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Γεωγραφικό σταυροδρόμι δύσης και
ανατολής η Τουρκία καθώς και όμορα κράτη με σημαντικό ορυκτό πλούτο προσέλκυε
το ενδιαφέρον όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και των άλλων κραταιών δυνάμεων της
εποχής εκείνης. Πριν αλλά κυρίως
μετά τον πόλεμο του 1897 η παρουσία στην Τουρκία του γερμανικού παράγοντα
άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η Γερμανία ήθελε να κάνει πραγματικότητα την
πολιτική και εμπορική επιρροή της πάση θυσία. Τελικός σκοπός ήταν η επικράτηση
της μέχρι τη Βαγδάτη προκειμένου να εκμεταλλευθεί τα κοιτάσματα της ευρύτερης
περιοχής. Εμπόδιο σ’ αυτή την επιδίωξη ήταν η παρουσία και το ενδιαφέρον πριν
την Γερμανία άλλων μεγάλων δυνάμεων,
δηλαδή της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αρχικά άνοιξαν
γερμανικά σχολεία κι εκκλησίες. Το έργο αυτό άρχισε με την παρουσία του πάστορος
Χριστόφορου Χόφμαν που ήλθε για το σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη το έτος
1867. Το 1889 εμφανίζεται ο Κάϊζερ στην Κωνσταντινούπολη, απονέμει παράσημα σε
κρατικούς λειτουργούς της Τουρκίας, ταυτόχρονα με την οικονομική αιμοδοσία εκ
μέρους της Γερμανίας την οποία προωθεί. Θα ακολουθήσουν κι άλλες επισκέψεις του
ιδίου στην Τουρκία με τον ίδιο σκοπό. Την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο
χωρών. Η στρατιωτική
Ακαδημία του Βερολίνου δέχεται Τούρκους αξιωματικούς για να τους εκπαιδεύσει κι
ο Γερμανός αξιωματικός Φον Γκολτς ανέλαβε να οργανώσει τον τουρκικό στρατό. Το
1887 ξεσπά ο πόλεμος της Γερμανίας εναντίον της Αγγλίας με σκοπό της γερμανικής
πλευράς την αρπαγή κι εκμετάλλευση του σιδηροδρόμου Χαϊδάρ-πασσά-Νικομήδειας. Η
προσπάθεια αυτή είχε επιτυχή έκβαση. Στη συνέχεια προωθείται η επέκταση της
σιδηροδρομικής γραμμής στην τουρκική ενδοχώρα έως τη Βαγδάτη. Ο πρεσβευτής της
Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Μαρσάλ ήταν ο εντεταλμένος του Κάίζερ
για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Όσοι Έλληνες εργάζονταν στο σιδηρόδρομο
εκδιώχτηκαν και τη θέση τους πήραν Τούρκοι, Ισραηλίτες και Γερμανοί. Η μόνη
σιδηροδρομική γραμμή που έμεινε στην κατοχή των Άγγλων ήταν αυτή από τη Σμύρνη
έως Κασσαμπά και Αϊδίνι. Αλλά κι αυτή τη γραμμή την είχαν κατ΄ επανάληψη στο
στόχαστρο τους. Την ίδια χρονική περίοδο προωθείται στην γερμανική κοινωνία η
ιδέα της μετοίκησης στην Τουρκία με εξασφαλισμένη εργασία κι ευνοϊκές συνθήκες
διαβίωσης ώστε να εδραιωθεί η γερμανική κυριαρχία στην Τουρκία. Το 1902 τελείωσε η
κατασκευή της σιδηροδρομικής έως τη Βαγδάτη υπό την κηδεμονία της Γερμανίας. Το
όνειρο του Κάϊζερ είχε γίνει πραγματικότητα. Έπρεπε όμως σύμφωνα με το
γερμανικό σχέδιο να εκδιωχθούν από την Τουρκία Άγγλοι και Γάλλοι και να
εξοντωθούν οι Έλληνες. Η εξόντωση των Ελλήνων
άρχισε με μια επίθεση φιλίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, αφού ήξεραν από την
αρχή ότι δεν μπορούσαν να στραφούν ευθέως εναντίον των Ελλήνων στρέφοντας τη
διεθνή διπλωματία εναντίον τους. Το 1904 έρχεται στην Ελλάδα ο διευθυντής της
«Εθνικής Τράπεζας δια την Γερμανία» Φον Μοζέβιους και πείθει τον διευθυντή της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας Στέφανο Στρέϊτ να ιδρύσουν την «Τράπεζα της
Ανατολής». Σκοπός του Φον Μοζέβιους ήταν η διείσδυση γερμανικών κεφαλαίων στην
Ανατολή και ο έλεγχος του εμπορίου της περιοχής. Η συμφωνία έγινε υπό τον όρο
της ύπαρξης ελληνικής πλειοψηφίας στο διοικητικό συμβούλιο. Το αρχικό κεφάλαιο
ήταν δέκα εκατομμύρια φράγκα. Η μεγάλη τραπεζική ανάπτυξη που ακολούθησε σε
Ελλάδα και Τουρκία έκανε αναγκαία την αύξηση των κεφαλαίων. Τότε οι Γερμανοί
έθεσαν ως όρο μετά την αύξηση των κεφαλαίων να έχουν οι ίδιοι την πλειοψηφία
στο διοικητικό συμβούλιο. Η ελληνική πλευρά όπως ήταν φυσικό δεν δέχθηκε τον
όρο αυτό. Ο συμβιβασμός που επήλθε, με το διαχωρισμό σε δύο κομμάτια της
«Τράπεζας της Ανατολής», προέβλεπε η «Ανατολική Τράπεζα της Ελλάδας» να μην
ιδρύσει καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και η νέα «Γερμανική Τράπεζα της
Ανατολής» να μην ιδρύσει καταστήματα σε Σμύρνη και Θεσσαλονίκη. Σε αυτή τη
συγκυρία οι Γερμανοί προχώρησαν σε συνεργασία με την Αυστρία στην ίδρυση νέας
Τράπεζας στην Τουρκία. Ίδρυσαν τη «Βίνερμπαγκ-Φεράϊν» και την περίφημη
«Ντόϊτς-Μπάγκ». Μέσα από τις δύο αυτές τράπεζες υπήρξε τεράστια εισροή
κεφαλαίων στην Τουρκία. Η τουρκική οικονομία σε πολύ μεγάλο μέρος είχε περάσει στα
χέρια γερμανικών συμφερόντων. Σημαντικό γεγονός ήταν και η εμφάνιση στη
Θεσσαλονίκη της «Τράπεζας της Θεσσαλονίκης», η οποία ήταν αυστριακών
συμφερόντων, καθώς κυριότερος μέτοχος της τράπεζας αυτής ήταν η «Λέντερ-Μπάγκ»
της Βιέννης. Υποκαταστήματα της «Τράπεζας της Θεσσαλονίκης» δημιουργήθηκαν σε
πολλές μικρές και μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Η οικονομική
κυριαρχία της Γερμανίας επεκτάθηκε μέχρι την Παλαιστίνη, εκτοπίζοντας κεφάλαια
άλλων χωρών με την ίδρυση της «Ντόϊτς-Παλαιστίν-Μπάγκ» η οποία διέθετε μεγάλα
κεφάλαια σε εμπόρους αδιακρίτως φυλής και θρησκέυματος. Η δυναμική της
Γερμανίας στην Τουρκία ήταν τέτοια που τρόμαξε Τούρκους, Αρμένιους και
Ισραηλίτες. Το σημαντικό και πολυδιάστατο σχέδιο των Γερμανών είχε τεθεί σε
εφαρμογή με αιχμή του δόρατος την «Ντόϊτς-Μπάγκ» η οποία ήταν το κέντρο της
γερμανικής κατασκοπείας εκτός των οικονομικών δραστηριοτήτων. Το γερμανικό
κράτος δεν περιορίστηκε στην οικονομική κι εμπορική εμπλοκή του στην Τουρκία.
