«...πόσο ευτυχισμένα υπήρξαμε τα παιδιά εκείνου του καιρού, τότε που η ζωή ήταν μεν φτωχή και δύσκολη, όμως δεν ήταν αλλοτριωμένη, κρύα, αποστεωμένη, ηλεκτρονική και μηχανοποιημένη»
Ποιος παλαιός μαθητής δεν θυμάται αυτόν τον χάρτη; Κάθε
Σεπτέμβρη, που γυρίζαμε στο σχολειό, τα παιδιά των μικρών τάξεων του Δημοτικού,
βρίσκαμε αυτόν τον χάρτη της «Πατριδογνωσίας» με τις «Τέσσερες Εποχές» να μας
καρτερά, κρεμασμένος στον τοίχο της τάξης, μαζί με άλλους χάρτες που είχε
φροντίσει να βάλει εκεί ο καλός μας ο δάσκαλος ή η δασκάλα μας, μερικές μέρες
πριν εμείς καθίσουμε στα θρανία μας. Νιώθαμε σαν να ανταμώναμε ξανά, με έναν καλό φίλο, που τον
είχαμε εγκαταλείψει τον Ιούνιο, και τον είχαμε αφήσει μόνο, στην τραγική ερημιά
του κλειστού μας σχολείου. Γι’ αυτό, με το που γυρίζαμε στο αγαπημένο σχολείο μας, το
πρώτο πράγμα που κάναμε, ήταν να σπεύσουμε κοντά στον φίλο μας τον χάρτη, να
του «ζητήσουμε συγγνώμη» που τόσους μήνες τον αφήσαμε μοναχό και να δούμε (ξανά
και ξανά) τις πανέμορφες ζωγραφιές του, που ποτέ δεν βαρεθήκαμε να κοιτάζουμε. Ο χάρτης με τις τέσσερες εποχές ήταν ένας μεγάλος πανόδετος
χάρτης, με δυο λουστραρισμένα, καφετιά, οριζόντια, ξύλινα στηρίγματα, πάνω και
κάτω, κι ένα μεγάλο κορδόνι στο πάνω μέρος, για να τον δένει ο δάσκαλος όταν
τον κατέβαζε το καλοκαίρι, πριν τον βάλει (τυλιγμένο) στον χαρτοστάτη του
σχολείου, αλλά και για να τον κρεμά στον
τοίχο της αίθουσας, όταν άνοιγαν τα σχολεία. Ο χάρτης αυτός της «Πατριδογνωσίας» ήταν έξυπνα σχεδιασμένος
μέσα σε τρεις ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο του, παρίστανε τον σεβάσμιο,
ασπρομάλλη Γερο-Χρόνο, καθισμένο στον θρόνο του, με χιτώνα λευκό, κρατώντας τον
κόσμο στα γόνατά του, ενώ κάτω στα πόδια του βρισκόταν ένα ρολόι, που μετρούσε
το πέρασμά του απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Γύρω από τον Γερο-Χρόνο βρίσκονταν τα παιδιά του, οι δώδεκα
μήνες, προσωποποιημένοι με βάση τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε ο
καθένας απ’ αυτούς: Ο Ιανουάριος, σαν
ένας άντρας ντυμένος με κάπα βαριά μέσα στο χιόνι. Ο Φεβρουάριος…κουτσός με δεκανίκι (Κουτσοφλέβαρος). Ο Μάρτιος, ως «ήλιος με δόντια». Ο Απρίλιος, σαν παιδί ντυμένο με ναυτικά, που παίζει στη
εξοχή. Ο Μάιος, (κι αυτός)
σαν παιδί μέσα στη λουλουδιασμένη φύση. Ο Ιούνιος, θεριστής
που κουβαλάει τα στάχυα στο αλώνι. Ο Ιούλιος, όπως ένα παιδί που λούζεται κάτω απ’ το
τρεχούμενο νερό μιας βρυσούλας του βουνού, για να υποφέρει τη ζέστη του
καλοκαιριού. Ο Αύγουστος, παιδί ντυμένο καλοκαιρινά, με ψάθινο καπέλο
στο κεφάλι, που αγναντεύει τη θάλασσα. Ο Σεπτέμβριος, (πώς
αλλιώς;) ως ένας μερακλής άντρας, που πίνει κρασί μπροστά σ’ ένα γιοματάρι
(τρύγος γαρ). Ο Οκτώβριος, γεωργός
που σπέρνει το οργωμένο του χωράφι, έχοντας κρεμασμένο στον ώμο του το δισάκι
με τον ευλογημένο καρπό. Ο Νοέμβριος, όπως
ένας αργόσχολος (λόγω χειμώνα) ξωμάχος, που κάθεται σ’ ένα σκαμνί, αγναντεύει
τα χωράφια του κι ονειρεύεται τον θερισμό και, τέλος, Ο Δεκέμβριος, σαν ένας κύριος ντυμένος με τα χειμωνιάτικα
ρούχα του και με μίαν ομπρέλα κρεμασμένη στο δεξί του χέρι. Από κει και πέρα, μπροστά σε κάθε μήνα, ο χάρτης των
τεσσάρων εποχών είχε, ωραία ζωγραφισμένες, χαρακτηριστικές σκηνές, που
αντιστοιχούσαν σε κάθε μήνα ξεχωριστά. Αυτόν τον αγαπημένο μας σχολικό χάρτη δεν χορταίναμε να τον
κοιτάζουμε όλη τη χρονιά, οι μικροί μαθητές του δημοτικού σχολείου. Κάθε φορά
που άλλαζε μήνας ή εποχή τρέχαμε στον χάρτη να (ξανα)δούμε τι είχε να μας
δείξει. Μερικές φορές, μάλιστα, ο δάσκαλος ή η δασκάλα κρεμούσε τον χάρτη στον
πίνακα και μας έβαζε να γράψουμε μια έκθεση για τον μήνα ή την εποχή που είχε
μπει, εμπνεόμενοι από τις ζωγραφιές που είχε πάνω του. Όλοι οι μήνες κι όλες οι εποχές μας άρεσαν σ’ αυτόν τον
χάρτη. Πιο πολύ, όμως, απ’ όλους τους
μήνες, μας είχε εντυπωθεί ο Σεπτέμβριος, μιας και ήταν ο μήνας που άρχιζε το σχολείο κι από τις εποχές το Φθινόπωρο,
που ήταν η «γλυκιά» εποχή, που μας πήγαινε, όμορφα-όμορφα, από το καλοκαίρι
στον χειμώνα. Έτσι, λοιπόν, αφού
κοιτάζαμε πρώτα τον μεθυσμένο μπεκρή του Σεπτεμβρίου, που ενθουσιασμένος με το
νέο κρασί γέμιζε με μια μπουκάλα το ποτήρι του κι έπινε μπροστά στο γεμάτο
κρασοβάρελο που με την κάνουλα ανοιχτή γιόμιζε τον μαστραπά, κοιτάζαμε – ύστερα
- την άλλη ζωγραφιά, που έδειχνε ένα σχολείο, την πρώτη μέρα της νέας σχολικής
χρονιάς: Στο προαύλιο του σχολείου χαρούμενοι μαθητές αντάμωναν και
κουβέντιαζαν για τα όσα έζησαν στις καλοκαιρινές διακοπές τους, ενώ μια μητέρα,
κρατώντας απ’ το χέρι τα δυο της παιδάκια, τα οδηγούσε στο σχολείο τους. Πιο κάτω ήταν μια ζωγραφιά για τη χαρακτηριστική ασχολία του
Σεπτέμβρη που είναι ο τρύγος: Μια κοπέλα με κεφαλομάντηλο τρυγούσε με προσοχή
τα ώριμα, κόκκινα σταφύλια μέσα στο καταπράσινο αμπέλι και τα έριχνε μέσα στη
μεγάλη καλαμένια κόφα. Λίγο πιο κει δυο άντρες φόρτωναν τις γεμάτες σταφύλια κόφες σ’ έναν υπομονετικό γαϊδαράκο, για να τις μεταφέρουν στο πατητήρι.
