Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/56027/

Spartorama - Print | Λαογραφικά σημειώματα: «Θα σε ξορκίσω με τον απήγανο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Λαογραφικά σημειώματα: «Θα σε ξορκίσω με τον απήγανο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Λαογραφικά σημειώματα: «Θα σε ξορκίσω με τον απήγανο», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Μαράθηκε ο απήγανος. Κάποιο «κακό» πέρασε απ’ το σπίτι αλλά το «ρούφηξε» ο απήγανος»
Οδός Εμπόρων

Ο απήγανος δεν έλειψε ποτέ από το σπίτι μου το πατρικό. Μα σε γλάστρα (συνήθως κοντά στην πόρτα) … μα στο παρτέρι της αυλής … μα στον κήπο … ο απήγανος ήταν πάντα παρών. Και σήμερα ακόμα, τόσα χρόνια μετά, έχει ο απήγανος της μάνας μου επιβιώσει σε κάτι παλιές γλάστρες και σε μερικές νεότερες, αφού «πιάνει» εύκολα και δε θέλει πολλή φροντίδα.

Μικρά παιδιά που είμαστε δεν καταλαβαίναμε τι το ’θελε η μάνα μας αυτό το «κακάσχημο» φυτό, που και τα λουλούδια του δεν ήτανε όμορφα, χρωματιστά και μοσχοβολιστά αλλά (κυρίως) βρομοκόπαγε όταν το πλησίαζες ή το άγγιζες.

-Να το βγάλουμε, μάνα, να το πετάξουμε; Τούτο δω βρομάει …

-Μην το πειράξετε. Είναι φυλαχτό για το σπίτι. Διώχνει το «Σκατοξύλη» και μας φυλάει από τη γλωσσοφαγιά, το κακό το μάτι και από τα μάγια. Γι’ αυτό και στα φυλαχτά σας έχω βάλει και απήγανο.

Και τότε ασυναίσθητα πιάναμε κάτω από τη μασχάλη μας το μικρό φυλαχτό με τη χάντρα που μας είχε ράψει και κρεμάσει από τη φανέλα με μια παραμάνα (όλα τα παιδιά τότε φοράγανε φυλαχτά) και το μυρίζαμε και πράγματι μαζί με τη μυρουδιά του λιβανιού και των άλλων αγιωτικών (λαδάκι καντήλας, σταυρολούλουδα…) που είχε μέσα η μάνα μας, μας ερχότανε κι εκείνη του απήγανου από τον ξερό σπόρο του, που είχε βάλει καταπώς της είχε πει κάποτε η γιαγιά της, εκεί στο χωριό Κουρουνιού της Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας.

Κι άλλες φορές η μάνα μας έλεγε για καμιά γειτόνισσα που δεν είχε καλό «αναραχό» (ποδαρικό):

-Θα τη ξορκίσω με τον απήγανο!

Βέβαια ποτέ δεν το ’κανε η μάνα μου, γιατί ήτανε από τη φύση της καλή ψυχούλα, το ’λεγε όμως έτσι, σαν ανώδυνο ξόρκι, όπως το είχε ακούσει από τη γιαγιά και τη μάνα της.

Κι άλλες φορές, εκεί που πότιζε τα λουλούδια, παρατηρούσε τον απήγανο που είχε φυτεμένο κι έλεγε:

-Μαράθηκε ο απήγανος. Κάποιο «κακό» πέρασε απ’ το σπίτι αλλά το «ρούφηξε» ο απήγανος.

Γιατί ο λαός μας, από τα πανάρχαια χρόνια, μάλλον εξαιτίας της βαριάς και δυσάρεστης μυρουδιάς του απήγανου, τον φόρτωσε με δοξασίες μαγικές και προλήψεις, ότι βοηθάει να ξεπεραστούν προβλήματα στην οικογένεια ή στη δουλειά και ότι είναι το πιο δυνατό ξόρκι κάθε κακού και ιδιαίτερα για τα παιδιά του σπιτιού:

Γι’ αυτό και λέγανε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, με φραστικές παραλλαγές, τα παρακάτω:


-Ξορκισμένος με τον απήγανο.

-Ξορκισμένος με τον απήγανο και με το μαύρο χορταρούδι.

-Βάλε απήγανο στον κόρφο σου.

-Να πιει τον απήγανο να σκάσει σα ντο δαίμονα.

-Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο, πειρασμέ!

-Ξόρκιζε με τον απήγανο, σταύρωνε με το αλάτι.


Ο απήγανος ήταν γνωστός στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων και εξαιτίας των «μαγικών» ιδιοτήτων που του απέδιδαν εθεωρείτο ιερό φυτό του Άρη και του Κρόνου. Και στην Οδύσσεια του Ομήρου συναντάται ο απήγανος. Λέγεται, πως το βότανο που έδωσε στον Οδυσσέα ο Ερμής, για να προστατευτεί από τα μάγια της Κίρκης και να μη μεταμορφωθεί σε χοίρο όπως οι σύντροφοί του, δεν ήταν άλλο από τον απήγανο:

«Το χέρι μου ΄σφιξε, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου ΄πε:

Για πού τραβάς ξανά, βαριόμοιρε, στ? ακρόβουνα μονάχος,

του τόπου ακάτεχος; Οι επίλοιποι σύντροφοι σου στης Κίρκης

ως χοίροι κλειδωμένοι βρίσκουνται σε στεριές μάντρες μέσα.

Να τους γλιτώσεις μήπως έρχεσαι; Κι ατός σου δε διαγέρνεις

ξοπίσω λέω σε λίγο συντροφιά θα κάνεις με τους άλλους!

Ωστόσο θέλω από τα βάσανα να σε γλιτώσω τούτα.

Να πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης

σα μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακηώρα να μη σε ΄βρει.

Τις πονηριές της Κίρκης άκουσε μιαν άκρη ως άλλη τώρα:

Πιοτό θα σου ετοιμάσει, βάζοντας κακά βοτάνια μέσα,

μα κι έτσι εσένα δε θα πιάσουνε τα μάγια, δε θ? αφήσει

το καλοβότανο που σου ΄δωκα? …»

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ – ΡΑΨΩΔΙΑ Κ΄

 

Με τέτοιες βαθιές «ρίζες» ο απήγανος έγινε κομμάτι της ελληνικής παράδοσης και οι θρύλοι του μαζί και οι ιστορίες του ταξίδεψαν από γενιά σε γενιά μέσα από τις παραδόσεις του ελληνικού λαού. Μια από τις πολλές ονομασίες του απήγανου είναι και η ονομασία «σιδερόχορτο». Κρατώντας ως υποσημείωση ότι υπάρχουν κι άλλα φυτά μ’ αυτήν την ονομασία, καταγράφουμε δυο όμορφες παραδόσεις που διέσωσε ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης: 

Το σιδερόχορτο

(πολλαχού)

Το σιδερόχορτο είναι ένα βοτάνι που ανοίγει κάθε κλειδωνιά και έχει τη δύναμη να σπάζη όλα τα σίδερα. Μ’ αυτό μπορεί ν’ ανοιχτούν οι σιδερόπορταις, που κλείνουν τα μέρη που είναι θησαυροί. και σ’ ένα μάλιστα υπόγειο, στο Τούρκικο, αποπάνω από τη σιδερόπορτα είναι γράμματα που λεν, πως αυτός ο θησαυρός είναι εκεινού που βαστά απάνου του σιδερόχορτο. Σ’ αυτό το υπόγειο μπορεί κανείς να έμπη όταν θέλη, γιατί η πόρτα ανοίγει με ευκολία. Και βλέπει μέσα σωρούς τα φλωριά και τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια. Μα άμα δοκιμάσης να πάρης το παραμικρό, κλείνει η σιδερόπορτα και δεν ανοίγει, αν δεν παραιτήσης ό,τι πήρες. Αν έχης όμως σιδερόχορτο την ανοίγεις μ’ αυτό και παίρνεις όλο το θησαυρό. Σ’ άλλους θησαυρούς για να ’μπης μέσα πρέπει ν’ ανοίξεις τη σιδερόπορτα με το σιδερόχορτο.

