Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/55239/

Spartorama - Print | «Ο Στιχουργός του 1821 Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος», από τον Γιάννη Μητράκο

«Ο Στιχουργός του 1821 Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος», από τον Γιάννη Μητράκο

«Ο Στιχουργός του 1821 Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος», από τον Γιάννη Μητράκο
Τα περισσότερα σατιρικά ποιήματά του έχουν χαθεί, ενώ τα πατριωτικά του εκδοθήκαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια»
Οδός Εμπόρων

Η Ιστορία, δυστυχώς, καταγράφει συνήθως τα ονόματα των εξεχόντων πρωτοπόρων κάθε περιόδου και αδιαφορεί για τις μορφές των απλών και άσημων ανθρώπων της καθημερινότητας, έστω κι αν κάποτε αυτοί παίζουν ουσιαστικό και αδιαμφισβήτητο ρόλο στη θετική εξέλιξη των γεγονότων.

Μια τέτοια μορφή, για την οποία η Ιστορία αφιέρωσε στα βιβλία της ελάχιστες γραμμές, ήταν αυτή του θρυλικού στις λαϊκές τάξεις «Τσοπανάκου» ή επί το επισημότερο του Παναγιώτη Κάλλα, που γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Γορτυνίας το έτος  1789 και καταγόταν από την Καρύταινα.

Η ζωή στάθηκε άδικη με τον Παναγιώτη Κάλλα. Γεννήθηκε δύσμορφος, κοντός, καμπούρης και στραβοπόδης, γι’ αυτό όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσει, αφού δεν κρίθηκε ικανός και άξιος για να υπηρετήσει ως στρατιώτης. «Το ανάστημά του ήτον ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ του προσώπου του παιδικός», γράφει ο βιογράφος και εκδότης των ποιημάτων του Νικόλαος Παπαδόπουλος. Κι όπως συμβαίνει στα χωριά οι συντοπίτες τού κόλλησαν το παρατσούκλι «Τσοπανάκος»! Υπάρχουν δύο εκδοχές για το προσωνύμιο αυτό: 1) Του το έδωσαν λόγω της χροιάς της φωνής του που θύμιζε πετροκότσυφα (κοινή ονομασία τσοπανάκος), 2) Λόγω του ότι περπατούσε στηριζόμενος σε μια γκλίτσα.

Ο Παναγιώτης Κάλλας προερχόταν από πάμπτωχη οικογένεια. Φοίτησε για δυο χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο της πατρίδας του, αλλά με τακτικές απουσίες εξαιτίας των προβλημάτων υγείας. Ήταν όμως πανέξυπνος, «μυαλό ξυράφι»! Και η φύση του έδωσε ένα μοναδικό χάρισμα, την ικανότητα της στιχουργικής. που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν μαθητής, ακόμα, όταν άρχισε να γράφει τους πρώτους σατιρικούς στίχους του για πρόσωπα και καταστάσεις που παρατηρούσε στη μικρή του πόλη. Καθόταν, μάλιστα, σε μια γωνιά και τους τραγουδούσε, χωρίς ποτέ κανείς να τολμήσει να τον σταματήσει, γιατί έλεγε «αλήθειες που καίνε» και όλοι τον υπεραγαπούσαν!

Κάποτε ένας συμπατριώτης του, ο Βασίλης Κερκελέσης, άφησε το γουρούνι του να παραπαχύνει, με συνέπεια να το βάλει στόχο και να το πάρει ένας κλέφτης. Ο Τσοπανάκος,, τότε, δεν έχασε την ευκαιρία να σατιρίσει το πάθημά του:

 

Βρε Βασίλη Κερκελέση

το γουρούνι δεν σ’ αρέσει.

Τ’ άφησες για να παχύνει

μα ο κλέφτης δεν τ’ αφήνει.

