«Τα δένδρα αντιμετωπίζονται από πάρα πολλούς ως παρείσακτα και ενοχλητικά. Στο όνομα της ανάπλασης δρόμων, πόλεων, πλατειών, δεν διστάζουν να τα κατακρεουργήσουν, με μίσος θα έλεγες, και να τα ακυρώσουν»
Τί φταίει άραγε και ο κόσμος γύρω μου μικραίνει ασταμάτητα;
Γιατί γίνεται γκρίζος και λυπηρός; Γιατί δεν μπορώ να χαρώ, αφού δεν με
απασχολεί κάτι πολύ σοβαρό; Γιατί δεν μπορώ να ερωτευτώ τη ζωή; Μια πιθανή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα ήταν ότι ο κόσμος
σιωπηλά και αθόρυβα, σχεδόν ύπουλα μεταλλάχτηκε από φυσικός σε αφύσικος. Έγινε
τεχνητός, δομημένος μέσα σε καλούπια, σχήματα, ρυθμούς αρρυθμίας, που δεν
φαίνεται να έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Στο
όνομα της ευκολίας, της άμεσης διεκπεραίωσης και του άμετρου πλουτισμού
θυσιάστηκε το αυθόρμητο, το πρωτογενές
και το τυχαίο. Θυσιάστηκε το φυσικό. Ουσιαστικά έπαψε να λειτουργεί σε
όλα τα επίπεδα η παραγωγή δημιουργικής αυθεντικής σκέψης. Τα περισσότερα ερεθίσματα προσκρούουν σε τείχη στεγανά που «χωρίς
περίσκεψιν, χωρίς αιδώ» κάποιοι ύψωσαν
ανερώτητα μεν, αλλά με δική μας υπογραφή. Ο σύγχρονος άνθρωπος καλωδιωμένος από την κορυφή έως τα
νύχια, υπακούει διαρκώς σε εντολές, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος
αποφασίζει. Η επιλογή είναι πλέον άγνωστη έννοια. Και όσο θα μας μιλάνε για
δικαιώματα, ισότητα, ανοχή του διαφορετικού, τόσο πιο επικίνδυνο θα γίνεται το
παιχνίδι. Όσο θα μιλάνε για ελευθερίες, προσωπικά άσυλα, «ατομικές ευθύνες»,
τόσο πιο πολύ θα μας πνίγει το μεσσιανικό πέπλο της δήθεν προστασίας -
υποδούλωσης. Ο κόσμος έχει γίνει ριζικά αφύσικος, χωρίς νόημα, όραμα και
πνευματική γέννα. Είναι ένας στείρος κόσμος χωρίς πολιτισμό. Ο άνθρωπος όλο και πιο πολύ νιώθει κομμάτι του
καλωδίου, της οθόνης και του τσιμέντου. Ο φυσικός κόσμος γύρω του άρχισε να του γίνεται ενοχλητικός.
Θύματα αυτής της νοοτροπίας τα δένδρα και γενικά το φυσικό περιβάλλον. Τα
δένδρα αντιμετωπίζονται από πάρα πολλούς ως παρείσακτα και ενοχλητικά. Στο
όνομα της ανάπλασης δρόμων, πόλεων, πλατειών, δεν διστάζουν να τα
κατακρεουργήσουν, με μίσος θα έλεγες, και να τα ακυρώσουν. Το πλακάκι που καίει στο ντάλα καλοκαίρι και η
πλαστική ομπρέλα εκτιμώνται περισσότερο από την σκιά ενός πλατάνου που σημάδεψε
πλατείες και πλατείες για αιώνες. Μπορεί να πει κανείς πως ο σύγχρονος άνθρωπος αποξενώθηκε
τόσο πολύ από τον φυσικό του χώρο, που τον θεωρεί άχρηστο και επικίνδυνο μαζί.
Νιώθει πιο οικεία και πιο φιλικά με τις πλαστικές ύλες, με το νάιλον, το
Plexiglass, το τσιμέντο που δεν είναι καν υλικό αυτόνομο, παρά μέσο
συγκόλλησης. Φαίνεται πως το φαινόμενο
που συνέβη στο «νησί του Πάσχα», ή το αγνοούμε, ή δεν μας αγγίζει πια. Και όμως
είναι η πιο δυνατή προσομοίωση καταστροφής του επίγειου παραδείσου και
αυτοκαταστροφής του όντος, άνθρωπος, που κολακεύεται να ονομάζεται αυτεξούσιο.
Εκτός και αν ο άνθρωπος θεωρεί πως έγινε αθάνατος και δεν τον αγγίζει τίποτα
πια. Ή, εκτός αν έγινε τόσο ατομιστής που δεν ενδιαφέρεται πέρα από το τομάρι
του ούτε για τα παιδιά που γέννησε. Τα τελευταία λόγια του Δ. Λιαντίνη μοιάζουν προφητικά: «Να
θυμάσαι ότι έρχονται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Κι είναι άδικο και
μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους και οι
πλείστοι να ζουν στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού… Ζούμε την ζωή μας
τρώγοντας τις σάρκες τους, ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Και η λύπη μου γι’
αυτό το έγκλημα με σκοτώνει». Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογος