Γράφει ο Κώστας Παπαϊωάννου
Σωτήρη Δημητρίου, «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», Εκδόσεις Πατάκη Κριτική Μέσα από τα 96 κεφάλαια του βιβλίου του, ο Σωτήρης
Δημητρίου, μας γνωρίζει την καθημερινότητα της Ελληνικής κοινωνίας, λίγο πριν
και μετά τη μάχη του Μπιζανίου, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον Εμφύλιο σε όλες
τις εκφάνσεις του, τη φρίκη και τα ειδεχθή εγκλήματά του! Ο Σωτήρης Δημητρίου, μας γνωρίζει, πιο σωστά φέρνει στο
προσκήνιο, τον λαϊκό πολιτισμό, πλήθος
πολιτιστικά στοιχεία, τον πλούτο της
γλώσσας, τα ήθη και έθιμα της κοινωνικής τάξης των ανθρώπων στον συγκεκριμένο
τόπο και χρόνο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κατοίκων της ορεινής Μουργκάνας του Νομού Θεσπρωτίας, μιας
περιοχής που ο συγγραφέας γνωρίζει και έχει μελετήσει αρκετά, αφού από τον τόπο
καταγωγής του αντλεί τις πρώτη ύλη για τα περισσότερα συγγράμματά του. Κάνει
ταυτόχρονα και μια άτυπη «λογοτεχνική» χαρτογράφηση όλης της παραμεθορίου, όπου επιβιώνει κάτω
από αντίξοες συνθήκες η κοινότητα των κτηνοτρόφων και μικροκαλλιεργητών που
αναφέρει στο βιβλίο του. Στα σημαντικά στοιχεία του βιβλίου, αναφέρεται και η χλωρίδα και η πανίδα αυτού του τόπου. Μας
γνωρίζει φυτά, που λειτουργούν άλλοτε σαν βότανα, άλλοτε για να τονίσουν τη γεύση τροφών, που η πείνα έκανε τον
κόσμο να εφευρίσκει στα βραχώδη εκείνα χώματα, όπου, ‘«ένα «νύχι» βούτυρο» στο
προχειροφτιαγμένο φαγητό, έδινε μοναδική γεύση! Επίσης τα ζώα, κυρίως υποζύγια, που υπακούουν μεταφέροντας το βάρος και το άχθος των ιδιοκτητών τους σε
κορυφογραμμές, σε επικλινείς πλαγιές και πέτρινα μονοπάτια. Κινδυνεύουν και από την φύση αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους, που καραδοκούν,
είτε να ληστέψουν είτε να σκοτώσουν, προοιωνίζοντας τη χειρότερη τύχη και για
τα ίδια... Μας γνωρίζει επίσης
συνήθειες, έθιμα και θρησκευτική
λατρεία, μύθους, βασκανίες, παροιμίες, φορεσιές, παιγνίδια και τραγούδια, που
συντρόφευαν και έδιναν κουράγιο και λίγο «φως» στα ανήλια χειροποίητα
καταλύματα των ανθρώπων καθορίζοντας τον
χρόνο και τις συνήθειές τους. Στο σημείο αυτό, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια από
την κριτική του για το έργο, του Γιώργου Περαντωνάκη, διακεκριμένου διδάκτορα
της Νεοελληνικής Φιλολογίας: «επιστρέφει στο τοπικό, για να στηρίξει την
ταυτότητα και να αναζητήσει κρατήματα για το σημερινό άτομο, το οποίο ζει στην
εθνική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, αλλά πάντα επιζητεί το μικρό και
το παλαιικό, για να επαναπροσδιοριστεί.» Πρωταγωνίστριες οι γυναίκες. Ζυμωμένες με πέτρα κα
λάσπη. Γυναίκες άξιες, δυναμικές,
ευρηματικές, μέσα στον μόχθο και στην πείνα, υπερασπίζονται με κάθε κόστος την
οικογένεια, την πατρίδα και τα υπάρχοντά τους από τις αρπαγές, τις ξαφνικές
επιθέσεις και τις δολοφονίες Τούρκων, Αλβανών, Ιταλών, Γερμανών και αργότερα
Ελλήνων του Εμφυλίου. Γυναίκες άξιες, που ήταν εύκολο να τις θανατώνουν σωρηδόν
χωρίς λόγο. Γυναίκες που δεν άξιζαν ούτε ένα ζευγάρι χοντροπάπουτσα, ούτε καν,
δικό τους όνομα να έχουν. Μια απ’ αυτές και η αφηγήτρια, η ενενηντάχρονη Αλέξω. Η
αφηγήτρια μάλιστα, θυμάται με φρίκη τον φόνο της μάνας της από τους «αντάρτες».
Ιδεολογικά, σε μια ασυνείδητη στάση ζωής, στέκεται με το μέρος του τακτικού
Ελληνικού στρατού του Ζέρβα. Περισσότερο, όμως, η αφηγήτρια θυμάται και
μοιρολογεί την καθημερινή ζωή των γυναικών την άδικη μεταχείριση, την
κακοποίησή τους μέσα και έξω από την οικογένεια, από τη γέννησή τους, τον γάμο,
ως τον θάνατό τους. Στο καθημερινό τους πρόγραμμα ήταν τα ζώα και τα χωράφια,
οι καλλιέργειες μικρής κλίμακας, η φροντίδα των μικρότερων αδελφών το άγρυπνο
μάτι και το δεξί χέρι της οικογένειας. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι φρόντιζαν για
το φαΐ, τα νήπια και τους γέροντες. «Επέστρεφαν όπως τα ζώα στη στάνη τους,
έχοντας αποδεχτεί «τη θέση τους»,
αγόγγυστα, για να συνεχίσουν και την επόμενη ημέρα τα ίδια...». Κ. Παπαϊωάννου
Για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης