Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/60267-kuriakatiko-proino-stin-athina-apo-tin-georgia-kakourou-chroni/

Spartorama - Print | «Κυριακάτικο πρωινό στην Αθήνα» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

«Κυριακάτικο πρωινό στην Αθήνα» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

«Κυριακάτικο πρωινό στην Αθήνα» από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
Κι εκείνος σαστισμένος πρόλαβε να μου πει «εγώ στην Αθήνα πήγα για να δω την κοπέλα μου» και κομπιάζοντας συμπλήρωσε «δεν ήξερα …»
Οδός Εμπόρων

Oι περίπατοι και τα αξιοθέατα που σου προσφέρει η Αθήνα είναι δελεαστικά, ειδικά τις Κυριακές με τα καταστήματα κλειστά και την αραιή κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους. Η διαδρομή μου ξεκινά πολύ πρωί από τον Άγιο Γεώργιο Κυψέλης· με τα πόδια η Πατησίων έως την Ομόνοια· από εκεί με το μετρό στο Μουσείο της Ακρόπολης· με τα πόδια δια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και της συνέχειάς της Αποστόλου Παύλου και Ερμού στον Κεραμεικό κι από εκεί δια της Πειραιώς στο Μουσείο Μπενάκη. Εναλλακτική, με το μετρό από την Ακρόπολη στον Κεραμεικό. Αλλά πώς χάνεις τον καλύτερο πεζόδρομο του κόσμου; Του κόσμου· αρκεί να σκεφτεί κανείς μόνο την Ακρόπολη, την Αρχαία Αγορά, τον ναό του Ηφαίστου (Θησείο) και τον Κεραμεικό. 

Τη διαδρομή την επαναλαμβάνω όσο πιο συχνά μπορώ και κάθε φορά με εκπλήσσει. Μετά από λίγο καιρό ο χρόνος έχει κάνει τις δικές του επιλογές και η αφέντρα μνήμη κρατά εντυπώσεις μπλέκοντας τις εμπειρίες χωρίς να υπακούει στην αυστηρή χρονική διαδοχή· ήταν τον Ιανουάριο του 2017 ή τον Απρίλιο ή μήπως τον Μάρτιο του 2016; Τη γραμμή του χρόνου καθορίζει η ένταση των βιωμάτων κι όχι η ιστορική ακολουθία τους.

Ο Άγιος Γεώργιος Κυψέλης (θεμελιώθηκε το 1917 και εγκαινιάστηκε το 1932) από μόνος του μαρτυρεί την αλλοτινή άνθηση της περιοχής. Κτισμένος με σχέδια του Αναστασίου Ορλάνδου, σταυροειδής μετά τρούλου, κατά τη βυζαντινή παράδοση, με τέσσερις καμάρες, εκ των οποίων η δυτική (προς τον γυναικωνίτη) είναι η επιμηκέστερη. H επιλογή αυτού του τύπου θα ενισχυθεί με τις αναζητήσεις της γενιάς του τριάντα που την απομακρύνουν από πρότυπα, όπως, για παράδειγμα, ο μητροπολιτικός ναός της Αθήνας που δυτικοφέρνει. 

Η αρχιτεκτονική του ναού καθορίζει βέβαια και την αγιογράφησή του που άρχισε το 1932 με τον Δημήτριο Πελεκάση· Ζακυνθινό, κι επομένως δεκτικό στις δυτικές επιρροές, στα ναζαρηνά πρότυπα, αλλά και ανοιχτό προς τα βυζαντινά διδάγματα. Το συγχώνευμα της δυτικής, της ναζαρηνής και της βυζαντινής παράδοσης διαβάζεται στις αγιογραφίες του. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος του τέμπλου, για παράδειγμα, ακολουθεί τη βυζαντινή τεχνοτροπία, αλλά τα πόδια του σε σχέση με το τοπίο, και το ίδιο το τοπίο, αποδίδονται μενατουραλιστική διάθεση. Ο Φώτης Κόντογλου είχε παρατηρήσει ότι ο Ιωάννης θα ήταν ωραίος βυζαντινός άγιος, εάν δεν είχε αυτά τα ρεαλιστικά πόδια αλλά και πάλι, προσέθετε, θα ήταν και πολύ δυτικότροπος εάν δεν τον είχε ζωγραφίσει ο Πελεκάσης.

Την αγιογράφηση ανέλαβε να συνεχίσει ο Κόντογλου, εν μέσω Κατοχής (1942), με τα μισά χρήματα από εκείνα που ζήτησε ο Πελεκάσης. Η προσφορά του ήταν σύμφυτη με τον πόθο του να αγιογραφήσει τον ναό για να διαδώσει τη βυζαντινή παράδοση, τη «ρωμέικη ζωγραφική» όπως την αποκαλούσε, με τον τρόπο που την αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Οφείλουμε χάριτας στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο που στην αναδρομική έκθεση για τα πενηντάχρονα από τον θάνατο του Φώτη Κόντογλου μάς θύμισε την πορεία του από το Αϊβαλί στην Αθήνα με γνώμονα που τον καθόρισε ο ίδιος: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μού έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κάθε είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του». Τον Κόντογλου ανταμώνουμε, όταν σηκώνουμε το βλέμμα προς τον Παντοκράτορα του τρούλου – με τους αγγέλους, τους προφήτες και τους τέσσερις ευαγγελιστές που τον πλαισιώνουν – να ζωγραφίζει κατευθείαν στον τοίχο. Ο Κόντογλου συνεχίζει τον αγιογραφικό κύκλο σεβόμενος τις επιλογές του Πελεκάση (ο οποίος θα συνεχίσει το 1958· και θα δούμε πάλι τον Κόντογλου να ιστορεί το 1960). Μέγιστο δίδαγμα, γιατί οι δυο ζωγράφοι ακολουθούν διαφορετικές σχολές, διαφορετικές τάσεις, αλλά σέβονται ο ένας τον άλλο, υποτασσόμενοι στην αρμονία της σύνθεσης, στην εικονογραφική ενότητα του ναού, στην οποία αποσκοπούν και οι δύο. Δίδαγμα με ευρύτερη σημασία, κυρίως γιατους πολιτικούς του τόπου μας. 

Και ο Κόντογλου με τον καιρό μαλακώνει, όσο βλέπει ότι η βυζαντινή παράδοση κερδίζει έδαφος. Έχει εξάλλου μαθητεύσει στον Μυστρά, κυρίως στην Περίβλεπτο, και έχει αγαπήσει την παλαιολόγεια ζωγραφική, που είναι περισσότερο ουμανιστική, φιλάνθρωπη, νατουραλιστική· ζωγραφική που της λείπει η αυστηρότητα και προσεγγίζει ευκολότερα τους ανθρώπους. Αυτή τη ζωγραφική αποκαλύπτει «Ο αναπεσών Ιησούς» και η «Γέννηση» δια χειρός Φωτίου Κόντογλου στον ναό του Αγίου Γεωργίου.

Φωκίωνος Νέγρη 16, το Ίδρυμα «Η άλλη Αρκαδία» που ο συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος έχει αναδείξει σε μια απότις πιο ενδιαφέρουσες εικαστικές αίθουσες της Αθήνας. Οι συλλεκτικές του προτιμήσεις αγγίζουν και τον μηειδικό θεατή, γιατί οι αναζητήσεις του συναντώνται με την ανάγκη του – που είναι και δική μας – να συνομιλήσουμε δια του καλλιτέχνη με τα ενδόμυχα της ψυχής μας.

Ακολουθώντας την Πατησίων είναι ελάχιστες οι καλημέρες στα ελληνικά, τις απευθύνω στις γυναίκες με τις μαντήλες και τα μικρά παιδιά που μου τις επιστρέφουν με χαμόγελα. Στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου περιμένουν οι «Προμαχώνες» της Βένιας Δημητρακοπούλου, έργο του 2014, με τη διευκρινιστική ετικέτα «Προμαχώνες: τμήμα οχυρού ή φρουρίου από το οποίο μάχεται κάποιος. Συνώνυμα: προπύργιο, έπαλξη, μετερίζι, ντάπια, ταμπούρι»· τοποθετήθηκαν στον κήπο στο πλαίσιο των εορτασμών για τα εκατόν πενήντα χρόνια(1866-2016) από τη θεμελίωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο· ανανεώνω διαρκώς τις αγάπες μου. Αυτή τη φορά κρατώ έναν άνδρα και μια γυναίκα που ορίζουν τα δύο άκρα που μας συνέχουν, το θείο και το ανθρώπινο. Το χάλκινο άγαλμα (480 π.Χ.)του κυρίαρχου των θαλασσών, του Ποσειδώνα, που βρέθηκε στην παραλία της Λιβαδόστρας στην Βοιωτία. Καιτο άγαλμα της ωραίας Φρασίκλειας (Μερέντα Αττικής, 550-540 π.Χ.) που κρατά το άνθος του λωτού στο στήθος της με το παράπονο ότι για πάντα θα αποκαλείται «κόρη», αφού οι θεοί την κάλεσαν πρόωρα κοντά τους. Και τα δυο αγάλματα αναδείχτηκαν στις «Οδύσσειες», την κορυφαία επετειακή έκθεση για τον εορτασμό των εκατόν πενήντα χρόνων από τη θεμελίωση του Μουσείου.

Λίγο πιο κάτω το Μινιόν· οι πρώτες κυλιόμενες σκάλες που ανέβηκα, η πιο νόστιμη σοκολάτα που γεύτηκα· προσφορά του Ιωάννη Γεωργακά, του ιδρυτή του. Τότε δεν ήξερα ότι ο Ιωάννης Γεωργακάς ήρθε στην Αθήνα δεκατριών ετών για να δουλέψει ως σερβιτόρος σε εστιατόριο της πλατείας Βάθης. Πολύ αργότερα επίσης έμαθαότι ο θείος Κωστής (Χρόνης, φιλόλογος, ο πρώτος σύζυγος της Ρούλας Κουκούλα που παντρεύτηκε τον Ζαχαριάδη, όσο ο θείος Κωστής ήταν στη φυλακή) δίδασκε ελληνικά σε πωλήτριες του Μινιόν για να χειρίζονται καλύτερα τη γλώσσα, όταν μιλούσαν στους πελάτες. Και η προκήρυξη της οργάνωσης που έκαψε το Μινιόν, παραμονές Χριστουγέννων του 1980, μιλούσε για την εκμετάλλευση του προλεταριάτου από τα αφεντικά. Χαίρομαι τώρα που το Μινιόν καλύπτεται με το εντυπωσιακό έργο του Γιάννη Κώττη, με τα φρούτα και ταλαχανικά, τους σκατζόχοιρους και τα γουρουνάκια· ένα έργο 140x28 μ. που καλύπτει μια επιφάνεια 4.000 τ.μ. και συνάδει με τις παιδικές μου μνήμες· με τον παράδεισο που άνοιγε, όταν δρασκελούσαμε την πόρτα του πολυκαταστήματος.

Μετρό· Ομόνοια-Ακρόπολη. Το Μουσείο της Ακρόπολης μάς ξαφνιάζει ευχάριστα με τις συνομιλίες που έχει εγκαινιάσει με τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Το Μουσείο γιόρτασε και την Documenta 14 με το έργο «La Traviata» του αμερικανού Robert Wilson. Τα χέρια, του αποκαλούμενου μάγου του φωτός, δημιούργησαν ένα έργο δωρικό, λιτό στις χρωματικές εναλλαγές, που υποδεχόταν ευχάριστα τον επισκέπτη καθώς ετοιμαζόταν να πάρει την άνοδο για το προσκύνημα στα γλυπτά του Παρθενώνα.

Μουσείο Μπενάκη, της οδού Πειραιώς. To 2017 το Μουσείο Μπενάκη μας χάρισε δυο εκθέσεις του Χρήστου Μποκόρου· «Όψεις αδήλων» και «Νόστος Αδήλων»· η δεύτερη αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο επανέκθεση που την επέβαλε η αθρόα προσέλευση κοινού κατά τη διάρκεια της πρώτης· είχαν προηγηθεί στο ίδιο Μουσείο πριν τρία χρόνια «Τα στοιχειώδη».

Οι συγκινήσεις που μου πρόσφεραν και οι δυο εκθέσεις ήταν πολλές. Μία από αυτές την κατέγραψα και την έστειλα στον Χρήστο Μποκόρο· την αντιγράφω κι εδώ χωρίς να αλλάξω το πρόσωπο της επιστολής: «Δεν το σχεδίασα, αλλά πέρασα το Ψυχοσάββατο και την Κυριακή (18 και 19 Φεβρουαρίου) στην έκθεση· από τα ‘άδηλα’ η χρονική συγκυρία. Κουβάλησα όλους τους ζωντανούς αποθαμένους μου μαζί μου. Και όταν μας καλημέρισαν ο Θωμάς και ο Στάμος σάστισα. Σχεδόν μόλις είχε ανοίξει το Μουσείο και ήδη ήταν πολλοί όσοι μετελάμβαναν του λόγου και του έργου σου.

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, η σιωπηρή συνομιλία μαζί σου και μαζί τους· με τις ψυχές. Δεν έβλεπα, δεν άκουγα κανέναν· ενώπιος ενωπίω. Ώρες πολλές και το Σάββατο και την Κυριακή. Τι να σου πω; Ψιθύρισα δυο λέξεις του Βασίλη Παπαβασιλείου ‘έξοδος από τη γλώσσα’, γιατί τα λόγια καταλάγιασαν, δεν άρθρωναν λέξεις μόνο δάκρυαπου σκούπιζα, όταν έβλεπα ότι οι πίνακες κινούνται· όλα αθάνατα και τα ζωντανά και τα πεθαμένα. Και είναι ‘ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος η ζωγραφική και όψις αδήλων τα φαινόμενα’, αλλά όχι η ζωγραφική, η ζωγραφική Σου.

Πήρα τις ‘Όψεις των αδήλων’ και το ‘eμερολόγιο’. Αντάξια έντυπα και του λόγου και του έργου που φιλοξενούν. Τις ‘Όψεις’ τις τύλιξα στα πιο ζεστά μου ρούχα για να προστατέψω τις γωνίες στη βαλίτσα· δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερο δέσιμο του βιβλίου από αυτό που επέλεξες. Το ‘eμερολόγιο’ στο σακίδιό μου για να το διαβάσω στο λεωφορείο (τρεις ώρες Αθήνα-Σπάρτη). Σε ευχαριστώ που υπέκυψες στις παρακλήσεις μας και έχουμε έντυπες τις ημερολογιακές καταγραφές. Μπαίναμε στην Τρίπολη, όταν μελέταγες τονΦίλιππο Κουτσαφτή και το ‘Αρκαδία χαίρε’. Σύμπτωση; Γιατί όχι κι αυτή μια από τις άδηλες όψεις;

Στο διπλανό μου κάθισμα ένας νεαρός άνδρας, όχι περισσότερο από εικοσιπέντε ετών. Δεν κατάλαβα ότι λαθρανάγνωσκε.

– Τι γλώσσα είναι αυτή που διαβάζετε; Με ρώτησε. Ξαφνιάστηκα! Και απ’ τη φωνή και για την ερώτηση.

– Δεν είστε Έλληνας; – Όχι Έλληνας είμαι, αλλά κάπως μου φάνηκε η γλώσσα.

Πήρα να του εξηγώ: Του έδειξα πρώτα τους πίνακες· ό,τι μπορούσα να βρω στο ‘eμερολόγιο’ κι ας ήταν μικρές οι φωτογραφίες· φλογίτσες, κεριά, σημαίες, τα στοιχειώδη, την Παναγιά την Καρδιώτισσα.

– Τι άλλο ζωγραφίζει; – Ελιές, κυπαρίσσια, θάλασσες και φεγγάρια. Δεν ήξερα τι να πω.

– Ελιές … είμαι από την ‘Ελιά’, το χωριό μου το λένε ‘Ελιά’. Και πώς ζωγραφίζει τις ελιές;

– Αν το λεωφορείο σταθεί λίγο στη Σπάρτη, πριν ξεκινήσει για τους Μολάους, θα σου δείξω.

Το λεωφορείο σταμάτησε για δεκαπέντε λεπτά. Άνοιξα τη βαλίτσα, ξετύλιξα το βιβλίο κι εκεί πάνω στα ρούχα έψαξα γυρίζοντας τις σελίδες τα έργα ‘Στη μνήμη του πατέρα’. Δεν μιλούσαμε· στην αρχή γύριζα εγώ τις σελίδες και μετά έσπρωξα προς τη μεριά του λίγο τον τόμο να τον φυλλομετρήσει ο ίδιος.

– Έτσι ζωγραφίζει ο άνθρωπος; Μου είπε.

– Χρήστο Μποκόρο, τον λένε, του απάντησα.

Η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στον τόνο της φωνής του και στο πρόσωπό του. Ίσα ίσα που πρόλαβα να του ευχηθώ ‘καλό ταξίδι’. Κι εκείνος σαστισμένος πρόλαβε να μου πει ‘εγώ στην Αθήνα πήγα για να δω την κοπέλα μου’ και κομπιάζοντας συμπλήρωσε ‘δεν ήξερα …’.

Κι έμοιαζε σαν να μου ζητάει ‘συγγνώμη’ που δεν ήξερε για τη ζωγραφική σου, που δεν είδε την έκθεση. Και ‘συγγνώμη’ ήθελα να του ζητήσω κι εγώ που τα ‘συρματοπλέξαμε’ αυτά τα παιδιά που ήθελαν να μάθουν αλλά κανείς μας δεν τα έμαθε ούτε τη γλώσσα μας ούτε τη ζωγραφική μας». Αυτά τα αθηναϊκά, κυριακάτικα πρωινά, διαφορετικά κάθε φορά, είναι δώρα πολύτιμα και «για το μέσα … πλούτος».


19/11/2017

Δρ. Γεωργία Κακούρου Χρόνη, presspublica.gr4