Καμιά φορά που απολούν τ’ άλογα στα λιβάδια να βοσκήσουν, οι σιδερένιες κλάππαις που τους βάνουν στα πόδια για να μη φύγουν βρίσκονται ξεκλειδωμέναις. Αυτό γίνεται, γιατί φαίνεται πως εκεί στο χορτάρι που περπατεί τ’ άλογο βρίσκεται σιδερόχορτο κι αγγίζουν απάνω του οι κλάππαις και ξεκλειδώνονται. Αλλά πού να τό βρης μέσα στ’ άλλα χόρτα! Για να το βρουν μόνον μ’ ένα τρόπο μπορούν να πετύχουν. Να βρουν φωλιά σκαντζόχερου που να ’χει τα μικρά του και να τα κουκουλώσουνε με χώμα. Ο σκαντζόχερος θα πάγη αμέσως να βρη το σιδερόχορτο για να τα ξεχώση με δαύτο, και αν σταθή ο άνθρωπος επιτήδειος να τα’ αρπάξη από του σκαντζόχερου το στόμα, έκανε την τύχη του. 

 

Του σιδεροχόρταρου

(Λακκοβίκια Μακεδονίας)

Του σιδηροχόρταρου είν’ ένα χουρτάρι που ανοίγει κάθε κλειδωνιά και γκρεμίζει κάθε τοίχο. Κανείς δεν το ξέρει πού είναι και πού βρίσκεται παρά μόνο ο σκαντζόχοιρος. Γι’ αυτό όποιος θέλει να τ’ αποχτήση πρέπει να βρη μια φωλιά σκαντζόχερου που να ’χη τα μικρά του μέσα, και όταν λείπη ο σκαντζόχερος να φράξει γύρω τη φωλιά μ’ έναν τοίχο από πέτραις και να παραφυλάη εκεί κοντά κρυμμένος. Όντας θα ’ρθη ο σκαντζόχερος και δεν θα μπορή να μπη στα παιδιά του, θα τρέξη να βρη το σιδηροχόρταρου και αγγίξει μ’ αυτό τον τοίχο, ο τοίχος θα πέση. Τότε κείνος που παραφυλάγει, να προφτάση ν’ αρπάξη από το στόμα του σκαντζόχερου το χόρτο. Είναι όμως δύσκολο να το κατορθώση, γιατί ο σκαντζόχερος μόλις γκρεμίση τον τοίχο της φωλιάς του αμέσως το καταπίνει. 

Τούτες τις πανέμορφες και αγνές παραδόσεις θα είχε ακούσει από τη γιαγιά και τη μάνα του ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης κι εμπνεύσθηκε να γράψει ένα τρυφερό ποίημα αγάπης που μοιάζει σε όλα με τραγούδι δημοτικό:

 

Το σιδερόχορτο

Σύρε να πης της μάνας σου να μη σε μανταλώνη

με τις διπλές τις κλειδωνιές και τις βαριές αμπάρες,

γιατί θα πάρω τα βουνά, τους κάμπους θα γυρίσω,

να βρω το σιδερόχορτο, ν’ ανοίξω να μπω μέσα.

-Και πού το ξέρεις να το βρης και πώς θα το γνωρίσης;

-Θα πα’ να βρω σκαντζόχερα με τα μικρά παιδιά του

και θα του πάρω τα παιδιά, στο χώμα θα τα θάψω.

Θε να γυρνά ο σκαντζόχερας τριγύρω στα θαμμένα,

και, σαν ιδή που δεν μπορεί το χώμα να σαλέψη,

θα τρέξη εδώ, θα τρέξη εκεί, θα ψάξη με λαχτάρα,

να βρη το σιδερόχορτο, στο στόμα να το φέρη,

για να τ’ αγγίξη στο σωρό, να σκορπιστή το χώμα.