Τέλος, ρίχναμε και μια ματιά στις ζωγραφιές του Φθινοπώρου,
που έδειχναν έναν άνθρωπο να διαβαίνει βιαστικά μέσα στη βροχή κρατώντας την
ομπρέλα του, βοσκούς Σαρακατσάνους να ετοιμάζουν τα «κονάκια» τους (αχυρένιες
καλύβες) για να ξεχειμάσουν και τους γεωργούς να οργώνουν με τα ζώα ή το
τρακτέρ τους τα νοτισμένα από τα πρωτοβρόχια χωράφια τους. Αυτά…τότε! Τώρα όμως; «Τώρα που τον ξανακοιτάζω, έχω την εντύπωση ότι τα τελευταία
χρόνια, ούτε εποχές έχουμε, πλέον πάμε κατευθείαν από τον Χειμώνα στο
Καλοκαίρι, οι ενδιάμεσες εξαφανίστηκαν σχεδόν. Επίσης, τον κάθε μήνα δεν τον συνδέουμε
τόσο έντονα με τα χαρακτηριστικά που έχει. Ας πούμε, το θερισμό του Ιουνίου,
ποιος τον σκέφτεται πια; Τώρα που τον ξανακοιτάζω, σκέφτομαι ακόμη ότι δεν έχουμε
ούτε ρομαντισμό πλέον. Τα πάντα είναι τόσο ρηχά, σχεδόν ανούσια. Δεν έχουμε
αγωνία για τίποτα νομίζω. Για καμιά εποχή, για κανένα μήνα.» Λένα Σεπτέμβρη, Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ, 16-10-2021,
lenaseptemvri.com Παρ’ όλα αυτά, ο παλιός αυτός χάρτης με τις εποχές βρίσκεται
για πάντα χαραγμένος στο νου και την καρδιά μας μαζί με πολλά άλλα όμορφα πράγματα
του παλαιού σχολείου. (Κι εγώ, είκοσι χρόνια δάσκαλος στο 1/θέσιο, κάθε χρόνο, την
πρώτη μέρα που πήγαινα ν’ ανοίξω το σχολείο μου, τούτον τον χάρτη με τις
τέσσερες εποχές κρέμαγα πρώτον – πρώτον στον τοίχο της αίθουσας (και μάλιστα σε
θέση προνομιακή) κι ένιωθα στην ψυχή μου μια χαρά μεγάλη και μίαν αγαλλίαση
άφατη, σαν ν’ άνοιγε μπροστά μου μια πόρτα μεγάλη, για να μπω σ’ έναν κήπο
ολάνθιστο και μυρωμένο, τον κήπο εκείνο που ανθίζουν τα όνειρα και οι ελπίδες
των παιδιών, που καρτερούν από τον δάσκαλο να τα κάνει ζωή.) Σήμερα, ο χάρτης αυτός, μάλλον, έχει εξοριστεί από τις
σχολικές αίθουσες, μιας και θεωρείται πως δεν ανταποκρίνεται (!!!) στις ανάγκες
της «σύγχρονης» εκπαίδευσης. Κάπου, σε κάποιες σιωπηλές και κρύες σχολικές
αποθήκες, θα στέκεται, φρόνιμα τυλιγμένος στο κορδονάκι του, μαζί με άλλους
«εξόριστους», αναπολώντας και νοσταλγώντας τα παλιά, ιδιαίτερα εκείνα τα
παιδικά κεφαλάκια και τα μάτια τα αστραφτερά, που συνωστίζονταν μπροστά του,
τιτιβίζοντας σαν πουλάκια, για να δουν και να χαρούν τις ζωγραφιές του. Πολλές φορές, όταν «ταξιδεύω» στο Χθες, νιώθω και σκέφτομαι
πόσο ευτυχισμένα υπήρξαμε τα παιδιά εκείνου του καιρού, τότε που η ζωή ήταν μεν
φτωχή και δύσκολη, όμως δεν ήταν αλλοτριωμένη, κρύα, αποστεωμένη, ηλεκτρονική
και μηχανοποιημένη. Γι’ αυτό ΚΑΙ οι πέντε αισθήσεις μας ήταν κάθε στιγμή σε
εγρήγορση κι επιφυλακή, γι’ αυτό ΚΑΙ μπορούσαμε να χαιρόμαστε και να βάζουμε
στην καρδιά μας απλά πράγματα, όπως τούτον τον παλαιό σχολικό χάρτη της
Πατριδογνωσίας με τις «Τέσσερες Εποχές». Καλή σχολική χρονιά στα παιδιά, στους γονείς και στους
δασκάλους τους! Σπάρτη
19-9-2022
Βαγγέλης
Μητράκος