Πρέπει να αλλάξουμε την ψευδή εικόνα που έχει διαμορφώσει ο ένας λαός για τον άλλο και να θεμελιώσουμε γέφυρες πολιτισμού στο Αιγαίο
Ζούμε σε μια περίεργη εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στη διεθνή
γεωπολιτική σκακιέρα, όπου τα κατεστημένα μεταπολεμικά δόγματα, οι αξίες και τα
ιδανικά δοκιμάζονται από τους σύγχρονους ισχυρούς, που επιχειρούν, είτε φανερά,
είτε κρυφά, να επωφεληθούν από κάθε αναταραχή για να επιβάλλουν τους νέους
όρους και τις προϋποθέσεις της κυριαρχίας τους σ’ αυτούς που επιβουλεύονται και
θέλουν να υποτάξουν. Η πατρίδα μας γειτονεύει με μια χώρα που στο παρελθόν
αποτελούσε μια μεγάλη αυτοκρατορία και κρατούσε υποτελείς ένα πλήθος λαών, που
χρειάστηκε να επαναστατήσουν και να
διεκδικήσουν το αναφαίρετο δικαίωμά τους να ζήσουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι,
κάτι που το πέτυχαν οι περισσότεροι – όπως ο λαός μας – μετά από σκληρούς κι
αιματηρούς αγώνες. Αυτό το ιστορικό γεγονός δεν μπόρεσε ποτέ η τουρκική ηγεσία
και άρχουσα τάξη να το ξεπεράσει και κατά διαστήματα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί
την εκάστοτε διεθνή συγκυρία και να επαναφέρει εκείνο το μακρινό και
καταργημένο στην πράξη σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας με το οποίο βαυκαλίζεται
νέα πεδία ισχύος και δόξης όπως ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Οι άτοπες και μαξιμαλιστικές επιδιώξεις της Τουρκίας, ιδίως
απέναντι στην Ελλάδα, που τη θεωρεί μικρή και αδύναμη, είναι αυτές που έχουν
οδηγήσει τους γείτονές μας σε ένα προκλητικό, προσβλητικό και υβριστικό
παραλήρημα όπου κυριαρχεί η αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, η
κατάλυση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου και καλής γειτονίας και προβάλλονται
κάθε είδους απαιτήσεις και διεκδικήσεις. Η συστηματική απειλητική στρατηγική τακτική της τουρκικής
ηγεσίας κατά της Ελλάδας έχει δημιουργήσει ένα επικίνδυνο σκηνικό ενδεχόμενης
πολεμικής σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών, κάτι που κάθε νουνεχής Τούρκος θα
πρέπει να απεύχεται, καθώς η χώρα μας δεν είναι ο εύκολος αντίπαλος, όπως φαντασιώνεται
ο Ερντογάν, αλλά ένας υπολογίσιμος αντίπαλος που θα επιφέρει στον επιτιθέμενο
ένα τόσο μεγάλο πλήγμα που θα οδηγήσει σε ανυπολόγιστες εσωτερικές εξελίξεις. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι καταδικασμένες να γειτονεύουν
και καλό θα ήταν η τουρκική ηγεσία να εγκαταλείψει τους πολεμοκάπηλους
μικρομεγαλισμούς και να ακολουθήσει μια ειλικρινή και φιλειρηνική συνεργασία με
τη χώρα μας, ώστε να λυθούν με διπλωματικό τρόπο τα λίγα εκκρεμή θέματα που
υπάρχουν μεταξύ μας (λ.χ. υφαλοκρηπίδα) και να θεμελιωθεί μια νέα πορεία που θα
επιδιώκει την ανάπτυξη και την ευημερία και των δύο λαών. Μέσα στον ορυμαγδό των πολεμοχαρών δηλώσεων των Τούρκων
αξιωματούχων και υπό τον ανελεύθερο, αντιδημοκρατικό, αυταρχικό τρόπο
διακυβέρνησης που έχει επιλέξει ο Τούρκος Πρόεδρος, φιμώνοντας κάθε αντίθετη
φωνή, θαρρεί κάποιος πως σύσσωμος ο τουρκικός λαός είναι εχθρικός προς τον
ελληνικό λαό και συμμερίζεται άκριτα τις ανιστόρητες επιδιώξεις και
διεκδικήσεις της ηγεσίας του. Κι όμως πρόσφατα δημοσιεύτηκε πως σε τουρκική
δημοσκόπηση η πλειονότητα των Τούρκων θεωρεί τους Έλληνες φίλους και όχι
εχθρούς! Παρά, λοιπόν, τη σημερινή εικονική πραγματικότητα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπάρχει μεταξύ των
δύο λαών ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας κι ένα υπαρκτό κίνημα ειρήνης –
κάποτε μεγάλο και δυναμικό - που «θάβεται» ωστόσο αυτήν την περίοδο από τα
γεράκια της Άγκυρας. Μια μικρή αναδρομή θα μας θυμίσει ότι από το 1970, με νωπή
την κυπριακή τραγωδία, πνευματικοί άνθρωποι και από τις δύο χώρες, όπως οι
ποιητές Ναζίμ Χικμέτ και Γιάννης Ρίτσος και συγγραφείς όπως η Διδώ Σωτηρίου και
ο Αζίζ Νεσίν, έδιναν τα χέρια και άνοιγαν φιλειρηνικούς δρόμους για την
