Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/60038-o-bizuras---palia-paichnidia-apo-ton-baggeli-mitrako/

Spartorama - Print | «Ο Βίζυρας - Παλιά Παιχνίδια» από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ο Βίζυρας - Παλιά Παιχνίδια» από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ο Βίζυρας - Παλιά Παιχνίδια» από τον Βαγγέλη Μητράκο
Ένα πλήθος «μικρών» πραγμάτων αποτελούν αυτό που λέμε Εθνική Παράδοση και έχουμε χρέος να την κρατήσουμε ζωντανή
Οδός Εμπόρων

Του μακαρίτη του πατέρα μου, του Παναγιώτη, του άρεσε πολύ, σαν φαγητό, το μπουτάκι από κατσίκι ή αρνί. Πήγαινε, λοιπόν, στον χασάπη του, τον Κυρ-Πολυζώη τον Καββούρη (εκεί στην Παλαιολόγου όπου συνεχίζεται η παράδοση από τον εγγονό του), ο οποίος του διάλεγε ένα ωραίο μπουτάκι με λίγο από τη νεφραμιά. Μετά ρώταγε, ο κυρ-Πολυζώης, πώς θα το μαγειρέψει η κυρα-Παναγιώτα και, ανάλογα, αν ήταν για κατσαρόλα, το έκοβε σε μερίδες με τον μπαλτά ενώ αν ήταν για φούρνο, απλώς το «έσπαζε».

Όταν το μπουτάκι ερχότανε στο σπίτι και το μαγείρευε η μάνα μου, εμείς τα παιδιά περιμέναμε πώς και πώς να μαζέψει τα πιάτα και τα αποφάγια και να μας δώσει τον «Βίζυρα», που πάει να πει το κότσι, τον αστράγαλο, από το κόκαλο του πίσω ποδιού του ζώου, για να παίξουμε. Το παιχνίδι αυτό το ήξερε καλά η μάνα μας από τότε που ήτανε παιδί εκεί στο χωριό της, στο Κουρουνιού της Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας και το είχε μάθει και σε μας όταν νογέψαμε.

Η μάνα μας ήξερε καλά πού θα τον βρει τον Βίζυρα. Τον τράβαγε και τον ξεκόλλαγε από το λοιπό, ψημένο ή μαγειρεμένο κόκκαλο, τον ξέπλενε καλά στο νεροχύτη και μας τον έδινε να παίξουμε.

Ο Βίζυρας (Βεζύρης ήτανε το κανονικό του όνομα αλλά στου Κουρουνιού τον λέγανε «Βίζυρα») ήτανε ένα μικρό κοκαλάκι σουλουπωμένο, που γύρω-γύρω είχε τέσσερις επιφάνειες, αντικριστές ανά δύο, που οι δυο απ’ τις τέσσερις ήτανε πιο φαρδιές και οι άλλες δυο πιο στενές.

Κάθε μια από τις τέσσερις επιφάνειες του Βίζυρα (Βεζύρη) είχε ένα όνομα κατά πώς μας είχε δασκαλέψει η μάνα μας, όταν μας μάθαινε το παιχνίδι:

Η μία από τις στενές επιφάνειες, η πιο ομαλή, λεγότανε «Βεζύρης». Η άλλη στενή επιφάνεια, η απέναντι από τον Βεζύρη, είχε δυο βαθουλώματα και λεγότανε «Ραβδάς ή Μπαστουνάς».

Από τις δύο πλατιές επιφάνειες, η μία είχε ένα βαθούλωμα και λεγότανε «Κλέφτης» και η άλλη πλατιά επιφάνεια, η απέναντι, είχε ένα εξόγκωμα και λεγότανε «Ψωμάς». (Αυτές ήτανε οι ονομασίες στη Γορτυνία. Σε άλλα μέρη, ίσως, οι ονομασίες να ήταν διαφορετικές).

Η μάνα μας, μας είχε δείξει πώς παίζανε τον «Βίζυρα» στο χωριό της και πολλές φορές έπαιζε μαζί μας κι αυτή κι ο πατέρας μας και ξεκαρδιζούντανε στα γέλια, έτσι όπως θυμούντανε τα χρόνια που ήτανε παιδιά στα χωριά τους.

Καθόμαστε, λοιπόν, όλοι σταυροπόδι κάτω στο πάτωμα (στις κουρελούδες το χειμώνα μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στις σανίδες του πατώματος αν ήτανε καλοκαίρι), και ρίχναμε με τη σειρά (από αριστερά προς τα δεξιά) τον «Βίζυρα» έτσι όπως ρίχνουμε το ζάρι. Το ζητούμενο, κατά πρώτον, ήτανε ποιος  παίχτης θα γίνει Βεζύρης και ποιος Ραβδάς.

