«Το εξαιρετικά ενδιαφέρον γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της κηδείας είναι η είδηση από τη Λουλού Τύρχαϊμ ότι η σπάθη του Υψηλάντη είναι η σπάθη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που είχε παραδοθεί στον πατέρα του από τον σουλτάνο Σελίμ!»
Σε λίγες ημέρες το
2021 μας αποχαιρετά και ταυτόχρονα κλείνει η συμπλήρωση 200 ετών από την
Εθνεγερσία. Για τα «μονοπάτια της ιστορίας» η συμπλήρωση 200 ετών από το 1821
είναι μόνο η αρχή για τις αναφορές μας στους ήρωες του Αγώνα. Στο άρθρο αυτό ο
ιστορικός χρόνος σταματά στην προσωπικότητα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Του
ανθρώπου που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία αλλά δυστυχώς η
προσπάθεια του είχε άδοξο τέλος. Γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη στις 12 Δεκεμβρίου 1792. Η οικογένεια Υψηλάντη ήταν ποντιακής
καταγωγής από τα Ύψηλα της Τραπεζούντας. Τα ιστορικά ίχνη της οικογένειας
χρονολογούνται από την εποχή των Κομνηνών στην Τραπεζούντα. Όπως θα δούμε και
στη συνέχεια ο Υψηλάντης ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας με το ψευδώνυμο
«ΚΑΛΟΣ» και κωδικό υπογραφής τα γράμματα «Α.Ρ.». Ο σύνδεσμος του
Υψηλάντη (όπως και του Ιωάννη Καποδίστρια) με το ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν δύο
αδελφές, ευγενείς κόμησες η Κωνσταντία και η Λουλού Τύρχαϊμ. Η πρώτη ήταν η
δεύτερη σύζυγος του πρεσβευτή της Ρωσίας στη Βιέννη πρίγκηπα Ανδρέα
Ραζουμόφσκυ. Η Λουλού Τύρχαϊμ ήταν εκ χαρακτήρος, πανταχού παρούσα,
πολυταξιδεμένη με διάθεση να εκφράζει τη γνώμη της για όλα τα ζητήματα της
εποχής εκείνης. Μεταξύ των αδελφών
Τύρχαϊμ και του Υψηλάντη αναπτύχθηκαν βαθιές σχέσεις εμπιστοσύνης. Αποτέλεσμα
της εμπιστοσύνης αυτής ήταν οι διηγήσεις του Υψηλάντη στη Λουλού Τύρχαϊμ για
άγνωστες πτυχές της ζωής και της δράσης του, όπως περιγράφονται στο βιβλίο του
Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, με τίτλο
ΡΗΓΑΣ-ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ-ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ βασισμένο σε έρευνα στα αρχεία της Αυστρίας,
Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Τα «μονοπάτια της ιστορίας» φέρνουν
στο φως τη μαρτυρία του Υψηλάντη μέσα απ’ αυτές τις διηγήσεις. Με το τέλος του
πολέμου των ρωσικών στρατευμάτων το 1815 εναντίον της Γαλλίας του Ναπολέοντα
(ένας πόλεμος που ήταν η αιτία να χάσει το δεξί του χέρι στη μάχη της Δρέσδης
στις 27 Αυγούστου του 1813) ο Υψηλάντης γίνεται δέκτης προτάσεων να γίνει μέλος
μυστικών φιλελληνικών, όπως διατείνονταν, εταιρειών χωρίς όμως την εκ μέρους
του αποδοχή. Αιτία ήταν ο όρκος που είχε δώσει κατά την ένταξη του στο ρωσικό
στρατό. Ο χειμώνας του
1818-1819 βρίσκει τον Υψηλάντη στην Πετρούπολη. Εκεί δέχεται την πρόταση να
ηγηθεί της Φιλικής Εταιρείας. Η αποδοχή της πρότασης έγινε μετά από λίγες
ημέρες κι αφού του γνωστοποιήθηκαν ονόματα επιφανών Ελλήνων που είχαν γίνει
