Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/55435/

Spartorama - Print | «Η Εθνεγερσία του ’21 στη Μικρά Ασία: Καππαδοκία - Πόντος», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Η Εθνεγερσία του ’21 στη Μικρά Ασία: Καππαδοκία - Πόντος», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Η Εθνεγερσία του ’21 στη Μικρά Ασία: Καππαδοκία - Πόντος», από τον Θεοφάνη Λάζαρη
«...ενώ σημαντικός αριθμός γυναικών και κοριτσιών (17 ή κατά άλλους 35) πνίγηκαν στον ποταμό Σάρο για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων»
Οδός Εμπόρων

Οι χριστιανοί της Καππαδοκίας ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του Βυζαντίου σ’ αυτόν το γεωγραφικό χώρο. Η χριστιανική τους συνείδηση ήταν η μήτρα μέσα από την οποία διασώθηκε και η εθνική τους συνείδηση. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται σε 32 από τα 81 συνολικά χωριά της Καππαδοκίας της εποχής εκείνης, η δε ελληνική γραφή είχε απόδοση στο χαρτί με τουρκική γλώσσα τα λεγόμενα καραμανλίδικα.

Μεγάλη συνεισφορά στη διατήρηση κι ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας των Καππαδοκών είχε η δημιουργηθείσα από το 1792 Ιερατική Σχολή των Φλαβιανών. Η σχολή ήταν το προκεχωρημένο ανατολικό φυλάκιο της ελληνικής παιδείας επί Τουρκοκρατίας και λειτουργούσε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καππαδοκίας. Η μονή ιδρύθηκε από το Νεόφυτο τον Πάτμιο στα 1728 και ανακαινίσθηκε εκ βάθρων από πιστούς επί μητροπολίτου Καισαρείας Φιλόθεου το 1804.

Σε εφαρμογή φιρμανιού του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ που διέταξε, λόγω της Επανάστασης, τον αποκεφαλισμό των επιφανών Ελλήνων έφθασε στην Καισάρεια τον Οκτώβριο του 1821 ειδικός δήμιος με εντολή ν’ αποκεφαλίσει τον Ιωάννη Καλλιμάχη, επιφανή Φαναριώτη, πρώην δραγουμάνο του στόλου και μεγάλο διερμηνέα της Πύλης που είχε εξοριστεί εκεί. Η εντολή περιελάμβανε και τον αποκεφαλισμό άλλων δύο προκρίτων του Ευστάθιου αγά και του Γεωργίου Βογορίδη. Ο δήμιος αποκεφάλισε τον Καλλιμάχη δεν ανακάλυψε όμως τους άλλους δύο. Αντί αυτών αποκεφάλισε δύο υπηρέτες του Καλλιμάχη και παρουσίασε τα κεφάλια στην Κωνσταντινούπολη ως δήθεν ανήκοντα στους προκρίτους.

Τα φιρμάνια του σουλτάνου που είχαν σταλεί στις τοπικές αρχές διέτασσαν τον αφανισμό όσων Ελλήνων δεν δήλωναν τη υποταγή και την πίστη τους στην Υψηλή Πύλη. Παρ’ ότι τρεις πρόκριτοι της περιοχής (Απόστολος Χατζηιωάννογλους, Μιχαήλ Γιωργαντζόγλους και Αβραάμ Κεσίσογλους) έσπευσαν να δηλώσουν ότι οι Έλληνες της περιοχής πιστοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ατμόσφαιρα ήταν ήδη ηλεκτρισμένη και φανατικοί μουσουλμάνοι διψούσαν για ελληνικό αίμα ποδηγετούμενοι από έναν τυχοδιώκτη, άνθρωπο του υποκόσμου, του Ακ- Πογούνογλου (ή κατ’ άλλους Ακμπιγικίνογλου) Χασάν αγά. Μάταια ο μουσελίμης και ο ιατροδικαστής της πόλης προσπαθούσαν να ηρεμήσουν το φανατισμένο πλήθος (περίπου πέντε χιλιάδες άτακτοι). Η αντίσταση τους ανατράπηκε, ο Ακ- Πογούνογλου Χασάν αγάς αναγορεύθηκε από το πλήθος νέος μουσελίμης και ορίστηκε νέος ιατροδικαστής απόλυτα σύμφωνος με τις προσταγές του όχλου.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καππαδόκη λογίου-ιστορικού Αναστασίου Λεβίδη πανικός και φόβος κυρίευσε τους Έλληνες κατοίκους της Καππαδοκίας λόγω της τρομοκρατίας που επικρατούσε. Το αιματοκύλισμα των Ελλήνων αποφεύχθηκε χάρη στον Έλληνα προύχοντα Αβραάμ Κεσίσογλου. Όταν πληροφορήθηκε από τον Τούρκο φίλο του Φεϊζή Ζαατέ Φεϊφουλάχ αγά το περιεχόμενο του σουλτανικού διατάγματος δωροδόκησε τον Χασάν αγά με 170.000 γρόσια κι άλλα δώρα εξασφαλίζοντας την προστασία της ελληνικής συνοικίας από λεηλασίες κι άλλες βιαιοπραγίες.