Όποιος έφερνε πρώτος, απάνω, την πλευρά του Βεζύρη έπαιρνε το αξίωμά του και μετά, όποιος έφερνε την πλευρά του Ραβδά γινότανε…Ραβδάς. Τότε, ο Βεζύρης  έδινε στον Ραβδά μια λουρίδα ή μια βέργα και άρχιζε η δεύτερη φάση του παιχνιδιού: Οι υπόλοιποι παίχτες, εκτός του Βεζύρη και του Ραβδά, έριχναν με τη σειρά τους τον «Βίζυρα». Το ευκολότερο ήταν να «κάθεται» ο Βίζυρας στις φαρδιές πλευρές του, δηλαδή, αυτές του Ψωμά και του Κλέφτη. Όταν «ερχότανε», λοιπόν, «Ψωμάς», έλεγε ο Βεζύρης  στον Ραβδά:

«Άστονε κι ας πάει. Ψωμιά γυρεύει».

Αν όμως ερχότανε «Κλέφτης», τότε ο Βεζύρης διάταζε τον Ραβδά να δώσει στον παίχτη τόσες λουριδιές ή ραβδιές στην πλάτη ή σε άλλο μέρος του σώματός του, κατά τη βούληση του Βεζύρη.

Οι λουριδιές ή οι ξυλιές μπορούσαν να είναι «μελάτες ή λαδάτες» (δηλ. μαλακές) ή «ξιδάτες» (δηλ. δυνατές) ανάλογα με τις «διαταγές» του Βεζύρη. Μερικές φορές ο Βεζύρης διάταζε συνδυασμό χτυπημάτων: Για παράδειγμα, η τιμωρία μπορεί να ήταν: «οκτώ ξιδάτες και δύο μελάτες» κοκ. Το παιδί που ήτανε Βεζύρης όταν επέβαλλε τις τιμωρίες έβρισκε την ευκαιρία να βγάζει τα απωθημένα του με κάθε παίχτη, διατάζοντας σκληρότερες ποινές για όποιους παίχτες δεν χώνευε και πιο μαλακές για όσους συμπαθούσε. Παράλληλα, το ίδιο έκανε και ο Ραβδάς, ο οποίος, παρακούοντας ενίοτε τις διαταγές του Βεζύρη, όταν συμπαθούσε κάποιο παιδί του έδινε μαλακότερα χτυπήματα και το αντίθετο όταν είχε προηγούμενα με κάποιο άλλο.

Επειδή όμως στη ζωή τίποτε δεν είναι παντοτινό και…«ρόδα είναι και γυρίζει» υπήρχε περίπτωση κάποιος παίχτης να ρίξει τον Βίζυρα και να φέρει τη μεριά του Βεζύρη ή του Ραβδά. Τότε άλλαζαν τα αξιώματα και ο πρώην Βεζύρης ή ο πρώην Ραβδάς γινόταν ένας ταπεινός υπήκοος, που θα γευόταν τις τιμωρίες τις οποίες είχε επιβάλλει στους άλλους.

Το παιχνίδι του Βίζυρα τελείωνε συνήθως με καυγάδες μεταξύ των παικτών και εκφράσεις του τύπου «θα δεις τι έχεις να πάθεις την άλλη φορά», «θα σου δείξω εγώ»...κλπ.

Οι ρίζες του παμπάλαιου αυτού παραδοσιακού παιχνιδιού, του Βίζυρα (Βεζύρη), φτάνουν μέχρι την ομηρική εποχή (!!!), αφού οι «αστράγαλοι» (έτσι έλεγαν το παιχνίδι τότε) ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μικρών αλλά και μεγάλων της αρχαίας εποχής. Αυτό το μαρτυρούν (εκτός άλλων) και οι αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες φέρνουν στο φως πλήθη αστραγάλων, με τους οποίους έπαιζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.

Από τις έγγραφες μαρτυρίες που έχουν διασωθεί, το πιο απλό αρχαίο παιχνίδι με τους αστραγάλους ήταν το «αστραγαλίζειν»: Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έριχναν τους αστραγάλους και ανάλογα με το ποια πλευρά ακουμπούσε στο έδαφος έπαιρναν και την αντίστοιχη βαθμολογία. Από τις μακριές πλευρές του αστραγάλου, η κυρτή έδινε τέσσερις βαθμούς και η κοίλη τρεις, ενώ από τις στενές πλευρές, η πιο ασταθής απ’ όλες έδινε έξι βαθμούς και η απέναντί της ένα. Για το παιχνίδι αυτό ήταν απαραίτητα τέσσερα (τουλάχιστον) οστάρια αστραγάλων (κότσια), ενώ για τη φύλαξη και τη μεταφορά τους οι παίχτες χρησιμοποιούσαν σακουλάκια από δέρμα ή ύφασμα που λέγονταν (φορμίσκοι). Καθένας από τους δυνατούς συνδυασμούς των αστραγάλων είχε ιδιαίτερο όνομα, όπως: «του Ευρυπίδου», «του Στησιχόρου», «του Αλεξάνδρου» κ.ά. Ο πιο καλός συνδυασμός που μπορούσαν να φέρουν ήταν «της Αφροδίτης», ενώ ο χειρότερος «του κυνός» (του σκύλου).

Ένα ακόμα παιχνίδι που έπαιζαν με τους αστραγάλους ήταν το λεγόμενο «αρτιάζειν αστραγάλους», δηλαδή, τα σημερινά μονά – ζυγά: Ο ένας παίχτης έκρυβε τους αστραγάλους στο χέρι του και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να μαντέψουν αν ο αριθμός των αστράγαλων ήταν μονός ή ζυγός.

Οι μεγάλοι της αρχαίας εποχής είχαν αναγάγει τους αστραγάλους σε παιχνίδι τζόγου: «Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους» (Ο Δημήτριος είναι τυφλός και τίποτα δεν βλέπει όταν παίζει αστραγάλους. Γι’ αυτό και τον έκλεψε ο Ερμίας) λέει μια επιγραφή από τη Δήλο, δείχνοντας το πάθος για τον τζόγο, που δεν σέβεται ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες. Οι αστράγαλοι, ως προσφιλές παιχνίδι τύχης και κερδοσκοπίας, αναφέρονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν λέει πως ο Πάτροκλος είχε σκοτώσει πάνω στο παιχνίδι τον φίλο του Κλεισώνυμο «χολωθείς αμφ’ αστραγάλοισιν». Το μέγα πάθος για τους αστραγάλους φαίνεται και μέσα από ένα άλλο στιγμιότυπο, το οποίο μας μεταφέρει ο Πλούταρχος: Ο Αλκιβιάδης, σαν παιδί, παίζοντας κάποτε αστραγάλους με τους φίλους του στη μέση του δρόμου, αρνήθηκε να σταματήσει το παιχνίδι ώστε να περάσει μια άμαξα και μάλιστα προκάλεσε τον αμαξά να περάσει από πάνω του.

Τους αστραγάλους τους χρησιμοποιούσαν τα παιδιά της αρχαίας εποχής και για ένα παιχνίδι επιδεξιότητας, που ήταν ακριβώς ίδιο με τα γνωστά «πεντόβολα». Για το παιχνίδι αυτό χρησιμοποιούσαν 5 αστραγάλους. Ο κάθε παίχτης πετούσε ψηλά έναν αστράγαλο και έπειτα προσπαθούσε να τον ξαναπιάσει, αφού πρώτα είχε πάρει από κάτω ένα ακόμα έναν αστράγαλο.

Πραγματικά, είναι τόσο συγκινητικό να σκέφτεσαι ότι ένα απλό παιχνίδι που έπαιζαν κάποτε οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι μανάδες και οι πατεράδες μας και που εμείς, τα παιδιά του ’50, ίσα-ίσα που το προλάβαμε λίγο πριν γίνει ανάμνηση, το έπαιζαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοί πριν από αιώνες πολλούς. Είναι από τις στιγμές εκείνες που συνειδητοποιείς πως εκτός από τα μεγάλα και τα σπουδαία που μας άφησαν κληρονομιά οι αρχαίοι μας πρόγονοι υπάρχει ένα πλήθος «μικρών» πραγμάτων που αποτελούν αυτό που λέμε Εθνική Παράδοση και που έχουμε χρέος να την κρατήσουμε ζωντανή. Διαφορετικά, η εθνική συνέχεια των Ελλήνων θα σπάσει και το «Σήμερα» θα υπάρχει, πλέον, χωρίς το «Χθες», που πάει να πει ότι δεν θα υπάρχει ούτε «Αύριο». Μέσα σ’ αυτά τα «μικρά» (μα σπουδαία) της κληρονομιάς των Αρχαίων είναι και το παιχνίδι, το οποίο δεν είναι απλή υπόθεση αλλά ένα κομμάτι ιστορίας και πολιτισμού. Μάλιστα, οι Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, είχαν κατανοήσει τη σημασία του παιχνιδιού στην κοινωνικοποίηση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών και γι’ αυτό επιδοκίμαζαν την ασχολία με το παιχνίδι. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που κατάλαβαν την αξία των ομαδικών παιχνιδιών και πίστεψαν ότι με αυτά μπορούσε να πραγματοποιηθεί η τελειοποίηση της ανθρωπότητας.

Στη σημερινή εποχή της αφθονίας που έχει σκοτώσει τη χαρά του παιχνιδιού στα παιδιά μας, τι να καταλάβει και τι να νιώσει ένα παιδί όταν του λες πως τα παιδιά της παλιάς εποχής έπαιζαν και χαίρονταν με ένα απλό κοκαλάκι ζώου;

 

Σπάρτη 20-10-2022

Βαγγέλης Μητράκος