Το «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», λίγο πριν γίνει το μεγάλο κραχ του σινεμά, στα τέλη της 10ετίας του ’70, ανέλαβε να δώσει συνέχεια στην μακρά ιστορία των κινηματογράφων της Σπάρτης
Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια αγκάλιασε όνειρα ανθρώπων,
χάιδεψε πόνους, φώτισε ελπίδες, πρόσφερε πολιτισμό, μόρφωση, διασκέδαση,
ψυχαγωγία … Ήταν στις 25 Δεκεμβρίου του 1968, ανήμερα τα Χριστούγεννα, τότε
που άναψαν εκτυφλωτικά τα φώτα του σινεμά «ΑΝΕΣΙΣ», στην οδό Βρασίδου 106, τότε
που το ταμείο έκοψε τα πρώτα του εισιτήρια, τότε που η μηχανή προβολής περίμενε
ανυπόμονη να δώσει (για πρώτη φορά) εικόνα και ήχο στα σκοτάδια, τότε που η
αυλαία τρεμόπαιζε αβέβαιη, πριν τραβηχτεί, για να φανεί η άσπρη οθόνη. Το «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», λίγο πριν γίνει το μεγάλο κραχ του σινεμά,
στα τέλη της 10ετίας του ’70, ανέλαβε να δώσει συνέχεια στην μακρά ιστορία των
κινηματογράφων της Σπάρτης, μετά το «ΑΤΤΙΚΟΝ», το «ΦΛΟΡΑΛ» (χειμερινό και
θερινό), τον «ΕΣΠΕΡΟ», το «ΡΕΞ», το «ΡΟΔΟΝ» και τον «ΦΑΡΟ». Στα 1968 που άνοιξε
το «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», ο κινηματογράφος ήταν
ακόμα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων που τον έβλεπαν σαν
μοναδική (σχεδόν) διέξοδο από την καθημερινότητα. Ο κόσμος επέλεγε, τότε, να «βγει έξω» οικογενειακώς ή με φίλους, να
κοινωνικοποιηθεί, να πάει τη βόλτα του,
να ευχαριστηθεί μια ταινία και να συζητήσει μετά την προβολή. Ιδρυτές της νέας αυτής σύγχρονης κινηματογραφικής αίθουσας
της Σπάρτης ήταν οι αδελφοί Νίκωνας και Παναγιώτης Παπαγιαννάκος και ο ξάδερφός
τους Βασίλης Παπαγιαννάκος. Πρώτος μηχανικός προβολής του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» ο
Μιχάλης Σμυρνιός. Το έργο με το οποίο άνοιξε την αυλαία του το σινεμά «ΑΝΕΣΙΣ»
ήταν η έγχρωμη ελληνική δραματική ταινία κατασκοπείας του 1968 «Στα σύνορα της προδοσίας», σε σκηνοθεσία του
Ντίμη Δαδήρα, σενάριο Σταμάτη Φιλιππούλη και
παραγωγή Τζέιμς Πάρις, με πρωταγωνιστές τον Κώστα Πρέκα, την Καίτη
Παπανίκα, την Ίλια Λιβυκού, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τη Βέρα Κρούσκα, τον Στέφανο
Στρατηγό κ.α.. Ήταν μια ταινία (από τις πολλές) μέσα στο πνεύμα και την ιδεολογία της δικτατορίας της 21ης Απριλίου
1967, η οποία ήδη μετρούσε ενάμισι χρόνο στην εξουσία. Σύμφωνα με το σενάριο: «Ένας μυστικός πράκτορας των Σοβιετικών, που δουλεύει στην
Κα-Γκε-Μπε, ο Γκιόργκι Δημήτριεβιτς (Κ. Πρέκας), φτάνει στην Ελλάδα με σκοπό να
αποσπάσει στοιχεία και πληροφορίες για μια μυστική βάση πυραύλων του ΝΑΤΟ. Θα
συναντήσει μια γυναίκα (Βέρα Κρούσκα), που μένει κοντά στη βάση, καθώς και μια
δασκάλα (Καίτη Παπανίκα) από ένα γειτονικό χωριό. Η δασκάλα έχει έναν ξάδελφο
που είναι ο ταγματάρχης της ελληνικής αντικατασκοπίας Κώστας Δήμου (Α.
Μπάρκουλης), ο οποίος έχει αναλάβει την αποστολή να βρει και να συλλάβει τον
επικίνδυνο κατάσκοπο. Τελικά θα καταφέρει να τον συλλάβει και στη δίκη του, που
γίνεται στο στρατοδικείο, θα αποκαλυφθεί ότι ο Σοβιετικός πράκτορας που
συνέλαβε δεν είναι άλλος από τον αδελφό του, ο οποίος την περίοδο του Εμφυλίου
πολέμου μεταφέρθηκε σε σοβιετικό στρατόπεδο.» Πολλές από τις σκηνές της ταινίας είναι γυρισμένες μέσα στο
κτίριο της Βουλής, διότι σου λέει η χούντα: «Αφού έχουμε κλείσει τη Βουλή, ας
την χρησιμοποιήσουμε για να γυρίσουμε ταινίες, να κάνουμε την προπαγάνδα μας
και να βγούνε και λεφτά». Η ταινία ήρθε 2η σε εισπράξεις εισιτηρίων ανάμεσα σε 101 που
προβλήθηκαν το 1968, κόβοντας 711.051 εισιτήρια. Αποτελεί τη μεγαλύτερη
εμπορική επιτυχία του Ελληνο-Αμερικανού παραγωγού Τζέιμς Πάρις (Δημήτρη
Παρασχάκη). Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1968. Στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1968 κέρδισε το βραβείο αρτιότερης παραγωγής,
σκηνοθεσίας, α΄ ανδρικού ρόλου (Κώστας Πρέκας) και β΄ γυναικείου ρόλου (Ίλυα
Λιβυκού), ενώ απέσπασε Βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου (Ίλυα Λιβυκού) στο Φεστιβάλ
Cambridge Boston (Η.Π.Α.), το 1969. Οι Σπαρτιάτες θεατές της πρεμιέρας, αφού πρώτα σχημάτισαν
ουρές που έφτασαν μέχρι την Παλαιολόγου, κατέκλυσαν (κυριολεκτικά) την απέραντη
αίθουσα του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» με τα 510 αναπαυτικά καθίσματα (χώρια οι όρθιοι),
θαύμασαν ένα καινούριο, σύγχρονο κινηματογράφο με μια όμορφη, μοντέρνα πρόσοψη
φωτισμένη άπλετα με ΝΕΟΝ, με μια ευρύχωρη, εντυπωσιακή αίθουσα, μεγάλη οθόνη με
αυλαία και θεατρική σκηνή, παρασκήνια, υπέροχο φωτισμό και μοντέρνα διακόσμηση,
άνετο προθάλαμο- καπνιστήριο, μπαρ με πλήρη εξοπλισμό, πολιτισμένες – σύγχρονες
τουαλέτες και μηχανή προβολής τελευταίου τύπου με πεντακάθαρη εικόνα και
κρυστάλλινο ήχο, χωρίς τις συνηθισμένες διακοπές και βλάβες που παρουσίαζαν οι
παλιές μηχανές. Τέλος, η «ΑΝΕΣΙΣ» διέθετε συρόμενη – ανοιγόμενη οροφή, που της επέτρεπε να
λειτουργεί και ως θερινό σινεμά. Η πρόσοψη του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», είχε έναν στενό εξώστη και
χωριζόταν σε δυο επίπεδα: Στο πάνω επίπεδο ήταν το καμαράκι με τη μηχανή προβολής και
τους άλλους βοηθητικούς χώρους (το σινεμά «ΑΝΕΣΙΣ» δεν είχε εξώστη). Τρία μικρά
παράθυρα έβαζαν φως στον χώρο αυτό. Μπροστά, στην όψη του δρόμου, υπήρχαν 8
διακοσμητικά κολονάκια, πάνω στα οποία ήταν «πλαγιασμένο», με γράμματα καλλιτεχνικά,
επενδυμένα με φωτισμό «νέον», το όνομα του σινεμά: «Σινε Άνεσις». Στο κάτω μέρος, στο ισόγειο, ήταν η είσοδος του σινεμά. Στους εξωτερικούς τοίχους, δεξιά και αριστερά
της εισόδου, υπήρχαν δυο προθήκες με τζάμι για την ανάρτηση των φωτογραφιών και
των αφισών της ταινίας που παιζόταν αλλά και των «ΠΡΟΣΕΧΩΣ». Άλλη μια προθήκη