Η ευρύτερη περιοχή της Καισάρειας δεν γλίτωσε όμως από τη μανία των Τούρκων. Οι μοναχοί της Μονής των Φλαβιανών, το διδακτικό αλλά και το σπουδαστικό προσωπικό της ιερατικής σχολής δέχθηκαν επιδρομή εξαγριωμένου πλήθους φανατικών μουσουλμάνων. Για να σωθούν διέφυγαν και διασκορπίσθηκαν. Το μοναστήρι και η Ιερατική Σχολή υπέστησαν λεηλασίες και καταστροφές. Οι μοναχοί επέστρεψαν τέσσερις μήνες μετά, η Ιερατική Σχολή του Ζιντζίντερε όμως επαναλειτούργησε αρκετό καιρό μετά το 1829.

Ο ηγούμενος της μονής των Φλαβιανών Παΐσιος, μετέπειτα μητροπολίτης Καισάρειας, διέφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του τα Φάρασα. Εκεί ίσχυε ιδιότυπη μορφή ανεξαρτησίας της οικογένειας Κοζάνογλου που απολάμβαναν από τις αρχές του 16ου αιώνα εξαιτίας των σημαντικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει οι πρόγονοι τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σύμφωνα με προφορική παράδοση του πρωτοπρεσβύτερου των Φαράσων Θεόδωρου Θεοδωρίδη ο Παΐσιος έπεισε τους δημογέροντες της Βαρασού, του κυριότερου οικισμού των Φαράσων να συγκροτήσουν ένοπλη ομάδα από 70 άνδρες, Φαρασιώτες και Κοζανλήδες. Η ένοπλη ομάδα κατάφερε να εκδιώξει τους Τούρκους από το μοναστήρι του Ζιντζίντερε. Η κίνηση αυτή όμως είχε ως αποτέλεσμα να σταλεί στρατιωτική μονάδα στη μονή των Φλαβιανών  εκδιώκοντας τελικά τους Φαρασιώτες και τους Κοζανλήδες. Στη συνέχεια οι τούρκοι στρατιώτες επέδραμαν στα Φάρασα, κυρίως στη Βαρασό, και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές. Δεκαπέντε ελληνικές οικογένειες εκτουρκίσθηκαν βίαια, ενώ σημαντικός αριθμός γυναικών και κοριτσιών (17 ή κατά άλλους 35) πνίγηκαν στον ποταμό Σάρο για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Η τουρκική θηριωδία στα Φάρασα έγινε τις ημέρες του Πάσχα του 1821.

Το 1834 όπως μαρτυρά δημοσιευμένο έγγραφο από τον Τσαλίκογλου  Εμμανουήλ, στον έλεγχο οικονομικής διαχείρησης που έγινε στο ταμείο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου της Καισάρειας διαπιστώθηκε ότι τα έτη 1822-1823 είχαν διατεθεί λύτρα για την απελευθέρωση ομογενών σκλάβων από την Πέργαμο και το Αϊβαλί. Δόθηκε όλο το χρηματικό απόθεμα της εκκλησίας, καθώς και το αντίτιμο από την εκποίηση δώδεκα οικιών που ανήκαν στην κτηματική περιουσία της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Το συνολικό ποσό ήταν 1.115 λίρες διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή εκείνη.

Παράλληλα με τα παραπάνω γεγονότα άγνωστος αριθμός Καππαδοκών έφυγε κι εντάχθηκε στα επαναστατικά σώματα της μητροπολιτικής Ελλάδας. Μεγάλο μέρος των αγωνιστών αναφέρονται Ανατολίτης ή Καραμανλής ή Καϊσερλής. Ανάμεσα τους διακρίνεται η περίπτωση του Χατζηχρήστου Καισαρέα του Σάββα πρώην γενίτσαρου στο 39ο τάγμα. Ενθυμούμενος την ελληνική του καταγωγή διέσωσε πολλούς χριστιανούς κατά τις σφαγές της Σμύρνης και στη συνέχεια δραπέτευσε απ’ τον τουρκικό στρατό ερχόμενος στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πολέμησε στα Δερβενάκια και σε άλλες μάχες στη Δυτική κυρίως Ελλάδα. Επειδή γνώριζε άριστα αραβικά και τουρκικά εισχωρούσε μεταμφιεσμένος και απαρατήρητος στις τάξεις των εχθρών και τους παρέσυρε σε προσχεδιασμένες ενέδρες των Ελλήνων.

Σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας έλαβαν χώρα διάφορα περιστατικά. Στο Ικόνιο εκδιώχθηκε από το ελληνικό σχολείο ο δάσκαλος Γρηγόριος Ιωαννίδης ως ύποπτος επειδή καταγόταν απ’ την Πελοπόννησο. Στον κόλπο της Αττάλειας καταστράφηκαν δύο τουρκικά πλοία από Καστελορίζιους, γεγονός που οδήγησε σε φυγή πολλούς Έλληνες της περιοχής. Ο Pouqueville αναφέρει ότι ελληνικές οικογένειες της Άγκυρας, της Προύσας, της Περγάμου, της Αττάλειας κι άλλων πόλεων για να γλιτώσουν από τις σφαγές και τους διωγμούς έφθασαν στα μικρασιατικά παράλια και με πλοιάρια κατέφυγαν στα Ψαρά (περίπου 12.000).

Στην περιοχή του Πόντου υπάρχουν πληροφορίες για δράση της Φιλικής Εταιρείας . Μεταξύ των Φιλικών διακρίνεται ο Ηλίας Κανδήλης  ή Κανδήλογλου που κληροδότησε υπέρ των σκοπών της Εταιρείας σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο μητροπολίτης Χαλδίας Σιλβέστρος διέταξε μια Κυριακή να κλείσουν οι πόρτες της εκκλησίας και μύησε τους πιστούς στα περί της Επανάστασης αφού τους όρκισε στο Ευαγγέλιο. Παράλληλα απαγόρευσε τη Θεία Μετάληψη  σ’ όσους αποκαλέσουν τους Τούρκους καλούς. Έχει καταγραφεί επίσης πληροφορία ότι οι Σαρασίτες (οικογένεια μεταλλουργών της επαρχίας Χαλδίας) ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία προσφέροντας χρήματα για τον Αγώνα του γένους.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όπως μαρτυρεί ο Π. Τριανταφυλλίδης Έλληνες του Πόντου οδηγήθηκαν σε εξορίες και καταναγκαστικά έργα. Υπήρχαν όμως και περιστατικά που αξιωματούχοι του τουρκικού κράτους απέτρεψαν τα χειρότερα. Ο ντερεμπέης της Τραπεζούντας Οσμάν πασάς διαφώνησε με τον όχλο και δήλωσε ότι δεν θα ανεχθεί σφαγές των χριστιανών. Εκφράζεται η υπόνοια ότι ήταν κρυπτοχριστιανός ή απόγονος εξισλαμισμένων χριστιανών. Στην Κερασούντα ο Εμίν εφέντης Παλουκτζόγλου αντιστάθηκε κι αρνήθηκε να εφαρμόσει τη φετφά, την απόφαση των προκρίτων της πόλης για γενική σφαγή των Ελλήνων, οι οποίοι κλεισμένοι σε ναό της πόλης ανέμεναν τη φρικτή τους μοίρα. Στα χωριά του Πόντου οι σχεδιαζόμενες βιαιότητες δεν έγιναν πράξη χάρη στην οικογένεια των Αγιπιδών.

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, η ποντιακή καταγωγή των Υψηλάντηδων και των Μουρούζηδων. Πόντιοι αγωνίστηκαν υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, όπως και κατά την περίοδο της Επανάστασης στην Ελλάδα. Είναι καταγεγραμμένοι στο αρχείο των αγωνιστών, στις καταστάσεις του Υπουργείου Πολέμου όπως επίσης στον κατάλογο της Ιωνικής Φάλαγγας. Τα επίθετα τους (Μαυροθαλασσίτης, Καραντενιζλής, Τραπεζανλής, Σιναπλής, Γκιουμουσχανετζής) είναι δηλωτικά του τόπου καταγωγής τους.

 

Θεοφάνης Λάζαρης

 

Πηγή: «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821, η συμβολή των Μικρασιατών στον εθνικό αγώνα», Τάκης Σαλκιτζόγλου, εκδόσεις Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2010.