μέλη της Εταιρείας, με τον όρο του Υψηλάντη να καταστρώσει ο ίδιος τα
επαναστατικά σχέδια δράσης. Προηγουμένως είχε πάρει τη σύμφωνη γνώμη του
Καποδίστρια που του έδωσε τη συγκατάθεση του, αφού πρώτα είχε ο ίδιος ο
Καποδίστριας αρνηθεί να ηγηθεί της Φιλικής Εταιρείας όπως αρχικά του είχε
προταθεί. Ο Ιωάννης Καποδίστριας τον βεβαίωσε ότι ο τσάρος ακόμη κι αν δεν
ταχθεί ανοικτά υπέρ της Ελλάδος, λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής κατάστασης, η
καρδιά του θα ήταν σίγουρα υπέρ των Ελλήνων. Ήταν μια διαβεβαίωση του
Καποδίστρια που όπως θα δούμε δεν επαληθεύτηκε ποτέ. Ο Υψηλάντης
έστειλε επιστολή στον τσάρο ανακοινώνοντας την παραίτηση του από το ρωσικό
στρατό για να υπηρετήσει τους εθνικούς σκοπούς της απελευθέρωσης. Ήθελε μάλιστα
να συναντήσει τον τσάρο για να του αναλύσει το σχέδιο του. Ο Καποδίστριας όμως
τον απέτρεψε φοβούμενος ενδεχόμενη αναποφασιστικότητα του τσάρου. Τον απέτρεψε
μάλιστα κι όταν ο Υψηλάντης του είπε ότι θα ήθελε να τον δει μόνο για να του
πει ότι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ο ίδιος βέβαια δήλωσε ενθουσιασμένος
όταν ο Υψηλάντης του παρουσίασε το σχέδιο του. Η εκδηλωθείσα
επανάσταση των καρμπονάρων στη Νεάπολη της Νότιας Γαλλίας με απαίτηση
δημιουργίας Συντάγματος από τον βασιλιά της Νεάπολης, έδειξε την
αποφασιστικότητα της Ιεράς Συμμαχίας να καταπνίξει κάθε επαναστατικό κίνημα. Το
γεγονός επίσης ότι οι Τούρκοι της Πόλης έμαθαν από τον Άγγλο πρεσβευτή λόρδο
Στράγκφορντ ότι υπήρχε μια συνωμοτική εταιρεία (Φιλική Εταιρεία) έκαναν τους
Έλληνες να μεταφέρουν την εστία της επανάστασης σ’ άλλον γεωγραφικό πυρήνα.
Αποφασίστηκε να ξεκινήσει ο Υψηλάντης την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, δίνοντας
χρόνο στους Φαναριώτες και τους Έλληνες του Μοριά, να προετοιμαστούν καλύτερα
για το δικό τους επαναστατικό ξεκίνημα. Όταν ο Υψηλάντης
έφθασε στη Βεσαραβία άρχισε να συνειδητοποιεί την ανακρίβεια των αναφορών που
έρχονταν εις γνώση του για την προετοιμασία του αγώνα. Οι Βογιάροι για να
ξεσηκωθούν ήθελαν την εμπράγματη στήριξη της Ρωσίας που δεν υπήρχε. Παράλληλα
οι Έλληνες στρατιώτες που είχε μαζί του ο Υψηλάντης ήταν αρχικά ολιγάριθμοι
(165),απείθαρχοι, προερχόμενοι από τα χειρότερα στρώματα του λαού. Άρχισε να
γράφει προκηρύξεις για να φέρει τη Ρωσία σε δύσκολη θέση προκειμένου να του
δώσει τη βοήθεια που είχε ανάγκη. Βοήθεια από τις ηγεμονίες που πίστευε ότι θα
τον βοηθούσαν δεν υπήρχε. Το ίδιο έγινε και με τη Σερβία. Μέσα σε αυτό το
περιβάλλον γίνεται αντιληπτό πόσο δύσκολο ήταν ν’ αυξήσει με γοργό ρυθμό το
πλήθος των στρατιωτών του, προκειμένου να συγκροτήσει μια ισχυρή και συμπαγή
στρατιωτική δύναμη. Εκτός των παραπάνω είχε ν’ αντιμετωπίσει απόπειρες κατά της
ίδιας της ζωής του, αφού ο αυστριακός πρόξενος έχοντας χρηματική δύναμη έκανε
ό,τι μπορούσε για να του αποσπά οπαδούς και να προωθεί στον περιβάλλον του
προδότες. Μαθαίνοντας
τελικά ο τσάρος για το κίνημα του Υψηλάντη μετά από επιστολή του ιδίου προς