 

Η αποτρεπτική δυναμη του απήγανου κατά του «κακού» έχει, μέσα από την λαϊκή παράδοση, επιβιώσει, με διάφορες μορφές, ως τις νεότερες εποχές. Έτσι βλέπουμε στην ταινία «Τζιπ, περίπτερο και αγάπη», του 1957, εκεί που η Μαρίκα Νέζερ κάνει στο Νίκο Σταυρίδη ερωτική εξομολόγηση, εκείνος φεύγει πανικόβλητος και βγαίνοντας από την πόρτα του σπιτιού «σταυρώνει» το στήθος του λέγοντας με την χαρακτηριστική φωνή και τον μοναδικό τρόπο του: «Ξορκισμένη να ’σαι με τον απήγανο».

Εκτός από τους Έλληνες και πολλοί άλλοι αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τον απήγανο ή ακόμα και λάτρευαν τις ιδιότητές του. Οι Ρωμαίοι, π.χ., καλλιεργούσαν το φυτό αυτό και το είχαν επάνω τους όταν επισκέπτονταν φυλακισμένους, επειδή πίστευαν ότι προστάτευε από το «κακό μάτι». Οι Κινέζοι τον χρησιμοποιούσαν για την εξουδετέρωση αρνητικών σκέψεων ή επιθυμιών. Οι Κέλτες μάγοι έλεγαν ότι ο απήγανος εξασφάλιζε προστασία από τα μαγικά ξόρκια και ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προαγωγή των θεραπειών από ασθένειες. Ο απήγανος ήταν, επίσης, ιερός για τους αρχαίους Εβραίους, τους Αιγύπτιους και τους Καληδόνες, που πίστευαν ότι ήταν ένα δώρο από τους θεούς. Τέλος, στη Λατινική Αμερική, κατά την αρχαιότητα, ο απήγανος χρησιμοποιούνταν από τους ιθαγενείς για μαγικά ξόρκια. Θεωρούνταν ότι, αν κάποιος τοποθετούσε ένα κλωνάρι κάτω από το φως του φεγγαριού πριν το δώσει στο αγαπημένο του πρόσωπο, κέρδιζε την καρδιά του για πάντα. Στη Λιθουανία απήγανος συμβολίζει τη γυναικεία αγνότητα. Γι’ αυτό τα νεαρά κορίτσια φορούν στεφάνια από απήγανο σε γιορτές. Θεωρήθηκε επίσης ότι ο απήγανος συμβολίζει την ανθρώπινη λύπη, τον ψυχικό πόνο αλλά και την μεταμέλεια. Ίσως γι αυτό οι Καθολικοί το χρησιμοποίησαν για να ραίνουν με αγίασμα το εκκλησίασμα.

Όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα όπλα πίστευαν ότι οι τσακμακόπετρες του όπλου βρασμένες μαζί με απήγανο και βερβένα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίτευξη του στόχου.

Η μορφή του φύλλου του απήγανου αποτέλεσε τη βάση για το σχεδιασμό των «σπαθιών» στα χαρτιά της τράπουλας και το φυτό εθεωρείτο τόσο σημαντικό ώστε αξιώθηκε και μιαν αναφορά του από τον Σαίξπηρ στην τέταρτη πράξη του Άμλετ, εκεί που η Οφηλία, τρελαμένη απ’ τον ξαφνικό χαμό του πατέρα της από το χέρι του αγαπημένου της τραγουδά: 

«Να, εδώ δεντρολίβανο, είναι για θυμητικό· θυμήσου, αγάπη μου, να ζεις· κι εδώ είναι πανσέδες, για να με συλλογίζεσαι. … Εδώ μάραθο για σένα και καμπανάκια· για σένα απήγανο· να και λίγο για μένα· αυτό το λένε και βοτάνι της κυριακάτικης χάρης … Να μια μαργαρίτα· θα σου ’δινα λίγα γιούλια…». 

Η λαϊκή πίστη στις αποτρεπτικές και προφυλακτικές ιδιότητες του απήγανου ήταν τόσο ισχυρή ώστε παλαιότερα κανείς δεν ξεκινούσε να πάει κάποιο ταξίδι χωρίς να πάρει μαζί του και απήγανο. Έτσι βλέπουμε τον Μπαρμπα – Γιώργο σε μια παράσταση του Καραγκιόζη να απαριθμεί τα απαραίτητα πράγματα που θα του χρειαστούν για ένα ταξίδι που ετοιμάζεται να κάνει: 

«… να μην απολε?πει, μαθ?ς, απ? σιμ?, τσατσαρο?λα, καθρεφτο?λι, ?π?γανο, λ?βδανο, ξιν?γαλο, αριζ?νι, της νυχτερ?δας το κοκαλ?κι, εννι? ?δελφών τ? αίμα, ξιγκοκ?ρια, μανικοκ?π’, μαστ?τ’, το τσατσαρο?λι για το μουστ?κ’ και η φλουγ?ρα».

(Βλ. Σπυρόπουλος, 1974) 

Όμως, ο απήγανος εκτός από τις «μαγικές» του ιδιότητες εθεωρείτο ότι έχει και ιδιότητες θεραπευτικές για πολλές αρρώστιες. Ο Θεόφραστος Μελάντα, ο Ερέσιος, ( 372-287 π. Χ. ) κάνει λόγο επανειλημμένως για τον απήγανο: 

«…φρύγανον δε το από ρίζης πολυστέλεχες και πολύκλαδον, οίον και θύμβρα και πήγανον...».

(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας)

 

Ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τον απήγανο ως απαραίτητο βότανο για την αντιμετώπιση της νευρικότητας και ο Διοσκουρίδης (10μ.Χ – 90 μ.Χ.) σημαντικός ΄Ελληνας Ιατρός, Ριζοτόμος, Φαρμακοποιός - Φαρμακολόγος και Βοτανολόγος χρησιμοποιούσε τον απήγανο ως φάρμακο στις δυσκολίες της αναπνοής. Από κοντά και ο Ρωμαίος Πλίνιος κατέγραψε ότι ο απήγανος έχει πολλές μυστηριώδεις ιδιότητες και ότι χρησιμοποιήθηκε από τους καλλιτέχνες για να ενισχύσει την υγεία των ματιών. Τον απήγανο επίσης, τον σκόρπιζαν στα πατώματα των δικαστηρίων και οι δικαστές τον έφεραν επάνω τους για να προστατευτούν από τις ασθένειες και τους ψύλλους που τόσο συχνά είχαν οι φτωχοί φυλακισμένοι με τους οποίους έρχονταν σε επαφή.

Ο απήγανος σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ήταν και ισχυρό αντίδοτο κατά των δηλητηρίων. Στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, τον αξεπέραστο θησαυρό γαστρονομικών και άλλων γνώσεων της αρχαιότητας, αναφέρεται ότι ο Κλέαρχος, τύραννος της Ηρακλείας του Πόντου, συνήθιζε να προσκαλεί ευγενείς και αξιωματούχους στα ανάκτορά του και διασκέδαζε πολύ προσφέροντάς τους δηλητήρια που ο ίδιος παρασκεύαζε. Βλέποντας τα θύματά του να χαροπαλεύουν, δεν υποψιαζόταν, βέβαια, ότι οι αυλικοί του τον είχαν για μία ακόμη φορά ξεγελάσει: πριν παρουσιαστούν μπροστά του, οι προσκεκλημένοι, για να προφυλαχθούν, έτρωγαν απήγανο κι έτσι δεν τους έπιαναν τα δηλητήρια του Κλεάρχου και απλώς φρόντιζαν να υποκρίνονται ότι ξεψυχούσαν.

Επίσης, η δράση του απήγανου ενάντια στα δηλητήρια τον έκανε βασικό συστατικό στην παρασκευή του αντίδοτου του Μιθριδάτη. Ο Μιθριδάτης (132 π.Χ. – 63 π.Χ.) ήταν βασιλιάς του Πόντου και της Μικράς Αρμενίας στη Β. Μικρά Ασία και ένας από τους πιο εντυπωσιακούς και επιτυχημένους εχθρούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μιθριδάτης εξαιτίας του μεγάλου φόβου του μήπως τον δηλητηριάσουν χορηγούσε στον εαυτό του βαθμιαία αυξανόμενες μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηριωδών ουσιών, ώστε να αναπτύξει, τελικά, ανοσία. Μέσα σ’ αυτές τις δηλητηριώδεις ουσίες ήταν και ο απήγανος. Το φαινόμενο αυτό πήρε το όνομά του βασιλιά και ονομάσθηκε «μιθριδατισμός». Τελικά, μετά την ήττα του από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Πομπήιο, ο Μιθριδάτης, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει χρησιμοποιώντας δηλητήριο, αλλά απέτυχε λόγω της ανοσίας που είχε αναπτύξει και έτσι κατέφυγε σ’ έναν μισθοφόρο, για να τον διαπεράσει με σπαθί.

Ο απήγανος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, αφού θεωρούταν το πιο ισχυρό αποτρεπτικό για τα «μάγια». Γι’ αυτό και φυτευόταν σε κάθε κήπο για να ξορκίζει το «κακό μάτι» και καμιά μάγισσα και κανένας μάγος να μην μπορεί να τους βλάψει. Όταν πάλι ξέσπασε η επιδημία της φοβερής πανούκλας, οι ιερείς του Μεσαίωνα ράντιζαν το εκκλησίασμα με ξίδι στο οποίο είχαν μουλιάσει τις ανθισμένες κορυφές του απήγανου, ενώ τα ξερά και τριμμένα φύλλα του τα σκόρπιζαν απλόχερα σε σπίτια και στρατώνες για να κρατούν μακριά τους ψύλλους που μετέδιδαν την πανούκλα αλλά και τα λοιπά ενοχλητικά ζωύφια.

Και σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγανε, παλαιότερα:

 

«Θα πάθεις σαραλίκι και θα πιεις απήγανο.»

 

Όπου «σαραλίκι» είναι η χρυσή (ο ίκτερος) και ο απήγανος το «γιατρικό» του. Εκτός όμως από τη «χρυσή», παλιά, τον χρησιμοποιούσαν (ως αφέψημα ή σε έμπλαστρα, ανάλογα την αρρώστια) και για τον βήχα, τους σπασμούς, για τα σκουλήκια του εντέρου, για δαγκώματα φιδιών, τραύματα και πρηξίματα, για χάσιμο βάρους, για ασθένειες του νευρικού συστήματος, για ουρική αρθρίτιδα, ρευματισμούς και ισχιαλγία, για κολικούς, αλλά και για να δυναμώσει η όραση. Όσον, μάλιστα, αφορά το τελευταίο, λέγεται, ότι μεγάλοι ζωγράφοι του παρελθόντος (ανάμεσά τους ο Μικαελάντζελο και ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι) κατανάλωναν φρέσκο απήγανο για να διατηρούν οξεία όραση και να μπορούν να ζωγραφίζουν καλύτερα.

Μια από τις ισχυρότερες δράσεις που αποδίδεται στον απήγανο είναι ότι «ρίχνει» τα παιδιά. Γι’ αυτό και από τα αρχαία χρόνια οι γυναίκες που ήθελαν να ρίξουν το παιδί που εγκυμονούσαν ή άλλες για λόγους αντισύλληψης, κατέφευγαν στον απήγανο.

Γι’ αυτό λέει μια παλιά παροιμιακή φράση:

 

«Αμάραθος κι απήγανος

και το λουλακάκι

κι άλλο ένα χορταράκι,

Αν το ’ξερε η μανούλα σου,

ποτέ παιδί δε κάνει.»

 

ή αλλιώς

 

«Απήγανο κι αλάβανο

κι άλλον εν βότανο

να το ξέραν οι κοπέλες

ποτέ κακό δεν επαθαίναν.»

 

Όπως μαρτυρείται, όμως, πολλές γυναίκες που χρησιμοποίησαν απήγανο για να «ρίξουν» ή να «μην πιάσουν» παιδί το πλήρωσαν με τη ζωή τους λόγω των αιμορραγιών και άλλων επιπλοκών που τους προκάλεσε ο απήγανος.

Η επιστήμη στους νεότερους χρόνους βρήκε ότι, πράγματι, ο απήγανος περιέχει πτητικά έλαια, αλκαλοειδή, φλαβονοειδή, λιγνάνες και υδροξυκουμαρίνες, που του προσδίδουν μια ποικιλία φαρμακευτικών ιδιοτήτων ως αντισπασμωδικό, αντιφλεγμονώδες, αντιμικροβιακό, αντιμυκητιασικό και εμμηναγωγό.

Πολλά παιδιά του παλιού καιρού που «γιατρεύτηκαν» με το ζόρι πίνοντας «τσάι» απήγανου δεν ξέχασαν σ’ όλη τους τη ζωή την απαίσια μυρουδιά του.

 

Βέβαια, απ’ αυτήν τη λαϊκή ιατρική του απήγανου, μπορούσε κανείς «να πάει αδιάβαστος» αφού ο απήγανος περιέχει δηλητήριο και μπορεί να καταστρέψει τα νεφρά ή το συκώτι του ή να έχει άλλες σοβαρές παρενέργειες. Για το λόγο αυτό ο απήγανος δεν είναι από τα πιο συνιστώμενα βότανα και σε κάθε περίπτωση δεν τον χρησιμοποιούμε ποτέ χωρίς να συμβουλευτούμε τον γιατρό. Η παρουσίαση των βοτάνων (και μάλιστα από λαογραφική και ιστορική σκοπιά) σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί συνταγή κι έχει μόνο καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα.

 

Ο απήγανος λένε, ότι διώχνει μακριά, με τη μυρουδιά του, τα ενοχλητικά έντομα (μύγες, κουνούπια, κατσαρίδες κ.ά.), τα βατράχια ακόμα και τις γάτες, οι οποίες δεν πλησιάζουν σε μέρη που είναι φυτεμένος.

Καμιά φορά λέμε και για ανθρώπους ανεπιθύμητους και αντιπαθητικούς τη φράση: «Αυτός μυρίζει απήγανο». Έχει γίνει θρυλική η κινηματογραφική ατάκα του Αθηνόδωρου Προύσαλη στην ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», του 1968:

Ενώ ο Αθηνόδωρος Προύσαλης (ιδιοκτήτης μπουζουξίδικου) προσπαθεί να συνεννοηθεί με την Κατερίνα Γιουλάκη για μια ζημιά που έγινε στο μαγαζί του εν ώρα διασκέδασης, παρεμβαίνει στη συζήτηση ο Γιώργος Γαβριηλίδης και τότε ο Προύσαλης με το αξεπέραστο μάγκικο ύφος του τον βάζει στη θέση του με την ατάκα: «Εσύ μη λες τίποτα … Μυρίζεις απήγανο».

Υπάρχει κι ένα λαϊκό τραγούδι, το οποίο αναφέρει τον απήγανο. Πρόκειται για το τραγούδι: «Στο σπίτι μας που μπήκανε», του Άκη Πάνου (1975) το οποίο τραγούδησε ο Μιχάλης Μενιδιάτης:

 

Στο σπίτι μας που μπήκανε

στρωμένη ψάθα βρήκανε,

πέσανε, κοιμηθήκανε

και δε μας σεβαστήκανε.

 

Βγάλ’ τα έξω, βγάλ’ τα έξω

να φύγουν τα δαιμονικά.

Βάλε απήγανο στην πόρτα

και τρέχα φέρε τον παπά.

 

Μέσα σ’ όλα τα «θαυματουργικά» του ο απήγανος είναι, επίσης, γνωστός και σαν ζωντανό βαρόμετρο: Όταν υπάρχει ξηρασία στην ατμόσφαιρα, τα φύλλα του είναι ζαρωμένα και διπλωμένα, ενώ όταν η υγρασία αυξάνεται, ξεδιπλώνονται και ανοίγουν.

Κάποτε -στην αρχαιότητα - ο απήγανος (όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτο) ήταν περιζήτητος ως ένα από τα εκλεκτότερα μυρωδικά για τα φαγητά. Η μαγειρική της ρωμαϊκής εποχής αξιοποιούσε στο έπακρο το αρτυματικό του ταλέντο κι έτσι στο έργο του ξακουστού γαστρονόμου Απίκιου συναντάμε δεκάδες συνταγές, κυρίως για σάλτσες και τηγανητά εδέσματα, που χρησιμοποιούν τα χλωρά φύλλα ή τους (εντονότερους, ακόμη και κάπως πιπεράτους) κοπανισμένους, ξερούς σπόρους του απήγανου. Οι γνώστες συνιστούσαν, όμως, πάντοτε φειδώ στη χρήση του απήγανου, όχι μόνο γιατί η πικρή γεύση του μπορούσε να οδηγήσει σε παταγώδη αποτυχία τους πειραματισμούς του απρόσεκτου μάγειρα αλλά και γιατί οι μεγάλες δόσεις του μπορεί να προκαλέσουν πολλά και σοβαρά προβλήματα (πεπτικές διαταραχές, φωτοευαισθησία, φαγούρα, εξανθήματα κ.α.).

Σήμερα μόνο η Ιταλική Κουζίνα χρησιμοποιεί ακόμη τον απήγανο με κάποια συχνότητα, ακολουθώντας τα χνάρια της αρχαίας προγόνου της: Σούπες, μαρινάτες, τουρσιά, σάλτσες με ντομάτα, πιάτα με μανιτάρια, όσπρια ή σπανάκι, πουλερικά και κυνήγι είναι αυτά στα οποία συνηθέστερα συναντάμε τον απήγανο παρόντα στη λίστα των υλικών. Από τα παντρέματά του με άλλα μπαχαρικά έχει αποδειχθεί πως τα πιο πετυχημένα είναι αυτά με το φασκόμηλο, τη δάφνη και το θυμάρι. Κάποιες φορές, σε ξερή και τριμμένη κατάσταση, πασπαλίζεται πάνω από τυριά, δεν λείπει, φυσικά, ποτέ από τις καλύτερες γκράπες (αλκοολούχα γλυκά ποτά από σταφύλια), ενώ υπάρχουν ακόμη νοικοκυρές που με τα φύλλα του αρωματίζουν ξίδια ή τα συντηρούν μέσα σε λάδι, για να τα έχουν στην κουζίνα τους όλο το χρόνο. Οι Ιταλοί μάγειρες που χρησιμοποιούν τον απήγανο λένε ότι οι γευστικές και αρωματικές αιχμές του λειαίνονται με το μαγείρεμα και προσφέρουν, έτσι, στον ουρανίσκο μια πολύ πλούσια και απολαυστική εμπειρία.

Στη βοτανική ο απήγανος [Πήγανον το βαρύοσμον (Ruta graveolens), Πήγανος, Ρούτα η βαρύοσμη, Σιδερόχορτο, Βρωμοπήγανος, Πεγάνι, Πηγάνι ] είναι ένα πολυετές, «αρωματικό» φυτό με αποξυλωμένο βλαστό και όψη μικρού θάμνου. Έχει ελαφρώς πράσινα φύλλα και μικρά κίτρινα άνθη. Το πήγανον απαντά συχνότατα και σε άγρια κατάσταση σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη, τη Ρόδο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Ευδοκιμεί σε ξηρές περιοχές και προσαρμόζεται καλά στο μεσογειακό κλίμα.

Υπάρχουν δύο είδη απήγανου: ο αρσενικός (με μεγάλα φύλλα) και ο θηλυκός (με μικρά φύλλα). Πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με μοσχεύματα και «πιάνει» καλύτερα αν … είναι κλεμμένος από τον κήπο του γείτονα.

Στις μέρες μας ο απήγανος, που κάποτε ήταν ένας θρύλος, είναι άγνωστος στον πολύ κόσμο και καθόλου δημοφιλής λόγω της έντονης μυρωδιάς του. Αλλάζοντας μέσα στους αιώνες η κοινωνία, ο τρόπος ζωής και οι αντιλήψεις των ανθρώπων άλλαξε μαζί και η γνώμη τους για τον απήγανο και χάθηκε η μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε. Σήμερα ελάχιστοι απήγανοι βρίσκονται «ξεχασμένοι» εδώ κι εκεί σε κήπους, σε μπαλκόνια και σε αυλές ενώ γύρω μας περισσεύει και αντρειεύει συνεχώς το κακό και η αρνητική ενέργεια. Τυχαίο;

 

29-6-2021
Βαγγέλης Μητράκος