Είχε ενεργό ρόλο στο σχεδιασμό και την εποπτεία της γενοκτονίας των Ποντίων και
της γενικότερης εκδίωξης του ελληνικού στοιχείου όπου αυτό είχε ισχυρή παρουσία
από αιώνες στο τουρκικό κράτος. Η σημαντική πρόοδος των Ελλήνων αποδεικνύεται
και από τους δείκτες της εποχής που δείχνουν ότι το εμπόριο και η βιοτεχνία
είχε στηριχθεί κατά 90% σε χριστιανικά χέρια. Ο γερμανικός παράγοντας για να
γίνει αρεστός στην τουρκική κοινωνία φρόντισε να έχει επαφές και με τον
τουρκικό τύπο για τη διαμόρφωση φιλογερμανικού κλίματος. Αυτό επιβεβαιώνεται
από αναφορά του Wangenheim στο Γερμανό καγκελάριο στις 26 Σεπτεμβρίου 1914
σύμφωνα με την οποία είχε πληρώσει γι’ αυτό το σκοπό το ποσό των 1.000 λιρών σε
δέκα τουρκικές εφημερίδες. Οι εκτοπισμοί των
Ελλήνων, με στόχο την εξόντωση τους όπως προαναφέρθηκε, γίνονταν συνήθως
χειμώνα με απαγόρευση στους Έλληνες να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα και στρώματα.
Οι σταθμεύσεις γίνονται σε ακατοίκητες περιοχές. Χωρίς περίθαλψη, με ασιτία και
με απαγόρευση επί ποινή θανάτου για ελεημοσύνη από ομογενείς. Βαδίζοντας σε άγνωστους
προορισμούς οι εκτοπισθέντες είχαν ως μοναδικό προορισμό το θάνατο ή τον
εξισλαμισμό. Όπως πολύ σωστά είχε διατυπώσει την άποψη ο καθηγητής
πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ήταν ένα Άουσβιτς εν ροή. Τα
ελληνικά χωριά πυρπολούνταν ή ερήμωναν. Την ερήμωση ακολουθούσε η εγκατάσταση
σ’ αυτά Τούρκων από γειτονικές περιοχές αναβαθμίζοντας χωρίς κόπο το δικό τους
βιοτικό επίπεδο. Οι βιασμοί και οι λεηλασίες ήταν οι μέθοδοι που ακολούθησε το
τουρκικό κράτος για τον βίαιο εξισλαμισμό όσων Ελλήνων απέμειναν στις εστίες
τους. Σύμφωνα με το
Γερμανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Metternich οι ανυπόστατες δικαιολογίες
των Νεοτούρκων για τους διωγμούς των
Ελλήνων εδράζονταν στην κίβδηλη επιχειρηματολογία ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει
τους ελληνικούς πληθυσμούς που προετοιμάζονταν για εξέγερση. Επανερχόμαστε στον
καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη ο οποίος για να δείξει πόσο καίρια ήταν η
γερμανική παρέμβαση είχε τονίσει ότι εμπνευστής και ρυθμιστής των διωγμών ήταν
πρωτίστως όχι το ανάκτορο στο Γιλδίζ αλλά η Βίλχελμ Στράσσε στο Βερολίνο. «Εις
το πρόσωπον της Τουρκίας εύρε η Γερμανία έναν εκτελεστή με δύο απαραιτήτους
ιδιότητας: το ωμόν και το αδίστακτον του χαρακτήρος». Ο ίδιος ο Ταλαάτ
πασάς επιβεβαίωσε την εντολή των Γερμανών για βίαιες εκτοπίσεις των Ελλήνων σε
συνάντηση του με τον έλληνα πρέσβη Καλλέργη λέγοντας τα εξής: «η μετατόπιση των
Ελλήνων οφείλεται εις του διοικητού του Έ Σώματος Στρατού αρχιστρατήγου Λίμαν
Φον Σάνδερς. Η Οθωμανική Κυβέρνησις αρχικώς αντετάχθη εις τούτο ενέδωσε δε
μόνον προ της απειλής του αρχιστρατήγου, ειπόντος ότι αδυνατεί να αναλάβει άνευ
του μέτρου τούτου την ευθύνην της ασφάλειας του στρατού.» Κατά της εξόντωσης
των Ελλήνων υπήρχαν κι ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις διπλωματών που έφεραν στην
επιφάνεια τα αιμοσταγή σχέδια των
Τούρκων έχοντας ήδη γίνει γνωστή η γενοκτονία των Αρμενίων που προηγήθηκε. Ο
πρέσβης von Metternich διάδοχος του Wangenheim υποστήριξε την αναγκαιότητα
ανθρώπινης αντιμετώπισης των Ελλήνων. Τη στάση του αυτή την πλήρωσε με την
ανάκληση του με απ’ ευθείας ενέργειες του Κάϊζερ, του Εμβέρ πασά και των
στρατιωτικών γερμανικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός αυτό
γνωστοποίησε ο Έλληνας πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Καλλέργης με τηλεγράφημα
του στον Υπουργό Εξωτερικών Ζαλοκώστα στις 27 Μαΐου 1917. Στις 16 Ιουλίου
1916 ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού Kukkhoff πληροφόρησε το υπουργείο
Εξωτερικών στο Βερολίνο ως εξής: «Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός
πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει
εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια γιατί όποιος
δεν δολοφονείται πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα». Ο Αυστριακός
υποπρόξενος της Αμισού Kwiatkowski πληροφορεί τον υπουργό Εξωτερικών της
Αυστρίας Burian για τις αποφάσεις του μουτεσαρίφη Αμισού Ραφέτ μπέη: «Στις 26
Νοεμβρίου μου είπε ο Ραφέτ μπέης: Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμένιους…».Στις 28-11-1916 μου είπε ο Ραφέτ
μπέης: «Πρέπει τώρα να τελειώσουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα
τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Έλληνα που συναντούν στο δρόμο. Φοβάμαι την
εξορία ή την απέλαση του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των
περσινών παραδειγμάτων». Το Δεκέμβριο του
1916 όπως και τον Ιανουάριο του 1917 ο Αυστριακός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη
Pallavicini πληροφορούσε την κυβέρνηση του για τα τραγικά γεγονότα στην Αμισό
και την ευρύτερη περιοχή με αριθμητικά δεδομένα για πυρπολήσεις, εκτοπισθέντες,
βιασμούς και λεηλασίες σπιτιών και εκκλησιών. Το ίδιο διάστημα ο
Γερμανός πρέσβης Kuhlmann ενημέρωσε τον καγκελάριο Hollwe στο Βερολίνο για
δολοφονίες, καταστροφές κι εκτοπισμένους Έλληνες προς την περιοχή της
Σεβάστειας από τις περιοχές Σαμψούντας και Κερασούντας. Ο Γερμανός
υποπρόξενος Schulenburg σε έκθεση του παραδέχεται ότι υπήρχε ισχυρή αστυνόμευση
για να μην μεταδίδονται τα γεγονότα των διωγμών σε ιδιώτες ή φορείς. Σε αυτό το
πλαίσιο είχε απαγορευθεί και η φωτογράφηση των εκτοπισμένων για να μην
ξεσηκωθούν οι παγκόσμιες ανθρωπιστικές οργανώσεις. Άξιο αναφοράς είναι και το
γεγονός ότι ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης είχε ζητήσει τη
βοήθεια του ανωτέρω υποπρόξενου, εκτιμώντας το ήθος και την παιδεία του, επειδή
πολλές επιστολές του με παραλήπτη τον Πατριάρχη δεν έφθαναν στον προορισμό
τους. Οι επιστολές αυτές είχαν ως σκοπό να γνωστοποιηθούν στο Πατριαρχείο και
στην παγκόσμια κοινότητα γενικότερα οι τουρκικές θηριωδίες στην περιοχή της Αμισού.
Μια επιστολή του Καραβαγγέλη έφθασε Βερολίνο αντί για το Πατριαρχείο μετά από
αυθαιρεσία της φιλοτουρκικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Η φιλοτουρκική
στάση του επίσημου γερμανικού κράτους εκτός των όσων προαναφέρθηκαν προκύπτει
κι από άλλα ντοκουμέντα όπως εκθέσεις της Deutsche Palestina Bank, άρθρα
Γερμανών δημοσιογράφων όπως του E.Hase, O. Tannenberg, Ritter κ.α., ιστορικά
βιβλία κι αφηγηματικές καταθέσεις θυμάτων. ΠΗΓΕΣ: