«Εν τω μεταξύ τα μωρά και τα μικρά παιδιά με τη δικαιολογημένη γκρίνια τους προκαλούσαν θόρυβο που πρόδιδε τις θέσεις των ανταρτών. Η τραγική λύση που βρέθηκε ήταν η θανάτωση 8 μικρών παιδιών απ’ τους ίδιους τους Σανταίους»
Τιμώντας και φέτος τη μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων τα
«ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» εστιάζουν την προσοχή τους στην ηρωϊκή Σάντα. Η Σάντα ήταν ελληνική κωμόπολη της επαρχίας Αργυρουπόλεως αποτελούμενη
από επτά οικισμούς. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 κατοικούνταν
αποκλειστικά από Έλληνες που αριθμούσαν περί τις 5.000. Η γεωγραφική της θέση
ήταν νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας σε απόκεντρο μέρος μακριά από τουρκικούς οικισμούς
προς αποφυγή τουρκικών πιέσεων. Το 1921 υπήρξε το έτος ορόσημο για τη Σάντα. Από το 1915
όμως όταν άρχισαν να εκδηλώνονται οι εχθρικές διαθέσεις φανατικών μουσουλμάνων
τα παλληκάρια της Σάντας αντιστάθηκαν με γενναιότητα. Μοναδικός τους σύμμαχος η
μορφολογία της περιοχής, τ’ απάτητα βουνά τους. Όπως γράφει ο Ι. Εφραιμίδης κατά τα έτη 1915-1916 τα χωριά
της Σάντας περικυκλώθηκαν από χωροφύλακες (τσανταρμάδες) προς αναζήτηση
φυγόστρατων. Η φυγή τους στα δάση και τα βουνά, είχε ως αποτέλεσμα την
πυρπόληση πολλών οικιών. Να σημειωθεί ότι η Δημογεροντία της Σάντας είχε στείλει, σε ένδειξη καλής
θέλησης,15-20 στρατευσίμους από 40-50 ετών στα τάγματα εργασίας. Από αυτούς
κανένας δεν γύρισε πίσω. Από το 1916-1918 η ρωσική κατοχή επανέφερε την κανονικότητα
στη ζωή των Σανταίων. Μετά την οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού όμως, άρχισε να
κάνει πάλι την εμφάνιση του το καταστροφικό έργο των μουσουλμανικών
ληστοσυμμοριών. Όπως θυμάται ο Ι. Εφραιμίδης άτακτοι τσέτες άρχισαν επιδρομές
και λεηλασίες στα χωριά της Σάντας. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση οι κάτοικοι της Σάντας
αποφάσισαν την παθητική ένοπλη αντίσταση. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το
πρώτο αντάρτικο σώμα με 80 έως 100 παλληκάρια καλώς οπλισμένα. Έγινε εκλογή
Κεντρικής Επιτροπής η οποία έχρισε Γενικό Οπλαρχηγό τον Ευκλείδη Κουρτίδη, ο
οποίος επί επτά χρόνια πολεμούσε στα βουνά της Σάντας χωρίς να συλληφθεί ποτέ
από τους Τούρκους. Η ηρωϊκή του δράση αποτελεί και την αιτία να θεωρείται το
σύμβολο της ελευθερίας του Ποντιακού Ελληνισμού (βλέπε παλιότερο αφιέρωμα στα
μονοπάτια της ιστορίας στο ποντιακό αντάρτικο). Η κεμαλική κυβέρνηση για ν’ αντιμετωπίσει τους αντάρτες της
Σάντας έλαβε σκληρά στρατιωτικά μέτρα. Έστειλε το Φιρκά Κομαντανή, Σουπχή με
3.000 στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 τσέτες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια
εναντίον των ανταρτών. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1921 αξιωματικός του τουρκικού
στρατού έφερε διαταγή στη δημογεροντία της Σάντας σύμφωνα με την οποία έπρεπε
να στρατευθούν στον τουρκικό στρατό όλοι οι Σανταίοι από 20-45 ετών. Αν δεν
υπάκουαν θα γινόταν επίθεση στα χωριά της Σάντας με παράλληλο εκτοπισμό των
κατοίκων. Όπως γράφει ο Μ. Νυμφόπουλος μόλις τα παλληκάρια της Σάντας είδαν τη
διαταγή ορθώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής τους. Ήταν βέβαιο πως αν δεχόντουσαν
τους όρους των Τούρκων θα κατατάσσονταν στα εθνοκτόνα τουρκικά τάγματα ενώ
παράλληλα θα λεηλατούνταν τα χωριά της Σάντας. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός
καταλαμβάνει τα χωριά Ισχανάντων, Πινατάντων και Τερζάντων. Στην εκκλησία της
Αγίας Κυριακής Ισχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας. Όπως θυμάται
ο Ν. Τοπαλίδης η αγωνία εκείνων των ημερών ήταν η μεγαλύτερη της ζωής του αφού
δεν μπορούσε να ξέρει τίποτα για την τύχη των υπόλοιπων μελών της οικογένειας
του που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να
μοιραστεί την αγωνία του με τους υπόλοιπους φυλακισμένους που ένιωθαν απόγνωση
για τις ανυπεράσπιστες οικογένειες τους. Η αγωνία του Ν. Τοπαλίδη έλαβε τέλος
όταν τους έβγαλαν μετά από κάποιες ημέρες από την εκκλησία και τους έφεραν στο χωριό
Πιστοφάντων όπου είδαν συγκεντρωμένα τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών και
ξανάσμιξαν με τις οικογένειες τους. Στη σκέψη του δεν υπήρχε η χαρά του τέλους
της δοκιμασίας, αλλά όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η χαρά του γεγονότος ότι θα
πέθαιναν όλοι μαζί! Στις 10 Σεπτεμβρίου γίνεται ο εκτοπισμός έξι ενοριών της
Σάντας. Οι στιγμές είναι τραγικές. Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων είναι το
Χουνούζ, αρμενική κωμόπολη που μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων είχε πέσει στα
χέρια μερικών μπέηδων. Δεύτερος σταθμός ήταν το Ερζερούμ. Στην πόλη αυτή ο
τύφος άρχιζε να θερίζει την αποστολή. Η έλλειψη συνθηκών υγιεινής, η έλλειψη
θέρμανσης, και η πείνα ήταν τα διαβατήρια του θανάτου. Τους πεθαμένους τους
σκέπαζαν με χιόνι. Όσους προλάβαιναν τους έθαβαν. Οι σκύλοι και οι λύκοι όμως
τους ξέθαβαν και τους έτρωγαν. Από το Ερζερούμ 200 Σανταίους τους έστειλαν στο Ερζικιάν. Με
τη συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών οι Σανταίοι μεταφέρθηκαν στο στρατώνα του
Σελιμιέ απέναντι από την Κωνσταντινούπολη και στα παραπήγματα του Αγίου
Στεφάνου. Οι ελλείψεις σε τροφή και καθαριότητα είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο
αρκετών απ’ αυτούς. Μεταξύ τους και ο καθηγητής Φίλιππος Χειμωνίδης, συγγραφέας
της Ιστορίας και Στατιστικής της Σάντας, μεσολαβητής μεταξύ ανταρτών και
Τούρκων. Στη μαρτυρική Σάντα έμειναν μόνο αντάρτες και 300
γυναικόπαιδα που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά και στην πλειονότητα τους
ήταν μέλη των οικογενειών των ανταρτών. Συνολικά μαζί με τους αντάρτες ήταν 400
άμαχοι που δυσκόλευαν και την εξασφάλιση της απαραίτητης τροφής, αλλά
καθιστούσαν και δυσκίνητη τη μεταφορά του συνόλου των Σανταίων, δυσχεραίνοντας
το έργο των ανταρτών που ήταν επιφορτισμένοι με την προστασία τους. Πρώτος
καταυλισμός τους ήταν η Μάγαρα (Μεγάλη Σπηλιά) έως τις 10 Σεπτεμβρίου όταν ο
Σουλεϊμάν Κάλφας με πολυάριθμη δύναμη περικύκλωσε τους Σανταίους. Η νύχτα της
10ης προς 11η Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερότερη νύχτα της ζωής του Κώστα Κουρτίδη
(αδελφού του Ευκλείδη Κουρτίδη) όπως γράφει στο ημερολόγιο του. Μετά από εννέα ώρες σκληρής μάχης κατά τη διάρκεια της
ημέρας, τη νύχτα η μάχη διακόπηκε. Οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατό να κρατήσουν τις
θέσεις τους. Είχαν επισημανθεί από τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες την
επόμενη ημέρα θα ενισχύονταν ακόμη περισσότερο. Οι φυγάδες αντάρτες και τα
γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ. Η πρόταση να φύγουν τα
γυναικόπαιδα στ’ απάτητα φαράγγια της Βαϊβάτερε προσέκρουσε στην άρνηση τους
αφού θα είχαν στερηθεί, έστω για λίγο, την προστασία των ενόπλων ανταρτών. Εν
τω μεταξύ τα μωρά και τα μικρά παιδιά με τη δικαιολογημένη γκρίνια τους προκαλούσαν
θόρυβο που πρόδιδε τις θέσεις των ανταρτών. Η τραγική λύση που βρέθηκε ήταν η
θανάτωση 8 μικρών παιδιών απ’ τους ίδιους τους Σανταίους. Την άλλη ημέρα οι
Τούρκοι βρήκαν τα θανατωμένα παιδιά. Το συμπέρασμα τους ήταν πως αδυνατούσαν να
πιάσουν γονείς που σκότωσαν τα παιδιά τους. Το άσβεστο μίσος τους εκδηλώθηκε με
πυρπόληση των χωριών της Σάντας. Οι υπόλοιποι Σανταίοι αντάρτες όταν ξεπέρασαν
το ψυχικό τραύμα των πρώτων ημερών συγκρότησαν ευέλικτα ένοπλα σώματα και
συνέχισαν τον αγώνα ως την ημέρα ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι τουρκικές αρχές αντιλαμβανόμενες την αδιαπραγμάτευτη
στάση των ανταρτών, αποφάσισαν να έλθουν σ’ επαφή μαζί τους μέσω του
μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυρίλλου. Διακομιστής του μηνύματος ήταν ο Μιλτιάδης
Νυμφόπουλος. Την 1η Μαρτίου 1922 η επιστολή του μητροπολίτη παραδόθηκε στον
καπετάν Ευκλείδη και στον Ιωάννη Κουφατζή. Η επιστολή ήταν πρόσκληση σε υποταγή
ενώ ταυτόχρονα ήταν έκδηλη και η δύσκολη θέση του μητροπολίτη. Η απάντηση των
ανταρτών ήταν ύμνος στην ελευθερία και τη δημοκρατία και μια κατάθεση χρέους κι
αντίστασης σε τακτικές εθνοκάθαρσης. Ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος άλλες δύο φορές με
κίνδυνο της ζωής του θα γίνει κομιστής μηνυμάτων του μητροπολίτη Κυρίλλου προς
τους αντάρτες. Ο καπετάν Ευκλείδης και οι υπόλοιποι αντάρτες της Σάντας
γνωρίζοντας τις πραγματικές προθέσεις των Τούρκων αρνήθηκαν και πάλι. Δεν
συμβιβάστηκαν. Χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες. Άλλοι διέφυγαν ή σκοτώθηκαν καθ’
οδόν για τη Ρωσία. Άλλοι έφθασαν κρυφά
στην Τραπεζούντα και με τα τελευταία καράβια έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη και
μετά στην Ελλάδα. Όσοι συνελήφθησαν από τις τοπικές αρχές πήγαν σιδηροδέσμιοι
στα δικαστήρια ανεξαρτησίας της Αμάσειας όπου με αβάσιμες κατηγορίες
καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο αγώνας των ανταρτών της Σάντας απέναντι στα γενοκτονικά σχέδια
των Τούρκων υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση ηρωϊσμού κι αντίστασης στα βουνά του
Πόντου. Ήταν κατάθεση ψυχής που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και θα πρέπει ν’
αποτελεί οδοδείκτη όχι μόνο για τους Πόντιους της εποχής μας, αλλά για όλους
τους Έλληνες. Πηγές: