«Με το χάραμα πρωτοψάλτες τα κοτσύφια της αυλής, σχεδόν οικόσιτα, που τσιμπολογούν τα πανωτσάμπια από το εφτακοίλι της γυμνής κληματαριάς.»
Οκτώ με εννιά μήνες του χρόνου η ακοή απέχει από την
ανθρώπινη ομιλία. Όχι από επιλογή αλλά γιατί εδώ στο βουνό, πάνω από τα χίλια
μέτρα, μόνο το Σαββατοκύριακο ή το κατακαλόκαιρο φθάνει λαλιά ανθρώπινη ή άλλοι
ήχοι που συνδέονται μαζί της, όπως αυτός του αυτοκινήτου ή άλλου μηχανοκίνητου. Δεν υπάρχει τηλεόραση, τα φώτα
κλείνουν νωρίς (οι συχνές διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος τα κλείνουν έτσι κι
αλλιώς ακόμη νωρίτερα) και οι δραστηριότητες ρυθμίζονται, όπως αποξεχάσαμε,
περισσότερο με το φως του ήλιου. Η φίλη
σιωπή με «χίλιες γλώσσες κρένει». Με το χάραμα πρωτοψάλτες τα κοτσύφια της
αυλής, σχεδόν οικόσιτα, που τσιμπολογούν τα πανωτσάμπια από το εφτακοίλι της
γυμνής κληματαριάς. Μετά ο
ήχος του νερού, όπως πηδάει από βράχο σε βράχο κατηφορίζοντας όλο το βουνό έως
ότου ανταμώσει τον κάμπο. Το ακούς το ρέμα· και το βλέπεις να γυαλίζει, ακόμη
και στο βαθύ σκοτάδι, τώρα που τα δέντρα στις όχθες του έμειναν χωρίς φύλλα. Τα
περισσότερα φυλλοβόλα του δάσους συντροφεύουν το νερό· αραιά και που καστανιές
και καρυδιές κρύβονται ανάμεσα στα ελατόπευκα κι οι λίγες κερασιές και μηλιές
αφέθηκαν στην τύχη τους στους παρατημένους κήπους. Κι η
βροχή! Στα κεραμίδια της στέγης, στις πλάκες της αυλής, στο αδιάβροχό μου!
Ξέχωρη η δική της συναυλία. Η μελωδία
του τζακιού· το εντονότατο τρίξιμο την ώρα που ακουμπά το καινούργιο λιόξυλο τη
λαίμαργη φλόγα· και μετά ο ήχος πέφτει, ακολουθεί έναν κανονικό ρυθμό με μικρές
αραιά που και που εκρήξεις. Σαν να μηνά ότι η φλόγα δεν κοιμάται, είναι εδώ για
να σε ζεσταίνει. Και να σε
γαληνεύει, όταν ο αέρας βάζει τα δυνατά του να σε τρομάξει. Σαν πόνοι γέννας·
νηνεμία στον ελάχιστο χρόνο, άκρα σιγή. Και μετά ακούς τον αγέρα να έρχεται. Κι
επειδή γνωρίζεις καλά το δάσος, νομίζεις ότι βλέπεις και την αφετηρία του. Σαν
το δρομέα· περιμένει να δοθεί το σύνθημα της εκκίνησης. Κι
ακολουθεί την ίδια τακτική στον δικό του μαραθώνιο. Στην αρχή δεν βιάζεται και
όσο πλησιάζει στο τέρμα, στο ξεμονιασμένο σπίτι, βάζει όλη του τη δύναμη. Το σπίτι
αντιστέκεται παλικαρίσια. Κι ας κοντεύει τα εκατόν πενήντα του. Μπορεί γι’
αυτό. Τόσες φορές τον νίκησε. Δεν τον περιγελά. Τον σέβεται και κάθε φορά είναι
αποφασισμένο να του αντισταθεί, αλλά με έναν τρόπο άλλο που δεν έχει σχέση με
τη βία που ξέρουμε στις λογιών αντιστάσεις. Το ακούω
να χαμογελά και να τα βρίσκει με τον αγέρα: «Έχω κόσμο κάτω απ’ το κεφάλι μου.
Ανθρώπους ζωντανούς και τους νεκρούς τους!», του λέει. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη periou.gr