 

Μόλις δόθηκε το σύνθημα για τον υπέρ Ελευθερίας αγώνα ο Παναγιώτης Κάλλας άλλαξε θεματολόγιο. Το έντονο πατριωτικό συναίσθημα που τον διακατείχε τον έκανε να γράφει στίχους με τους οποίους εξυμνούσε τα κατορθώματα των οπλαρχηγών και των παλικαριών τους και τις νίκες των επαναστατημένων Ελλήνων κατά των Τούρκων δυναστών. Έδινε θάρρος και κουράγιο στους πολεμιστές, εμψύχωνε τον αγωνιζόμενο λαό και καυτηρίαζε τη στάση όσων δείλιαζαν και απέφευγαν να πάρουν τα όπλα.

Κάποτε ένας απ’ αυτούς τον ρώτησε:

«Εσύ, βρε Παναγιώτη, γιατί κάθεται και δεν πας να πολεμήσεις;».

«Πολεμώ κι εγώ», του απάντησε ο τετραπέρατος Τσοπανάκος. «Πολεμώ, όχι με τ’ άρματα. Πολεμώ με τη λύρα, με τα τραγούδια μου!»…

«Πώς βρε;», απόρησε ο χοντροκέφαλος χωριάτης.

«Με τους στίχους που γράφω κάνω τα χέρια του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά ατσαλένια. Εγώ, με τα τραγούδια μου, ανάβω φλόγες στην καρδιά τους!».

Και για να αποστομώσει όλους όσοι αμφέβαλλαν για το εθνικό του φρόνημα πήρε τη γκλίτσα του και παρά τα σωματικά του χάλια ξεκίνησε να κάνει περιοδείες στα μοραΐτικα χωριά. Στον ώμο του είχε ένα ταγάρι με λίγη μπομπότα και πολλά χειρόγραφα με στίχους του. Όταν έφτανε κάπου έβγαινε στην αγορά, ανέβαινε σ’ ένα λιθάρι κι άρχιζε το «πολεμιστήριο σάλπισμα»! Πήγαινε και στα στρατόπεδα των Ελλήνων, όπου γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό, τόσο για τα τραγούδια του, όσο και για τα πιπεράτα αστεία του που τους διασκέδαζαν.

Τραγουδούσε τα κατορθώματα όλων των Τουρκομάχων μα πιο πολύ θαύμαζε τον Νικηταρά, που τον ακολουθούσε στις μάχες, μένοντας για ασφάλεια στα μετόπισθεν. Να, μερικοί στίχοι με τους οποίους ύμνησε την ανδρεία του μεγάλου οπλαρχηγού:


Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ω! ήρωα Νικηταρά,

τα θαύματα σ’ είν’ φανερά,

Αγινόρι και Στεφάνι,

δυο πολέμους εκεί κάμνει.

Πολλούς Τούρκους ’θανάτωσε,

στα λάφυρα δεν άπλωσε.

Φάνηκε Λυκούργος νέος,

νομοθέτης και γενναίος.

Σαν λεοντάρι χλεμεντρεί,

τους Τούρκους καταπατεί.

Τους επήρε χαζινέδες

κι όλους τους τζεμπιχανέδες.

Πήρε ζώα περισσά

και τα καμήλια χωριστά,

τους επήρε τα νταβούλια

και τα τουμπλέκια ούλα.

Και ο πασάς ο Δράμαλης,

λιγώθηκεν ο ζάβαλης,

κι έπεσ’ από την καβάλα,

λέγοντας το άλα, άλα.

Τούρκοι τον παραστέκουνε,

να τον καβαλικεύσουνε,

έλαβε μεγάλον φόβον,

για να έβγη εις την Κόρθον.

Ω! ήρωα Νικηταρά!

Σαν αετός με τα πτερά,

βρίσκεσαι σε κάθε μέρη,

κάμνεις θαυμαστό σεφέρι.

Στο Δερβενάκι το μικρό,

πάλι έκαμες τον πόλεμο,

έχυσες Τουρκών το αίμα,

ως καθώς τρέχει το ρέμα.

Ω! Λεωνίδα καινουργέ,

των Τουρκών όλων φονουργέ,

στο γιαλό οι Τούρκοι πέφτουν,

την παντιέρα σου όταν βλέπουν.

Ω! ήρωα Νικηταρά,

η ποθητή Πατρίς βοά,

η ορμή σου πλιό ας λείψη,

μη μας φέρεις καμιά θλίψη.

Όλη η γη καταβοά!

Ω! ήρωα Νικηταρά,

που θανάτωσες με πέτρα,

έναν Τούρκο, τον Δραπέτα.

 

Μια άλλη φορά, «ο Τυρταίος αυτός της Επαναστάσεως», έγραψε στον Κολοκοτρώνη:

 

Ωρέ Γέρο του Μοριά,

θέλουμε ελευθεριά…

Άιντε, Γέρο, μάνι μάνι,

τράβατο το γιαταγάνι

 

Να και μερικοί στίχοι από ένα θούριο του Τσοπανάκου:

 

Έλληνες τώρα άγωμεν

τα όπλα μας ας λάβωμεν,

η Πατρίδα μας φωνάζει

και ο Ρήγας μας διατάζει!…

 

Η γλώσσα των στίχων του Τσοπανάκου περιλαμβάνει αρκετά στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την τεράστια προσφορά του στον Αγώνα. Τα περισσότερα σατιρικά ποιήματά του έχουν χαθεί, ενώ τα πατριωτικά του εκδοθήκαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια». Μια δεύτερη έκδοση βγήκε το 1846, από τους μαθητές του Βαρβάκειου. 

Το τέλος του Τσοπανάκου ήταν απρόσμενο και πολύ πεζό. Με το άλογο που του χάρισε ο Νικηταράς μετά τη νικηφόρα μάχη στα Δερβενάκια ξεκίνησε να πάει στην πατρίδα του τη Δημητσάνα. Στο δρόμο συνάντησε κάποιες κορομηλιές και καθώς ήταν πεινασμένος έφαγε μεγάλη ποσότητα από κορόμηλα με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρότατη δυσπεψία, που τον οδήγησε στο θάνατο σε ηλικία 36 ετών! Θάφτηκε στην πόλη του η οποία πολύ αργότερα το έτος 1930 έδωσε το όνομά του σε ένα δρόμο της για να τον τιμήσει! 

Ο Φώτιος Χρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος στο έργο του «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών» (Αθήνα 1888) αναφέρει σχετικά: 

«Ηθέλησε να υπάγη εις Δημιτσάναν την πατρίδα του καβάλα με το νέον αποκτηθέν άλογον, εις δε τον δρόμον όπου επήγαινεν ευρήκε δένδρα ονομαζόμενα κορομηλιαίς, αι οποίαι είχον τους καρπούς, τα κορόμηλα, τους οποίους αφού είδε, εστάθη καβάλα από κάτω από ένα δένδρον, και επειδή έφθανεν εύκολα τους καρπούς, έφαγε πολλούς από αυτούς, και του έφερον τον θάνατον. Τοιουτοτρόπως εχάθη ο πτωχός. Αφού η φύσις τον εστέρησε το σώμα, του έδωκε μεν πνεύμα πολύ, αλλά κοιλίαν μικρήν και αδύνατον και διά τούτο μη δυνάμενος να χωνεύση τα κορόμηλα απέθανεν». 

Αυτός ήταν ο λαϊκός ποιητής Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος που ύμνησε με τους απλοϊκούς αλλά αυθεντικούς στίχους του τη μεγαλειώδη Επανάσταση του 1821.

 

Γλυκοχαράζει η χαραυγή,

λάμπει ο ουρανός και η γη,

φέρνει την ελευθεριά μας

και το τέλος της σκλαβιάς μας.

Εδώ θ’ ο Γέρος του Μοριά,

γεια σου χαρά σου λεβεντιά,

με Καρυτινό ντουφέκι,

πέφτει σαν αστροπελέκι.

Στη μέση στη Ντροπολιτσά,

με τον Πλαπούτα δεξιά,

στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι,

πέφτει αλύπητο λεπίδι.

Στα Βέρβενα, στα Δολιανά,

γεια σου καπέ Νικηταρά.

Των Ντερβενακίων τα κάλλη,

πότε θα ξανάρθουν πάλι,

το κάστρο του Μεσολογγίου,

φτερώνει και καρδιά και νου.

Της Γραβιάς λέει το Χάνι,

η Ελλάς δεν θα πεθάνει.

 

Γιάννης Μητράκος