Η κραταιά κι ένδοξη Μονή Βροντοχίου είναι το αρχαιότερο και μεγαλύτερο μοναστήρι του λόφου του Μυστρά και η επωνυμία του αναφέρεται στα χρυσόβουλλα, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του καθολικού
Ο βυζαντινός Μυστράς, δυστυχώς, με απόφαση της ελληνικής
Πολιτείας, από μία ζωντανή κωμόπολη που ήταν από την εποχή του Δεσποτάτου του
Μορέως, την περίοδο της τουρκοκρατίας και μετέπειτα από την απελευθέρωσή μας
έως και την ίδρυση της Νέας Σπάρτης στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα, μετατράπηκε
σε μια «νεκροπολιτεία» και οι εκκλησιές του σε μουσεία. Κι αυτό σε αντίθεση με
το ζωντανό παράδειγμα της Μονεμβασιάς που συνεχίζει την αταλάντευτη πορεία της
μέσα στο χρόνο, συνδυάζοντας το ιστορικό παρελθόν της με το σήμερα. Μια φορά το χρόνο, λοιπόν, μόλις αρχίζει το φθινόπωρο,
τελείται η Θεία Λειτουργία στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας, Καθολικό της
πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μονής του Βροντοχίου του Μυστρά, την Κυριακή προ της
Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, που γίνεται η απόδοση της θεομητορικής εορτής του
Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο σεβαστός παπα-Λάζαρος Σκάγκος, εφημέριος Μυστρά, παρά τις
πρακτικές δυσκολίες που υπάρχουν, αφού ένας τυπικά μουσειακός χώρος πρέπει να
ξαναγίνει λατρευτική εστία, εκτελεί αγόγγυστα αυτό το ιερό καθήκον, που
ξεκίνησε με μεγάλες κι επίμονες προσπάθειες του Σεπτού Ποιμενάρχη μας
Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου και του ιδίου, ώστε να
εξασφαλιστεί η απαραίτητη άδεια από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία και να
λειτουργηθεί αυτός ο χώρος που κάποτε φιλοξένησε ιερομόναχους, μοναχούς και
άρχοντες και είναι γεμάτος από ιστορικές μνήμες. Η εμπειρία της συμμετοχής στη Θεία Λειτουργία στην Παναγία
της Οδηγήτριας ή Αφεντικό είναι μοναδική κι αξέχαστη, αφού βιώνει κανείς την
Ιστορία που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του, καθώς δεν υπάρχει το τέμπλο και ο
Ιερέας με τα λαμπρά άμφιά του τελεί τη Θεία Λατρεία υπό τα βλέμματα όλων,
ενώ οι ψάλτες με τους βυζαντινούς ύμνους
συντελούν στην αισθητοποίηση της κοινής προσευχής προς τον Τριαδικό μας Θεό,
όπως γινόταν από τους προγόνους μας πριν από εκατοντάδες χρόνια. Η κραταιά κι ένδοξη Μονή Βροντοχίου είναι το αρχαιότερο και
μεγαλύτερο μοναστήρι του λόφου του Μυστρά
και η επωνυμία του αναφέρεται στα χρυσόβουλλα, που εικονίζονται
στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του καθολικού. Εικάζεται ότι το όνομά της
πρέπει να σχετίζεται με την ονομασία της περιοχής, ο ιδιοκτήτης της οποίας λεγόταν Βροντόχιος. Ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και υπαγόταν στον πατριάρχη
της Κωνσταντινούπολης. Διέθετε μεγάλο πλούτο και είχε πολλά προνόμια,
αποτελώντας το κέντρο της πνευματικής
ζωής του Μυστρά. Είχε μία από τις πιο πλούσιες
και πιο σπουδαίες βιβλιοθήκες και
ήταν ο τόπος, όπου δίδαξαν σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο
φιλόσοφος Πλήθων ή Γεμιστός. Στη Μονή
πιθανολογείται ότι βρισκόταν και
εργαστήριο, το λεγόμενο σκριπτόριο, στο
οποίο γινόταν η αντιγραφή χειρόγραφων κωδίκων από ειδικά εκπαιδευμένους
εγγράμματους μοναχούς. Στο μοναστηριακό συγκρότημα του Βροντοχίου, την εποχή της
ακμής του, βρίσκονταν δύο επιβλητικές εκκλησίες, από τις ωραιότερες του Μυστρά,
ο ιερός ναός των Αγίων Θεοδώρων και ο ιερός ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας,
που λέγεται και Αφεντικό, οι οποίες διασώζονται έως σήμερα. Ο ναός της Οδηγήτριας (Αφεντικό) ολοκληρώθηκε από τον
κτήτορα Παχώμιο ανάμεσα στα έτη 1310-1320 και έγινε το νέο καθολικό της μονής,
ενώ η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων χρησίμευε ως κοιμητηριακό παρεκκλήσιο. Η
πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον ναό της Οδηγήτριας γίνεται σε κώδικα που αφιέρωσε
στη μονή, τα έτη 1311-1312, ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Νικηφόρος Μοσχόπουλος,
ενώ η ονομασία Αφεντικό φαίνεται ότι καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τα
επίσημα πρόσωπα που συγκέντρωνε και την μεγάλη περιουσία που κατείχε δηλαδή ως
ο πλέον δυνατός «αφέντης» της περιοχής. Στο Αφεντικό εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά η ολοκληρωμένη
αρχιτεκτονική μορφή του λεγόμενου «μικτού» ή «τύπου του Μυστρά», που αποτέλεσε
αργότερα πρότυπο για την Παντάνασσα και τη μετασκευή του ιερού ναού του Αγίου
Δημητρίου. Πρόκειται για διώροφο τύπο, που συνδυάζει τη διάταξη της τρίκλιτης
βασιλικής στο ισόγειο και του πεντάτρουλου σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου
ναού στον όροφο. Διώροφος είναι επίσης και ο νάρθηκας στα δυτικά, στο μέσο του
οποίου υψώνεται ένας ακόμη τρούλος. Στον όροφο σχηματίζεται διάδρομος, ο οποίος
διατρέχει σε ολόκληρο το μήκος τα πλαϊνά κλίτη και τον νάρθηκα. Τον
αρχιτεκτονικό αυτό τύπο κατά κάποιο τρόπο επέβαλε το αυτοκρατορικό τυπικό της
Κωνσταντινούπολης, που επικράτησε στον λόφο του Μυστρά μετά από την ίδρυση το
1349 του δεσποτάτου του Μορέως, καθώς προέβλεπε ότι ο δεσπότης και οι άρχοντες
θα παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία από τα υπερώα των ναών. Αρχικά ο ναός είχε δύο πύργους-παρεκκλήσια προσκολλημένα στη
βόρεια και στη νότια άκρη του νάρθηκα, τα οποία περιβάλλονταν από στοές.
Αργότερα, στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, προστέθηκαν το βορειοανατολικό και το
νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο και κτίστηκε με τοίχο η νότια στοά. Στο βορειοδυτικό
παρεκκλήσιο του νάρθηκα βρίσκονται οι τάφοι του κτήτορα Παχωμίου και του
δεσπότη Θεοδώρου Α΄ Παλαιολόγου, ο οποίος πέθανε το 1407. Στη νοτιοδυτική γωνία
του ναού υψώνεται τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί
και αργότερα παρέμεινε ερειπωμένος. Στο εσωτερικό του, σήμερα, διατηρούνται σε
αποσπασματική μορφή τοιχογραφίες του πρώιμου 14ου αιώνα. Εικονίζουν ευαγγελικές
σκηνές, αλλά και μεμονωμένες μορφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, οι
οποίες φανερώνουν το υψηλό επίπεδο των δημιουργών τους. Η αφιέρωση του ναού στο
όνομα της Οδηγήτριας, η αρχιτεκτονική του, η τοιχοποιία του, η διάρθρωση των
εξωτερικών του επιφανειών και η εξαιρετική ποιότητα του εσωτερικού του
διακόσμου τον συνδέουν με την καλλιτεχνική παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Αξιωθήκαμε και φέτος να λειτουργηθούμε στην Παναγία την
Οδηγήτρια κι ευχόμαστε και του χρόνου ο αγαπητός παπα-Λάζαρος και οι συνεργάτες
του να μας καλέσουν να συμπροσευχηθούμε μαζί τους. Γιάννης Μητράκος