«δόστε μου να γίνω όμορφος μέσα μου. Και όσα έχω έξωθέ μου να είναι φιλιωμένα με όσα έχω μέσα μου. Πλούσιος όμως να μου φαίνεται ο σοφός»
Στον σταθμό «Αττική» βρήκα το συρμό να με προσμένει με την
πόρτα ανοιχτή. Η βιασύνη της επιβίβασης δεν μου επέτρεψε να ακούσω την ανακοίνωση για
τη νέα αφετηρία του τραμ (και τερματικό σταθμό ταυτόχρονα) στη στάση Λεωφόρο
Βουλιαγμένης, έως ότου ολοκληρωθούν οι εργασίες της αναβάθμισης της αποβάθρας στη
στάση «Σύνταγμα» (10 Μαρτίου 2018). Όταν κατοικείς μόνιμα στη Σπάρτη και το μέσον
κυκλοφορίας είναι το ποδήλατο και τα πόδια σου, έχεις ξεχάσει να προσέχεις
τέτοιου είδους λεπτομέρειες. Βγαίνοντας από τη στάση «Σύνταγμα» του μετρό είδα τα έργα
στην αποβάθρα και αποφάσισα να ακολουθήσω τις γραμμές έως ότου εντοπίσω
αφετηρία του τραμ προς τη στάση Τροκαντερό· προορισμός μου το Μουσείο Παιχνιδιών
(Μουσείο Μπενάκη) που εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 2017, στο Παλαιό Φάληρο, το
αρχαιότερο επίνειο της Αθήνας πολύ πριν ο Πειραιάς γίνει το λιμάνι της. Τι θα δω ακολουθώντας τις γραμμές του τραμ από το σταθμό
«Σύνταγμα» έως το σταθμό «Λεωφόρος Βουλιαγμένης»; Πρώτη φορά περπάτησα αυτή τη
διαδρομή, στο κέντρο της Αθήνας, που μου επιφύλαξε τόσες και τέτοιας έντασης
εκπλήξεις. Μια υπέροχη θέα προς το βράχο της Ακρόπολης και αμέσως μετά
η πινακίδα «Βασιλική Ιλισσού», καμιά άλλη πληροφορία και η πόρτα εισόδου στον
αρχαιολογικό χώρο κλειστή. Έτσι κι αλλιώς το φρέσκο πράσινο χορτάρι (υποτιμώ τη
βλάστηση γιατί το πράσινο ήταν πολυειδές) είχε καλύψει τα θεμέλια μιας μεγάλης Βασιλικής·
πεύκα, ευκάλυπτοι, κυπαρίσσια συμπλήρωναν το ωραίο σκηνικό με την ανατολική
πλευρά της Ακρόπολης σε δεύτερο πλάνο. Στο βάθος ξεχώριζε ένας χώρος (οπή, κρύπτη;)
φραγμένος με κάγκελα που σχημάτιζαν πολύγωνο. Κρατούσα σημειώσεις για να τις επιβεβαιώσω αργότερα.
Επρόκειτο για τον τρίκλιτο ναό, με νάρθηκα και αίθριο, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Λεωνίδειο
και τις επτά γυναίκες που μαρτύρησαν μαζί του. Εκεί και το Μαρτύριο του Αγίου Λεωνίδη
(ο πολυγωνικά φραγμένος χώρος), επισκόπου Αθηνών, που κτίστηκε τον 4 αιώνα, έναν
αιώνα ενωρίτερα από τη Βασιλική. Ελάχιστα απομεινάρια του ψηφιδωτού δαπέδου της
Βασιλικής εκτίθενται στις μόνιμες συλλογές του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
Αποκαταστάθηκε έτσι, για πρώτη φορά, η εικόνα που συνδέει το χώρο με τα συγκεκριμένα
εκθέματα του Μουσείου. Κι εδώ αρχίζει μια αφήγηση σαν παραμύθι: Ο ναός ήταν
κτισμένος στο Βατραχονήσι (ό,τι περιγράφει ετυμολογικά η λέξη· νησάκι γεμάτο βατραχάκια),
στη νησίδα που βρισκόταν μέσα στον Ιλισσό. Το ποτάμι καλύφθηκε για να γίνει δρόμοι
(Βασιλέως Κωνσταντίνου και ο Καλλιρρόης). Αλλά η φύση επιμένει, με όλη την κακοποίηση, να
φωνάζει το παρελθόν της. Μια μικρή όαση πρασίνου που περπατιέται, χωρίς αντάμωμα
άλλου ανθρώπου, και σε προστατεύει από τη βοή του κέντρου της πόλης. Χώρος
«εύπνους», θα όριζε ο Πλάτων· από μόνος του ιερός, εάν αναλογιστεί κανείς τα ίχνη, στα
δικά μας πατήματα, όλων εκείνων που μελετάμε από τα πρώτα μας θρανία· του Σωκράτη, ας πούμε,
να καταφεύγει στον μύθο για να συνομιλήσει με τον Φαίδρο για τις μεγάλες
αλήθειες, για τον έρωτα και τη ρητορική. Μπορεί να ψαύσει κανείς ό,τι έχει απομείνει από το ιερό του
Πανός δίπλα στο ναό της Αγίας Φωτεινής και να εντοπίσει τη θέση της κρήνης
Καλλιρρόης απέναντι από το ναό· να διακρίνει ακόμη τις καμάρες της παλιάς γέφυρας του Ιλισσού
που χτίστηκε επί Όθωνος (1852-1854). Ο πρώτος ναός της Αγίας Φωτεινής, εκείνης της Σαμαρείτιδας
που πρόσφερε από το πηγάδι νερό στον Ιησού, πάτησε επάνω στα θεμέλια του ιερού
της Εκάτης. Ο σημερινός ναός κτίστηκε το 1872 και «ανεστηλώθη εν έτει 1986» μας
πληροφορεί η μια από τις δυο επιγραφές, σε λευκό μάρμαρο, που ασχημαίνουν την πρόσοψη του
ναού. Από την κλειστή τζαμόπορτα διακρίνονται οι τοιχογραφίες και η δίρριχτη
ξύλινη στέγη. Η προσευχή του Σωκράτη στον Πάνα και τους θεούς εκείνου του
τόπου, με την οποία τελειώνει ο Πλάτωνας τον διάλογο δασκάλου μαθητή, μου φάνηκε
περισσότερο χριστιανική και τη σιγομουρμούρισα εκεί στην όχθη του Ιλισσού: «δόστε
μου να γίνω όμορφος μέσα μου. Και όσα έχω έξωθέ μου να είναι φιλιωμένα με όσα έχω
μέσα μου. Πλούσιος όμως να μου φαίνεται ο σοφός».[1] «Ίωμεν» (πάμε) είναι η τελευταία λέξη του Σωκράτη στον
«Φαίδρο», παρότρυνση για να επιστρέψουν, δάσκαλος και μαθητής, στην πόλη. Την προτροπή
απευθύνω πρωτίστως εις εαυτήν· «πάμε», εντός των τειχών, να γνωρίσουμε μια πόλη που
τελικά αποκαλύπτει διαδρομές που οδηγούν μέσα μας. [1] Εδώ στη μετάφραση του δασκάλου μου, Ιωάννη
Θεοδωρακόπουλου («Ιωάννου Ν. Θεοδωρακόπουλου, «Πλάτωνος Φαίδρος», Αθήναι 1971, σελ.
568-569), που θεωρούσε τον «Φαίδρο» την κορυφή της πλατωνικής δημιουργίας. 29/1/2018 Γεωργία Κακούρου -Χρόνη,
Επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης
στο Παράρτημα της Σπάρτης