βρισκόταν αριστερά στο στεγασμένο εξωτερικό μέρος της εισόδου και δεξιά,
απέναντί της ήταν το ταμείο με το κλασικό ημικυκλικό τζαμάκι. Ένας μεγάλος
φεγγίτης, πάνω δεξιά στην πρόσοψη, φώτιζε το χώρο του μπαρ που βρισκόταν πίσω
του και στο δεξιό άκρο βρισκόταν η
ξύλινη πόρτα εξόδου. Η πόρτα της εισόδου ήταν μέρος μιας μεγάλης τζαμαρίας. Απ’
αυτήν έμπαινες στον μεγάλο προθάλαμο-καπνιστήριο: Δεξιά σου ήταν το μοντέρνο
και πολυτελές μπαρ κι αριστερά δυο μαρμάρινες σκάλες με κιγκλιδώματα που η μια
οδηγούσε στον πάνω όροφο (στη μηχανή προβολής)
κι η άλλη κατέβαινε στις
τουαλέτες. Από δυο μεγάλες, βαριές, ξύλινες πόρτες με μόνωση για τον ήχο και
κουρτίνες βαριές για το φως, έμπαινες στην αίθουσα προβολής. Τα καθίσματα,
αναπαυτικά και ανακλινόμενα, σε γαλάζιο χρώμα, ήταν στοιχημένα σε δυο πλατιές
παρατάξεις, με ένα φαρδύ διάδρομο ανάμεσά τους και άλλους δυο στενότερους
διαδρόμους δεξιά και αριστερά. Στο βάθος ήταν η μεγάλη οθόνη με μια μεγάλη
σκηνή μπροστά της, καλυμμένη με βαριά
βαθυγάλαζη αυλαία, που αποσυρόταν πριν αρχίσει η προβολή. Δεξιά κι αριστερά της
σκηνής, στις απολήξεις των πλαϊνών διαδρόμων, ήταν οι είσοδοι των παρασκηνίων,
τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί των θεατρικών θιάσων που επισκέπτονταν τη
Σπάρτη για παραστάσεις. Η αίθουσας ζεσταινόταν με σύγχρονο σύστημα κεντρικής
θέρμανσης και ο φωτισμός της αίθουσας γινόταν από όμορφες μοντέρνες πλαφονιέρες
που στόλιζαν τους τοίχους ψηλά, ενώ η διακόσμηση στηριζόταν σε γεωμετρικά
μοτίβα πάνω σε πορτοκαλιά, γαλάζια και λευκά πάνελ. Το καλοκαίρι, σχεδόν
αθόρυβα, αποσυρόταν αργά – αργά η οροφή και η «ΑΝΕΣΙΣ» μετατρεπόταν σε ένα
όμορφο θερινό σινεμά. Το βραδινό καλοκαιριάτικο αεράκι εισέβαλε απαλά και
διακριτικά στην αίθουσα και οι θεατές δεν ήξεραν αν πρέπει να αγναντεύουν τ’
αστέρια και το φεγγάρι ή να παρακολουθούν την ταινία. Ύστερα από μεγάλες
καλλιτεχνικές και εισπρακτικές επιτυχίες (κινηματογραφικές και θεατρικές) το
«ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» άλλαξε χέρια το 1980 και ενοικιάστηκε στον Αλέκο Οικονομάκο από
το Γύθειο, ο οποίος, τότε, ξεκινούσε τη μεγάλη θητεία του ως κινηματογραφικός επιχειρηματίας, η οποία
συνεχίζεται έως και σήμερα με το CINEMA CENTER. Η μεγάλη κρίση του κινηματογράφου, όμως, είχε ήδη αρχίσει. Η
τηλεόραση εισέβαλε σαν χιονοστιβάδα στα ελληνικά σπίτια και η ραγδαία εξάπλωση
του βίντεο, της βιντεοκασέτας και των βιντεοκλάμπ δημιούργησε ανυπέρβλητες
δυσκολίες επιβίωσης στα σινεμά όλης της χώρας, πολλά εκ των οποίων άρχισαν να
κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Ο παλιός καιρός είχε περάσει ανεπιστρεπτί, οι
γενιές άλλαζαν τρόπο ζωής και γούστα και οι δόξες του σινεμά κλείστηκαν στο
χρονοντούλαπο της ζωής. Μαζί με το μεγαλείο της εποχής του καλού παλιού
κινηματογράφου έσβησαν (το ένα μετά το άλλο) και τ’ άστρα των παλαιών,
παραδοσιακών κινηματογράφων. Παρά ταύτα, η «ΑΝΕΣΙΣ», χάρη στο μεράκι, την αγάπη και την
αφοσίωση του Αλέκου Οικονομάκου και με μηχανικό προβολής τον Βαγγέλη
Ζαχαρόπουλο από την Κοκκινόραχη, κατάφερε (με αγώνα και πολλές θυσίες) να
επιβιώσει ως το 2002, οπότε επέστρεψε στον ιδρυτή της Νίκωνα Παπαγιαννάκο, ο
οποίος (με τη βοήθεια του γιου του) ανακαίνισε το σινεμά και με πολύ καλές
επιλογές ταινιών κατάφερε να το λειτουργήσει ως τον Ιανουάριο του 2004, οπότε
επήλθε η οριστική παύση της λειτουργίας του. Κάποια στιγμή, σ’ αυτή τη πορεία προς το προδιαγεγραμμένο
τέλος, το «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» «ακούμπησε» στο μαξιλάρι της ελπίδας: Το 1996, ο τότε
Υπουργός Πολιτισμού Σταύρος Μπένος (ΠΑΣΟΚ) βρέθηκε στη Σπάρτη, έγινε κοινωνός
του προβληματισμού της τοπικής κοινωνίας για την τύχη του τελευταίου
κινηματογράφου της πόλης, επισκέφθηκε το σινεμά, είχε συζήτηση με την τότε
δημοτική αρχή, με τον Αλέκο Οικονομάκο κι εκπροσώπους των πολιτών και πρότεινε
να κηρυχθεί η «ΑΝΕΣΙΣ» «διατηρητέο
σινεμά κατά χρήσιν», υποσχόμενος σημαντική επιχορήγηση και βοήθεια από το
Υπουργείο για την εξαγορά του. Δυστυχώς η ειλικρινής προσπάθεια του Σταύρου
Μπένου δεν καρποφόρησε κι έτσι μια
μεγάλη και μοναδική ευκαιρία για να αποκτήσει η Σπάρτη δημοτικό κινηματογράφο
χάθηκε για πάντα, για να επαναληφθεί (δυστυχώς) το ίδιο έργο αργότερα και με το
θερινό σινεμά ΡΟΔΟΝ! Και δεν είναι μόνο πως η Σπάρτη έχασε απλώς μια
κινηματογραφική αίθουσα και πια δεν θα μπορούσαν οι Σπαρτιάτες να έρχονται σε
επαφή με την λεγόμενη 7η Τέχνη: Πέραν των ταινιών, στο «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» έρχονταν
και θεατρικοί θίασοι με αξιόλογα έργα και οι Σπαρτιάτες (πολλές φορές και τα
σχολεία) είχαν τη δυνατότητα να έρχονται σε επαφή μ’ αυτήν την υψηλή μορφή
Τέχνης, το Θέατρο, το οποίο δημιουργεί
έναν πλατύ, ψυχικά πλούσιο και ακέραιο πολιτισμό στον τόπο. Ακόμα, στην αίθουσα
του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» παρουσιάζονταν κι άλλες μορφές τέχνης και πολιτισμού
(συναυλίες μουσικές και χορωδιακές, Θέατρο Σκιών, χορευτικές παρουσιάσεις,
ομιλίες, διαλέξεις, κλπ, κλπ ) ενώ η αίθουσα, πολλές φορές, κάλυπτε τις ανάγκες
πολιτικών, κοινωνικών, συνδικαλιστικών κ.α. συγκεντρώσεων κι εκδηλώσεων. Με
λίγα λόγια ο κινηματογράφος «ΑΝΕΣΙΣ» είχε μια πολύ αξιόλογη παρουσία και
προσφορά στην πολιτιστική, πνευματική, κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης και
το κλείσιμό του υπήρξε πραγματική απώλεια για τη Σπάρτη αλλά και για τη Λακωνία
ευρύτερα. Το κλειστό, πλέον σινεμά, για 3 περίπου χρόνια, συνέχιζε να
θυμίζει με την παρουσία του και μόνο, στιγμές παλιές, κομμάτια της ψυχής μιας
πόλης, που κάποτε είχε χρώμα και άρωμα και γεύση και μυρωδιά και ζεστασιά. Όλοι
οι άνθρωποι που αγάπησαν το «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» ήξεραν, πλέον, πως το τέλος ήταν
κοντά. Κι ένα πρωινό του Μάη του 2008, οι μπουλντόζες μετέτρεψαν το «ΣΙΝΕ
ΑΝΕΣΙΣ» σε οριστική ανάμνηση. Όλα κατεδαφίστηκαν μέσα σε μια μέρα. Νύχτωσε…
ξημέρωσε κι η μπουλντόζα, ακίνητη πάνω στο σωρό των ερειπίων, ατένιζε
απειλητικά την οθόνη του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», που ακόμα στεκόταν όρθια, ήρεμη,
κουρασμένη, έτοιμη να παραδοθεί στην ανυπαρξία. Για πρώτη φορά στη «ζωή» της
(και τελευταία) η οθόνη του «ΣΙΝΕ
ΑΝΕΣΙΣ» αντίκριζε το φως και τον «έξω κόσμο». Για πρώτη και τελευταία φορά το
έργο παιζόταν όχι πάνω στο λευκό «πανί» της αλλά απέναντί της, πάνω και μπροστά
στο λόφο από τα ερείπια της ζωής της και, δυστυχώς, αυτό το έργο ήταν αληθινό! Σ’ αυτό το τελευταίο «αντίο», δεν είχαμε, τότε, παρά να
δώσουμε στην «ΑΝΕΣΗ» ένα κρυφό μας δάκρυ, μαζί κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ», τόσο
σ’ αυτήν, όσο και στους ανθρώπους που τη δημιούργησαν, τη δούλεψαν, τη
φρόντισαν και την αγάπησαν επί 38 ολόκληρα χρόνια. Ύστερα, μια πολυκατοικία σκέπασε την ύπαρξη του «ΣΙΝΕ
ΑΝΕΣΙΣ», σαν σύγχρονο μαυσωλείο. Με το τέλος του «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ», έκλεισε οριστικά το μεγάλο
και σημαντικό βιβλίο των κινηματογράφων της Σπάρτης, των «χρυσών» 10ετιών
1930-1970. Έμειναν μόνο τα ονόματά τους σαν θησαυροί μνήμης και προσωπικών
ιστοριών. Δυστυχώς για μας, έτσι γρήγορα που σβήνουν τα κομμάτια της
ζωής που ζήσαμε, σίγουρα θα ’χουμε πεθάνει πριν το θάνατό μας. «(…) Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, Μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων, Τα πιο κοντά βγάζουν καπνό ακόμη, Κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. (…) Δε θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, Τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.» (Κ. Π. Καβάφης – Τα κεριά) ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ, ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΙ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΦΙΛΟΞΕΝΗΘΗΚΑΝ ΣΤΟ «ΣΙΝΕ ΑΝΕΣΙΣ» 1969 1970 Η ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ μεταξύ των οποίων και
για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και βραβεύτηκε με 4, μεταξύ των οποίων και για
Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Το 2003 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του
Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να
ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. 1971 Η ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ και κέρδισε 5, μεταξύ
των οποίων και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Επίσης κέρδισε 3 Χρυσές Σφαίρες και 1
Βραβείο BAFTA. 1972 1994 1999 Τ έ λ
ο ς Σπάρτη 28-9-2021
Βαγγέλης Μητράκος