αυτόν όπως προαναφέρθηκε, αρχικά τον επιδοκίμασε. Έπειτα όμως από μια ώρα πήγε
στον Μέττερνιχ και δύο ώρες αργότερα διέταξε τον Καποδίστρια να του γράψει μια
επιστολή αποδοκιμασίας του κινήματος με σαφείς απειλητικές αναφορές. Μάταια ο
Ιωάννης Καποδίστριας προσπάθησε να μεταπείσει τον τσάρο για το περιεχόμενο της
επιστολής. Από εκείνη τη στιγμή τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα η επιρροή του
Καποδίστρια ως προς τον τσάρο και ως προς τον Μέττερνιχ. Η γενικότερη
συνεργασία Υψηλάντη-Καποδίστρια ήταν μια συνύπαρξη δύο υψηλής αξίας
προσωπικοτήτων, που ο μεν Υψηλάντης ήταν ένας ενθουσιώδης στρατιωτικός
ολοκληρωτικά δοσμένος στον εθνικό αγώνα, ο δε Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο
πολιτικός και διπλωμάτης που ήταν σταθερά προσηλωμένος στην άποψη ότι πολιτική
είναι η τέχνη του δυνατού (εφικτού). Η επαναστατική προσπάθεια του Υψηλάντη
όπως είναι γνωστό απέτυχε μετά την οδυνηρή για τους Έλληνες μάχη του
Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821. Ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης έγινε γνώστης της επιστολής του Καποδίστρια από τα αδέλφια του
Νικόλαο και Γεώργιο. Συζητώντας μεταξύ τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν
ιδιαίτερα επικίνδυνο να παραμείνουν στη Βλαχία, αφού υπήρχε μεγάλος κίνδυνος
προδοσίας και παράδοσης τους στους Τούρκους. Υπήρχε η πρόταση - παγίδα της
Αυστρίας να αφήσουν τον Υψηλάντη να περάσει μέσω Αυστρίας στην Αγγλία κι από
εκεί να έλθει στην Ελλάδα. Μη μπορώντας να προβλέψει το ύπουλο σχέδιο της
Αυστρίας, ο Υψηλάντης μαζί με τα αδέλφια του έφθασε στο αυστριακό φυλάκιο της
μεθορίου όπου και συνελήφθησαν, αφού πρώτα τους αφαιρέθηκε ο οπλισμός τους. Η φυλάκιση του
κράτησε έως την 22α Νοεμβρίου 1827. Δύο χρόνια στο Μούγκατς της Ουγγαρίας και
τέσσερα χρόνια και έξι μήνες στο Τερέζιενσταντ της Βοημίας. Να σημειωθεί ότι
κατά την φυλάκιση τους οι αδελφοί Υψηλάντη ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα έξοδα διατροφής τους. Στην
αρχή τα πλήρωνε η μητέρα τους, στη συνέχεια όμως διέκοψε την πληρωμή σε μια
προσπάθεια να πιέσει τις αυστριακές αρχές για την αποφυλάκιση τους. Για την
πληρωμή της διατροφής τους αναγκάστηκαν να πουλήσουν και την άμαξα του
Αλέξανδρου Υψηλάντη ο οποίος ήταν αναγκασμένος να πληρώνει και τον αξιωματικό
που τον επιτηρούσε! Στο διάστημα αυτό γνώρισε και την πίκρα της αρνητικής
στάσης απέναντι του από τα αδέλφια του Δημήτριο και Νικόλαο. Αιτία ήταν το
συμπέρασμα τους ότι ο Αλέξανδρος ήταν βασικός υπαίτιος της αποτυχίας των
ενεργειών τους. Δεν συνυπολόγισαν βέβαια την αρνητική στάση κρατών και ηγεμόνων που μπορούσαν να
στηρίξουν τον αγώνα τους (Ρωσία, Σερβία, ηγεμόνες παραδουνάβιων περιοχών). Τσακισμένος ψυχικά
και σωματικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης άφησε την τελευταία του πνοή στη Βιέννη την
31η Ιανουαρίου 1828, έχοντας δίπλα του στις τελευταίες του στιγμές τις αδελφές
Τύρχαϊμ, τον γραμματικό του Γεώργιο Λασσάνη και τον υπηρέτη του Κωνσταντίνο
Καβαλλερόπουλο. Η τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας έγινε στον ορθόδοξο ιερό ναό
Αγίου Γεωργίου Βιέννης από τον επίσκοπο Φαρσάλων που έτυχε να βρίσκεται στην
πόλη παρουσία πλήθους Ελλήνων που κατοικούσαν εκεί. Παρόντα ήταν τα αδέλφια του
Νικόλαος και Δημήτριος. Δεν υπήρχε όμως εκπρόσωπος της ρωσικής πρεσβείας. Ο
Λασσάνης είχε φυλάξει την καρδιά του Υψηλάντη για να ταφεί με όλες τις τιμές
στην Ελλάδα. Η ταφή έγινε την 2α Φεβρουαρίου 1828 στον υπ΄ αρ. 3043 τάφο του
αυστριακού νεκροταφείου Σανκτ-Μαρξ. Την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους
ενταφιάστηκε στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου (υπ. αρ. 55α τάφος-σήμερα 191α).
Έτσι εξηγείται γιατί από πολλούς ιστορικούς αναφέρεται ως ημερομηνία θανάτου η
1η Αυγούστου αντί της 31ης Ιανουαρίου που είναι το αληθές. Την 18η Φεβρουαρίου
1903 γίνεται η εκταφή των λειψάνων από το νεκροταφείο του Σανκτ-Μαρξ και
μεταφέρονται σε οικογενειακή κρύπτη στο Ραππόλτενκιρχεν στον οικογενειακό τάφο
των Υψηλάντη-Σίνα. Η μαρτυρία της εκταφής δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέος
Ελεύθερος Τύπος» της Βιέννης. Το 1964 μετά από απόφαση της Βουλής των Ελλήνων η
μεταλλική σαρκοφάγος με τα οστά του Υψηλάντη μεταφέρθηκε κι
ενταφιάστηκε -δημοσία δαπάνη- στην εκκλησία των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως. Ο Κοζανίτης στην
καταγωγή Γεώργιος Λασσάνης υπηρέτησε τον Υψηλάντη έως την τελευταία στιγμή της
ζωής του. Ήταν διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και συνδέθηκε με τον Υψηλάντη
μέσα από τη Φιλική Εταιρεία. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το θάνατο του
Υψηλάντη διορίσθηκε από τον Καποδίστρια στρατοπεδάρχης του κατά την ανατολική
Ελλάδα στρατού κι αργότερα έγινε υπουργός Οικονομικών και νομάρχης
Αττικοβοιωτίας. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον γεγονός που έλαβε
χώρα κατά τη διάρκεια της κηδείας είναι η είδηση από τη Λουλού Τύρχαϊμ ότι η
σπάθη του Υψηλάντη είναι η σπάθη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που είχε
παραδοθεί στον πατέρα του από τον σουλτάνο Σελίμ! Δυστυχώς ο Γεώργιος Λασσάνης
δεν είχε θεωρήσει σκόπιμο να βάλει το σπαθί δίπλα στο άψυχο σώμα του Υψηλάντη
κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης ήταν αυτός που ξεκίνησε πρώτος τον επαναστατικό αγώνα ορμώμενος από
τη φλόγα της ελευθερίας. Δυστυχώς όμως ατυχείς συγκυρίες κι ανεκπλήρωτες
υποσχέσεις βοήθειας οδήγησαν την προσπάθεια του σε αποτυχημένη έκβαση,
αναγκάζοντας τον ίδιο να μείνει φυλακισμένος μακριά από τις μάχες και τον Μοριά
που ήταν το επίκεντρο της Εθνεγερσίας. Θεοφάνης Λάζαρης Πηγή: Πηγαί και Έρευναι περί της Ιστορίας του Ελληνισμού από
το 1453. Τόμος πρώτος. Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας. Έρευνα εις τα αρχεία της
Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
Εκδόσεις Εστια,1965.