πολύπαθη ελληνοτουρκική φιλία. Κι αργότερα στη δεκαετία του 1980 με πρωτοβουλία
του αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη ιδρύθηκε η Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας, που
είχε μεγάλη ανταπόκριση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Δεν πρέπει, ακόμα, να
ξεχάσουμε «τη διπλωματία ειρήνης των πόλεων», καθώς πόλεις όπως η Μυτιλήνη και
το Δικελί, οργάνωναν κοινά φεστιβάλ Ειρήνης (1990). Και τέλος σημαντική ήταν σε
συμβολισμό η συνάντηση αντιπροσωπειών από την Αλεξανδρούπολη και το Ερντίνε
(Αδριανούπολη) στη γέφυρα του Έβρου (2010). Η παρούσα κατάσταση είναι βέβαιο πως απέχει παρασάγγας από
τους στόχους και τα οράματα των φιλειρηνιστών και υπέρμαχων της ελληνοτουρκικής
φιλίας. Θα πρέπει, όμως, να γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή μεταξύ
μας παρά η ειρηνική συνύπαρξη με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και όχι η πολιτική
της έντασης των απειλών και των επιθετικών ενεργειών που μπορεί να βάλουν φωτιά
σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Είναι αναμφισβήτητο πως όλοι κουβαλάμε στις πλάτες μας ένα
βαρύ ιστορικό φορτίο, αλλά αν θέλουμε να προχωρήσουμε με γενναία βήματα
μπροστά, όπως έκαναν οι Βενιζέλος και Ινονού με το σύμφωνο ελληνοτουρκικής
φιλίας, που υπέγραψαν λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1930), τότε
δεν έχουμε άλλη λύση παρά την προσέγγιση μεταξύ των δύο λαών, την καλλιέργεια
φιλικών σχέσεων και την εγκατάλειψη της πολεμικής ρητορικής και συμπεριφοράς
για χάρη της ειρήνης. Προπάντων, όμως, πρέπει να αλλάξουμε την ψευδή εικόνα που έχει διαμορφώσει ο ένας λαός για
τον άλλο και να θεμελιώσουμε γέφυρες
πολιτισμού στο Αιγαίο, με πρωτοβουλία της ελληνικής και τουρκικής αυτοδιοίκησης,
χτίζοντας στέρεη την ελληνοτουρκική φιλία. Δείτε τι έλεγε σε συνέντευξή του στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
(ηλεκτρονικό περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ, 18 Σεπτεμβρίου 2013) ο γνωστός φιλέλληνας
μουσικοσυνθέτης και συγγραφέας Ζουλφί Λιβανελί: ΕΡΩΤ.: Είσαστε από τους αγαπημένους μας μουσικούς και
ερμηνευτές. Σας γνωρίσαμε από τη συνεργασία σας με τη Μαρία Φαραντούρη. Τι
έμεινε από αυτή τη συνεργασία; ΑΠΑΝΤ.: Φανταστικές αναμνήσεις με τη Μαρία και τον Μίκη,
καθώς και πολλούς αγαπητούς Έλληνες φίλους. Πάντα έλεγα ότι η Ελλάδα είναι το
δεύτερο σπίτι μου. Το νιώθω πραγματικά. Κάποτε η αγαπητή φίλη μου Ελένη
Καραΐνδρου αστειεύτηκε λέγοντας: «Ο Λιβανελί αγαπά την Ελλάδα περισσότερο απ’
όσο οι ίδιοι οι Έλληνες». Αγαπώ τον πολιτισμό σας, τους ανθρώπους σας, τη
γλώσσα σας, τη μουσική σας. Τα συναισθήματά μου είναι γνωστά σε εκατομμύρια
ανθρώπους στην Τουρκία. ΕΡΩΤ.: Ποιο ελληνικό τραγούδι είναι το πιο αγαπημένο σας; ΑΠΑΝΤ.: Πολλά…Τραγούδια του Μίκη, έργα του Μάνου Χατζιδάκι,
τραγούδια του φίλου μου, του μακαρίτη του Λοΐζου. Ρεμπέτικα, όμορφα τραγούδια
από τα βουνά της Ηπείρου – κυρίως το «Γιάννη, Γιαννάκη μου». Είναι πραγματικά
αμέτρητα. Η ελληνική μουσική με κάνει να είμαι λυπημένος και χαρούμενος
ταυτόχρονα. Χαρά και πόνος μαζί. Και όταν πίνω ενώ ακούω τη μουσική σας, η
επίδραση του αλκοόλ διπλασιάζεται, ίσως και να τριπλασιάζεται. Αυτή είναι η
μόνη αρνητική πλευρά της! ΕΡΩΤ.: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι γείτονες εδώ και
αιώνες. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, ο λαός μας λέει «έχεις γείτονα, έχεις
Θεό». Συμφωνείτε με αυτή τη λαϊκή θυμοσοφία; ΑΠΑΝΤ.: Δεν είμαι σίγουρος αν ο Θεός ήταν πάντα μαζί μας
κατά τη διάρκεια των τραγικών γεγονότων μεταξύ των δύο λαών. Οι Έλληνες από την
Τουρκία και οι Τούρκοι από τις βαλκανικές χώρες και την Ελλάδα υπέφεραν πολύ
κατά τη διάρκεια της Ιστορίας. Έτσι, πολλές φορές οι δυο λαοί αισθάνθηκαν ότι ο
Θεός τούς άφησε μόνους. Ίσως
μόνο ο Άρης ήταν εκεί(!). ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΑΚΟΣ